«…πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»


Διον. Σολωμός


Πριν από λίγο καιρό διάβασα μία ανταπόκριση από το Παρίσι («Το Βήμα», 24 Ιουλίου 2003), η οποία ήταν αποκαλυπτική, τουλάχιστον για μένα. Γνώριζα βέβαια πόσο ευαίσθητοι είναι οι Γάλλοι για τη γλώσσα τους και ότι καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να μην εμπλουτίζεται με ξενόφερτους – κυρίως αγγλικούς – όρους. Δεν φανταζόμουνα όμως ποτέ ότι θα έφθαναν στο σημείο να ενοχληθούν από τον αγγλικής προελεύσεως όρο «e-mail» (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) που καλώς ή κακώς έχει παρεισφρήσει στα λεξιλόγια όλων των γλωσσών του κόσμου. Και όμως. Για τον σκοπό αυτό συνήλθε η Επιτροπή Ορολογίας και Νεολογισμών του γαλλικού υπουργείου Πολιτισμού και ύστερα από επανειλημμένες συνεδριάσεις αποφάσισε να καταργήσει τη λέξη «e-mail» από κάθε επίσημο έγγραφο αλλά και να απαγορεύσει στους δημοσίους υπαλλήλους να την χρησιμοποιούν.


Στη θέση της επέβαλε τον όρο «courriel», ο οποίος προέκυψε από τη σύνθεση των γαλλικών λέξεων «courrier electronique» (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο). H επιτροπή του γαλλικού υπουργείου Πολιτισμού επέλεξε τον εν λόγω όρο, ύστερα από μακρές συζητήσεις, κυρίως γιατί είναι πολύ συντομότερος από το «courrier electronique».


Δεν γνωρίζω αν τελικά η απόφαση αυτή θα «εξοστρακίσει» τον όρο «e-mail» από το γαλλικό λεξιλόγιο. Διότι πολλοί υποστηρίζουν ότι η λέξη «e-mail» έχει πλέον ενσωματωθεί τόσο πολύ στο γαλλικό λεξιλόγιο που κανείς δεν συνειδητοποιεί πλέον ότι είναι αγγλική. H πολιτική όμως προστασίας της γλώσσας ακολουθείται και από πολλές άλλες χώρες. Π.χ., η Ισπανία απείλησε με αποχώρηση από την Ευρωπ. Ενωση αν για λόγους απλοποίησης καταργείτο η περισπωμένη πάνω από τη λέξη ESPA~NIA. Και πέτυχε τη διατήρησή της. Ακόμη, με πρόσφατο διάταγμα του προέδρου Πούτιν, στη Ρωσία, προβλέπεται η επιβολή αυστηρών προστίμων σε περίπτωση αντικατάστασης του κυριλλικού αλφαβήτου από το λατινικό, ενώ η ίδια ευαισθησία υπάρχει στην Ιαπωνία και στην Κορέα.


H γλώσσα μας, που αποτελεί την πιο πολύτιμη πνευματική μας κληρονομιά, δοκιμάζεται σκληρά τις τελευταίες δεκαετίες από την ακούσια ή την εκούσια κακηχρησία. Και όμως η γλώσσα μας έχει προσφέρει πάρα πολλά στο γλωσσικό οπλοστάσιο ολόκληρου του κόσμου. H επίδραση της γλώσσας μας στη διεθνή επιστημονική ορολογία – και όχι μόνο – είναι καθοριστική. Ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης στο μνημειώδες έργο του «H οικουμενική διάσταση της ελληνικής γλώσσας» (η πρώτη έκδοση του οποίου βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών) καταχωρίζει μία προς μία 135.000 ξένες λέξεις που είναι αμιγώς ελληνικές (χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 58% της ονοματολογίας των ζώων αποτελείται από ελληνικές ή ελληνογενείς λέξεις και αν σ’ αυτές προσθέσουμε τις κατά το ήμισυ ελληνικές λέξεις, τότε το ποσοστό φθάνει στο 73%). Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η φράση που χρησιμοποιούν οι Αγγλοσάξονες όταν αντιμετωπίζουν πρόβλημα κυριολεξίας: «The Greeks have a word for it» (οι Ελληνες έχουν την κατάλληλη λέξη) ή αυτό που αναφέρει το εγκυκλοπαιδικό λεξικό Webster «The Greeks had a word for everything» (οι Ελληνες είχαν μια λέξη για το καθετί). Ακόμη θυμίζω τις δύο ομιλίες του καθηγητού – Ακαδημαϊκού Ξεν. Ζολώτα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το 1957 και 1959, στις οποίες μιλώντας στα αγγλικά χρησιμοποίησε αποκλειστικά και μόνον λέξεις με ελληνικές ρίζες.


Αυτή τη γλώσσα εμείς οι νεοέλληνες καταβάλλουμε «φιλότιμες» προσπάθειες να την καταστρέψουμε, να την διαφθείρουμε, να την αλλοιώσουμε.


Θα είναι κοινότοπο να επαναλάβω ότι κατά ένα συντριπτικό ποσοστό οι επιγραφές των καταστημάτων είναι προκλητικά ξενόγλωσσες παρά τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις που επιβάλλουν να είναι γραμμένες και στα ελληνικά. Ομως, φωνή βοώντος εν τη ερήμω της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.


Αλλά και η ευθύνη των MME είναι τεράστια, στα οποία νεοφανείς όροι ή παρεσφαλμένες ξένες λέξεις έχουν ακάθεκτα εισβάλει. Καθημερινά ακούμε το ζάπινγκ, το σόου, το ριάλιτι-σόου, το ντιμπέιτ κ.ο.κ. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ένα μεγάλο μέρος περιοδικών ευρείας κυκλοφορίας έχουν ξένους τίτλους ακόμη και όταν δεν είναι αντίστοιχες ελληνικές εκδόσεις ξένων εντύπων.


Ετσι στο λεξιλόγιο των νέων γενεών καθημερινή είναι η χρησιμοποίηση ξένης προελεύσεως σχηματισμών (π.χ. φαστφουντάδικο, ματς, ρεκόρ, τεστ, χάπενινγκ, τεστ-ηβέντ κ.ο.κ.), για τους οποίους όμως υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές εκφράσεις.


Σ’ αυτές τις πικρές διαπιστώσεις δεν αναφέρω το πλήθος των ξενόγλωσσων τεχνολογικών όρων που είναι όλοι ξενικής καταγωγής και προέλευσης. Υπάρχει βέβαια o αντίλογος ότι οι όροι αυτοί είναι «εισαγόμενοι» αφού και η πολύ προχωρημένη τεχνολογία είναι επίσης εισαγόμενη, χωρίς συγγενείς ρίζες στη γλωσσική πνευματική μας κληρονομιά. Ωστόσο μπορούν να αναπαραχθούν αντίστοιχοι ελληνικοί όροι έτσι ώστε να μη φτωχαίνει από άκριτες εισβολές όλο και περισσότερο η γλώσσα μας.


Αρκεί βέβαια οι όροι αυτοί να είναι εύχρηστοι και εύηχοι όπως π.χ. αντί Internet άνετα μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη Διαδίκτυο (διότι αν δεν είναι εύχρηστοι, όλοι θα προτιμήσουν τον ξενικό όρο αντί του ελληνικού, π.χ. fax αντί τηλεομοιοτυπία). Αμέτρητα τα ανάλογα παραδείγματα από τους ξένους τεχνολογικούς όρους που βρίσκονται σε καθημερινή χρήση, από τους νέους μας κυρίως, που είναι πιο εξοικειωμένοι με την προχωρημένη τεχνολογία και τα συμπαρομαρτούντα της (π.χ. ζουμάρω, σκανάρω, νετάρω, σερφάρω κ.ο.κ).


Το πρόβλημα είναι οξύτερο απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Διότι η γλώσσα μας, η γλώσσα του Ομήρου, των μεγάλων τραγικών ποιητών και των Ιερών Ευαγγελίων, που είναι η πιο πνευματική γλώσσα του κόσμου και που αποτελεί τη μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας, αντιμετωπίζει άμεσο εθνικό κίνδυνο όχι μόνον από τους συνειδητούς πολέμιούς της αλλά κι από τους καθημερινούς χρήστες της. Την κακοποιούν κατά τον πλέον βάναυσο τρόπο φορτώνοντας την με κενές σε νόημα λέξεις που τη φτωχαίνουν και την ευτελίζουν.


Χρέος όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων, που πιστεύουν στη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, είναι να την προστατεύουν από τους αλλόγλωσσους εισβολείς. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να μνημονεύσει κανείς τις φιλότιμες προσπάθειες που κάνει το πολιτιστικό σωματείο για τη διάδοση και προαγωγή του ελληνικού λόγου «Ελληνική και Γλωσσική Κληρονομιά». H δράση όμως ενός και μόνου σωματείου δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διαφύλαξη, προαγωγή, διάδοση και ενίσχυση μιας τόσο πλούσιας και απαιτητικής γλώσσας. Γι’ αυτό πρέπει όλοι μας να αγωνισθούμε με συνέπεια και πάθος πριν φθαρεί οριστικά η γλώσσα μας από την άγνοια και την ανευθυνότητα των νεοβαρβάρων χρηστών της!


Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής, τ. υπουργός και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».