«H ημέρα που άλλαξε τον κόσμο» γράφαμε και, κυρίως, πιστεύαμε πριν από δύο χρόνια για την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και την τρομακτική τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης. To θέαμα του «ground zero» και ιδιαίτερα ο φρικτός απολογισμός των χιλιάδων θυμάτων δεν μπορούσε παρά να αποτελεί προάγγελο αλλαγών σε ολόκληρο το παγκόσμιο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. H απάντηση της Αμερικής με τους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ σημάδεψε τον νέο αιώνα. Οι ΗΠΑ παρουσιάστηκαν ως η μόνη δύναμη, ικανή και αποφασισμένη να εγγυηθεί την παγκόσμια τάξη που απειλούσε να διασαλεύσει η 11η Σεπτεμβρίου. Ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας μπορούσε να κερδηθεί καλύτερα – κατά την Ουάσιγκτον – αν γινόταν εκτός των δομών της διεθνούς συνεργασίας. H αντίληψη περί «αυτοκρατορίας του κακού» δεν άργησε εκ νέου να εδραιωθεί. Τι απέδωσαν όμως οι δύο πόλεμοι; Και, κυρίως, πόσο ασφαλέστερος είναι ο κόσμος απέναντι στην τρομοκρατική απειλή; Τι άλλαξε; Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί απαντήσεις το σημερινό αφιέρωμα.


Καθώς συμπληρώνονται δύο χρόνια από την 11η Σεπτέμβρη, δύσκολα θα βρεθεί πιο θεαματικό γεγονός, σε μια εποχή τηλεοπτική που μπορεί να το επαναλαμβάνει άπειρες φορές δημιουργώντας δέος. Δεν θα μπορούσε να βρεθεί κεντρικότερο μέρος στον πλανήτη, περισσότερο συμβολικό, ούτε να υπάρξει πιο κατάλληλη γι’ αυτό γωνία λήψης. Το βλέμμα από κάτω προς τα πάνω, μια θέση στην οποία έβαζε τον θεατή η ζωγραφική Μπαρόκ, τέχνη δημιουργίας δέους. Κι εδώ σε απείρως μεγαλύτερο ύψος και επί πλέον με κινηματογραφική κίνηση ανάστροφη, πτώση στο κενό όπως η ολική κατάρρευση των δύο πύργων και το κύμα σκόνης που στο τέλος καταδιώκει τον εικονολήπτη, και επομένως τον θεατή ως εφιάλτης. Αυτές οι εικόνες ανταποκρίνονται σε αρχετυπικούς εφιάλτες του μοντέρνου κόσμου που ο φουτουρισμός είχε εμπνεύσει στον κινηματογράφο στα πρώτα βήματά του, και μάλιστα εστιασμένες στη Νέα Υόρκη, παίζοντας με τον ίλιγγο του ύψους. Καθώς οι πύργοι χτυπήθηκαν διαδοχικά, δημιουργώντας την ευκαιρία και τη δυνατότητα της βιντεοσκόπησης του αναπάντεχου, αποκαλύπτουν μια σκηνοθεσία η οποία δεν αποτελεί απλώς το παράγωγο, αλλά και την προϋπόθεση της δράσης. Το κυρίως στοιχείο του σχεδιασμού της. Εδώ η τέχνη δεν είναι μίμησις της πραγματικότητας ούτε δημιουργία σε μια άλλη σφαίρα, διαφορετική από την πραγματικότητα. Πρόκειται για τη δράση που επιβάλλει τη σκηνοθεσία της απεικόνισής της. Αν η εικόνα δημιουργεί το γεγονός, εδώ το γεγονός δημιουργεί την εικόνα του και το γεγονός της εικόνας του. Είναι δηλαδή γεγονός επειδή έχει τις προϋποθέσεις να είναι ταυτόχρονα εικονικό γεγονός. (Κάτι που δεν κατάλαβαν όσοι έσπευσαν να αναγγείλουν το τέλος του μεταμοντερνισμού και την «επιστροφή του γεγονότος» αμέσως μετά την 11 Σεπτεμβρίου).


H αισθητική αποτίμηση του γεγονότος, όταν ακόμη τα ερείπια άχνιζαν, ήταν παρακινδυνευμένη. Οταν την αποτόλμησε ο Στοκχάουζεν, χρησιμοποιώντας όρους μουσικής φαντασίας, οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν ματαίωσαν τις συναυλίες του. Ωστόσο η αισθητική αποτίμηση δεν σχετίζεται με την ηθική αποτίμηση. Ανήκει σε διαφορετική κλίμακα αξιών και είναι πέραν του καλού και του κακού. Οι τρομοκράτες ήταν πάντοτε εστέτ. Υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στο στυλ του Οσάμα και στο στυλ του Μπους; Στα επιμελημένα αραβικά του ενός και στα φτωχά αγγλικά του άλλου; Δύο πολέμους έκαναν οι Αμερικανοί, καμία εικόνα αντάξια της κατάρριψης των δύο πύργων δεν παρήγαγαν.


Υπάρχει ακόμη μια άλλη στενή και δυσδιάκριτη σύνδεση τρομοκρατίας και αισθητικής. Από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, η τρομοκρατία ως πολιτικό μέσο ορέγεται την αισθητική καθαρότητα στην κοινωνία και επιφορτίζει με καθήκοντα αισθητικής αποκάθαρσης την πράξη της αλλαγής της. H κοινωνική αλλαγή γι’ αυτούς τους εστέτ της βίας δεν είναι κοινωνική διαδικασία με τους συμβιβασμούς και τις αναστροφές της, με την πεζότητα της καθημερινής πράξης, αλλά ηρωική πράξη, στίλβουσα μορφή. Οπου στη μορφή θυσιάζεται το περιεχόμενο. Θα συμβούλευα μάλιστα όσους, στα καθ’ ημάς, αναζητούν τις πηγές της βίας στον Μαρξ να διαβάσουν επισταμένως Ζορζ Σορέλ, αυτόν το θεωρητικό που στέκεται στο κατώφλι του αναρχοσυνδικαλισμού προς τον φασισμό, για να καταλάβουν αυτή τη σχέση αισθητικής και βίας. Και ακόμη, να αναζητήσουν τα πολλαπλά ζεύγματα αντι-ορθολογισμού και αισθητισμού, αισθητισμού και ναρκισσισμού, ναρκισσισμού και ενόρμησης του θανάτου. Ο ίδιος ο Φρόιντ έγραψε για την τυφλή μανία καταστροφής ως ναρκισσιστική απόλαυση. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν υποστήριζε το 1935 ότι ο φασισμός εισήγαγε την αισθητική στην πολιτική. Δίπλα στις καλά σκηνοθετημένες εικόνες της μαζικής λατρείας του φύρερ και του ντούτσε, δημιούργησε μια τεράστια μηχανή παραγωγής τελετουργικών εικόνων. Το πρώτο live, μεγάλης κλίμακας τηλεοπτικό show ήταν η αναμετάδοση των Ολυμπιακών του 1936 από τη Λένι Ρίφενσταλ. Τότε, εκεί, σχημάτισε τη θεωρία του για το «στάδιο του καθρέφτη» ο γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν και την ανακοίνωσε στο Μαρίενμπαντ. Ο σχηματισμός τού εγώ, υποστήριζε, συμβολίζεται στα όνειρα από φρούρια και στάδια. H οθόνη ως τεράστιος καθρέφτης. Ολες αυτές οι προσπάθειες να φέρουν στην πολιτική την αισθητική κορυφώθηκαν στον πόλεμο. Για όλους αυτούς ο πόλεμος ήταν η ύπατη έκφραση της πραγματοποιημένης αισθητικής. Ο Μαρινέτι, ηγέτης των φουτουριστών, έκανε το αισθητικό εγκώμιο του πολέμου όταν έγραφε ότι ο πόλεμος είναι όμορφος γιατί οι εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων μοιάζουν με πύρινες ορχιδέες, γιατί επινοούνται νέα γεωμετρικά σχέδια όπως τα τανκς και τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα, γιατί μεταλλοποιείται το ανθρώπινο σώμα, γιατί η μάχη του πολέμου μοιάζει με συμφωνία. Για τον λόγο αυτόν καλούσε τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τους μουσικούς να εμπνευστούν από την αισθητική του πολέμου.


Ποιος εμπνέεται σήμερα από την αισθητική της βίας και της καταστροφής; Δεν είναι δύσκολο να δοθεί απάντηση. H βιομηχανία παραγωγής εικόνων, ο κόσμος της «infotainment» όχι μόνο θα κατέρρεε χωρίς τη βία, απλώς θα ήταν αδιανόητος και δεν θα είχε λόγο ύπαρξης χωρίς αυτήν. «Thrill of technomastery» ονομάστηκε η αναμετάδοση της «καταιγίδας της ερήμου» από το CNN. Και από τότε κάθε νέος πόλεμος και η αναμετάδοσή του δεν παύουν να ακολουθούν τον καλπασμό και τα άλματα των ίππων της Αποκαλύψεως. Από αυτή την άποψη η εικόνα της βίας και η γυμνή βία δύσκολα μπορούν να διαχωριστούν γιατί η μία δεν υπάρχει χωρίς να έχει ως λόγο ύπαρξης την άλλη. Απαισιόδοξο συμπέρασμα. Γιατί το ένα σκέλος, χωρίς το οποίο το άλλο δεν μπορεί να υπάρξει, το νομιμοποιούμε καθημερινά. H καταδίκη της γυμνής βίας επομένως είναι για τα μάτια, εφόσον νομιμοποιούμε τη βία που προορίζεται για τα μάτια. Γι’ αυτό και θα επιβιώνει. Για να πραγματοποιεί τις εικόνες της αισθητικής της καταστροφής. Για να ικανοποιεί το απωθημένο μαζικό ναρκισσισμό μπροστά στον καθρέφτη-οθόνη. Γιατί, όπως έγραφε ο Μπένγιαμιν, «στις μεγάλες παρελάσεις και στις τερατώδεις συγκεντρώσεις, στα αθλητικά γεγονότα και στον πόλεμο, σε όλα αυτά που συλλαμβάνει η κάμερα και το μαγνητόφωνο, οι μάζες έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό τους». Αλήθεια πώς θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς την 11η Σεπτέμβρη 2001; Πώς θα ήταν χωρίς την καθημερινή ροή αδρεναλίνης στις φλέβες μπροστά στα τακτικά έκτακτα δελτία ειδήσεων; Χωρίς την αισθητική της βίας ως λιμπιντική έξαρση; Τώρα που συνηθίσαμε να ζούμε ανάμεσα σε βαρβάρους και βαρβαρότητες μας είναι δύσκολο να σκεφτούμε τι θα γενόμασταν αν οι βάρβαροι δεν έρχονταν.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.