Στο άρθρο μου (στο BHMA τής 3ης Αυγούστου) με τίτλο «Νεοπαγανισμός: πίσω ολοταχώς!» επισήμανα ότι «Υπάρχουν σήμερα, στις αρχές τού 21ου αιώνα, συμπατριώτες μας, ελάχιστοι ευτυχώς […] που υποστηρίζουν ότι εχθρός τού Ελληνισμού υπήρξε και είναι ακόμη και σήμερα ο Χριστιανισμός και ότι όποιος πιστεύει στις αξίες και τα ιδανικά τού Ελληνισμού είναι αυτομάτως αντίθετος προς τον Χριστιανισμό, που ως θρησκεία υπέσκαψε τον Ελληνισμό! Το αποκορύφωμα αυτής τής φαεινής «σύλληψης» είναι ότι η αποδοχή τού Ελληνισμού συνδέεται αυτομάτως με την απόρριψη τής χριστιανικής θρησκείας και ότι περαιτέρω προϋποθέτει επιστροφή στην αρχαία ελληνική θρησκεία, δηλ. επιστροφή σε μια πολυθεϊστική ανθρωπομορφική αντίληψη τού θείου, σε ό,τι είναι γνωστό ως «Δωδεκάθεο»». Εγραψα ότι «Πρόκειται για μια αντίληψη που πολιτισμικά για την πορεία τού Ελληνισμού συμπίπτει, στην πράξη, με το ναυτικό παράγγελμα «πίσω ολοταχώς!»» και ότι «Αυτός ο φολκλορικός «ελληνισμός τής χλαμύδας», όταν περνάει σε τελετές αναβίωσης τής αρχαίας λατρείας των Ολυμπίων θεών με ανάλογη ενδυμασία, ύμνους και σύμβολα (δάδες, θυσίες ζώων κ.τ.ό.) ταυτίζει ανεπίτρεπτα και ανιστόρητα τον Ελληνισμό με φαιδρές καταστάσεις». H θέση που υποστήριξα τελικά είναι ότι «ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός, δύο μεγάλα πολιτισμικά μεγέθη, που ξεκίνησαν πράγματι με σύγκρουση κατόρθωσαν να περάσουν ήδη από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους σε μια θαυμαστή, ιστορικά τεκμηριωμένη, συμπόρευση, η οποία στηρίχθηκε σε αναγνώριση τού συμπληρωματικού χαρακτήρα των δύο πολιτισμικών μεγεθών από τους ίδιους ανθρώπους, τους Ελληνες Χριστιανούς». Και αναφέρθηκα στη στάση απέναντι στα ελληνικά γράμματα εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων όπως οι Πατέρες M. Βασίλειος και Γρηγόριος ο Θεολόγος ή όπως ο Φώτιος, ο Αρέθας και ο Ευστάθιος στο Βυζάντιο ή όπως οι διδάσκαλοι τού Γένους Ευγένιος Βούλγαρις, Νεόφυτος Δούκας, Ανθιμος Γαζής, Κωνσταντίνος Οικονόμος, Νεόφυτος Βάμβας, μεγάλες μορφές τού Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Και κατέληξα στο άρθρο μου ότι «Για τους γνωρίζοντες, όσοι αγαπάμε και έχουμε αγωνισθεί για τα ελληνικά γράμματα, τη διατήρηση και τη διάσωσή τους, υπάρχουν τόσα πεδία αγώνα για την ανάδειξη και αξιοποίηση των αρχών τού ελληνικού πολιτισμού, ιδίως στον χώρο τής Ευρώπης, η οποία πρέπει να συνειδητοποιήσει τις πνευματικές ρίζες της, ώστε να μη περισσεύουν χρόνος και δυνάμεις για ψευδοκηρύγματα και ψευτοδιλήμματα τα οποία, αν βρουν σοβαρούς υποστηρικτές, ευτελίζουν τελικά τον ίδιο τον Ελληνισμό».


Το άρθρο μου αυτό έδωσε αφορμή (το περίμενα άλλωστε) σε άμεσους ή έμμεσους υποστηρικτές τού Νεοπαγανισμού, οι περισσότεροι αποφεύγουν ή ντρέπονται (;) να το παραδεχθούν, να πουν κυρίως τα εξής: α) να εκφράσουν συγκρατημένα ή ασυγκράτητα το μίσος τους εναντίον τής Χριστιανικής πίστης, β) να υπεραμυνθούν τής αξίας και τής προσφοράς τού ελληνικού πολιτισμού, γ) να αναφερθούν σε πράξεις εχθρικές μεμονωμένων Χριστιανών ή και ομάδων Χριστιανών (φανατικών μοναχών) εναντίον των υποστηρικτών τής θρησκείας τού Δωδεκαθέου, δ) να συνδέσουν -είναι χαρακτηριστικό αυτό- τη χριστιανική πίστη με τον Εβραϊσμό (διάβαζε σιωνισμό) μιλώντας για εβραιοχριστιανική θρησκεία, και ε) να μιλήσουν για καταπάτηση τής ελευθερίας τής θρησκευτικής συνειδήσεως (τού δικαιώματός τους να πιστεύουν στο Δωδεκάθεο).


Μια σύντομη τοποθέτηση πρώτα-πρώτα απέναντι σ’ αυτές τις απόψεις. Θα ήμουν ο τελευταίος -εκ νοοτροπίας και πικρών εμπειριών- που θα αμφισβητούσα το δικαίωμα κάθε Ελληνα πολίτη να πιστεύει ελεύθερα σε ό,τι τού υπαγορεύει η συνείδησή του, έστω κι αν αυτό είναι ο Δίας και η Ηρα ή ο Παν, έστω κι αν αυτό συγκρούεται με τη γενικότερη πεποίθηση τού ελληνικού λαού που -όπως είναι γνωστό και μοναδικό στην Ευρώπη- είναι σε συντριπτικό ποσοστό ομόδοξοι, Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Είναι επίσης γνωστό -το γράφω και ο ίδιος στο προηγούμενο άρθρο μου- ότι αρχικά υπήρξε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού στο πεδίο τής θρησκευτικής πίστης και ορισμένων μορφών συμπεριφοράς και επιλογών ζωής, σύγκρουσης που οδήγησε σε έκτροπα, σε διώξεις, επιθέσεις και ακρότητες μερικών φανατικών, είτε από την πλευρά των οπαδών τής αρχαίας ελληνικής θρησκείας είτε από τη μεριά των Χριστιανών. Αυτά είναι γνωστά και ούτε ο γράφων ούτε άλλος κανείς μπορεί να τα αμφισβητήσει. Το θέμα είναι ότι αυτή η σύγκρουση ξεπεράστηκε και ότι Ελληνισμός και Χριστιανισμός συμπορεύτηκαν ιστορικά παίρνοντας και δίνοντας ο ένας στον άλλον. Με μια χριστοκεντρική θεώρηση των ελληνικών γραμμάτων (τής «θύραθεν» ή «έξωθεν» παιδείας) ο M. Βασίλειος διακηρύττει «ουκ άχαρι γε μην ουδέ την θύραθεν σοφίαν περιβεβλήσθαι» και προτρέπει τους νέους (στην ομιλία του «Προς τους Νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων») «και ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσι και πάσιν ανθρώποις ομιλητέον, όθεν αν μέλλη προς την τής ψυχής επιμέλειαν ωφέλειά τις έσεσθαι». Ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος δηλώνει ρητά ότι ο Χριστιανισμός χρειάζεται και την ελληνική (κοσμική) μόρφωση και ψέγει όσους Χριστιανούς την περιφρονούν: «αλλά και την έξωθεν, ην οι πολλοί χριστιανών διαπτύουσιν, ως επίβουλον και σφαλεράν και θεού πόρρω βάλλουσαν, κακώς ειδότες […] και τούτων, το μεν εξεταστικόν τε και θεωρητικόν (το φιλέρευνο και το θεωρητικό πνεύμα) εδεξάμεθα […]Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν (ενν. την ελληνική), ότι τούτο δοκεί τισιν (γιατί έτσι νομίζουν μερικοί)». Και μια διαφορά που αξίζει να επισημανθεί: ούτε Σταυροφορίες ούτε Ιερά Εξέταση ούτε μορφές απόλυτης εξουσίας αναπτύχθηκαν στην ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία έμεινε προσηλωμένη στις αρχές και τις θέσεις διδασκαλίας των Πατέρων και στην παράδοση που θεμελιώθηκε από αυτούς σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Χριστιανική Δύση – χωρίς, βεβαίως, να λείψουν και ορισμένες, ατομικές κυρίως περιπτώσεις, απόκλισης από την ορθόδοξη μορφή χριστιανικής συμπεριφοράς. Ως προς τον μειωτικό χαρακτηρισμό «εβραιοχριστιανική θρησκεία», είναι μεν ορθό ότι η Καινή Διαθήκη έχει συχνή αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη και στον κόσμο τής Π. Διαθήκης, που έχει ως επίκεντρο τον λαό τού Ισραήλ (τους Εβραίους), αλλά η K. Διαθήκη και όλη η χριστιανική διδασκαλία υπερβαίνει εξ ορισμού τον παλαιό κόσμο και τον παλαιό άνθρωπο, για να δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο με αναφορά όχι πλέον στους Εβραίους αλλά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Επομένως ο σκόπιμος -με ρατσιστικές προεκτάσεις και απηχήσεις- χαρακτηρισμός τού Χριστιανισμού ως «εβραϊκού» και αστήρικτος είναι και αφήνει να διαφανεί ένας αντισημιτισμός, χαρακτηριστικός για τέτοιες στρεβλωτικές συλλήψεις τού Ελληνισμού που συχνά ταυτίζεται σε μερικούς με την ιδεοληψία περί Αρείας φυλής, φυλετικής υπεροχής κ.τ.ό. Και άλλη μία παρανόηση. Σχεδόν κατά κανόνα η χρήση τού όρου Ελληνας, ελληνικός κ.λπ. στους μεταχριστιανικούς αιώνες και μέχρι αργά στο Βυζάντιο -με γνωστές εξαιρέσεις- χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τους ειδωλολάτρες, τους εθνικούς, τους μη Χριστιανούς και όχι ειδικά τους Ελληνες. Επομένως οι αναφορές σε Ελληνες από τους Πατέρες και άλλους, πρέπει να εξετάζονται με ιδιαίτερη προσοχή, τα δε χωρία που προσκομίζονται συνήθως ως μαρτυρίες «τού μίσους κατά των Ελλήνων» συνιστούν, κατά κανόνα, μαρτυρίες απόρριψης των ηθών και των διδαγμάτων (περί θεών) των ειδωλολατρών και πολυθεϊστών γενικά, και όχι ειδικά των Ελλήνων.


Επανερχόμενος στο νόημα και τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε το άρθρο μου περί «Νεοπαγανισμού», μετά και από όσα εξήγησα, είναι φανερό ότι απέβλεπα στο να καταγγείλω δημόσια και να βοηθήσω στο να διαλυθεί μια πλάνη -συνειδητά και οργανωμένα καλλιεργούμενη ή και απλώς από αφέλεια υποστηριζόμενη- ότι το να τιμάς και να εκ-τιμάς τον Ελληνισμό ως πολιτισμικό μέγεθος ευρύτερης εμβέλειας, πράγμα που συμβαίνει με τους περισσότερους Ελληνες, δεν επάγεται ότι πρέπει και να ασπάζεσαι το «Δωδεκάθεο» και τον πολυθεϊσμό και, κυρίως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να απορρίπτεις τη χριστιανική θρησκεία και πίστη! Αυτή η ταύτιση τού Ελληνισμού με οξύ αντιχριστιανικό πνεύμα είναι μια τραγική στρέβλωση τής πολιτισμικής ιστορίας και παράδοσης των Ελλήνων, όπου Ελληνισμός και Χριστιανισμός συμπορεύτηκαν -χωρίς ποτέ να ταυτισθούν- και συνύφαναν την ιδιοπροσωπία τού Ελληνα. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.


Ούτε μας ενδιαφέρει ούτε παρεμβαίνουμε στο τι πιστεύουν οι Νεοπαγανιστές. Εχουν κάθε δικαίωμα να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Δικαιούμεθα μόνο να ζητούμε να μη ταυτίζουν τον Ελληνισμό με την απόρριψη τής ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, παραπλανώντας μερικούς ανυποψίαστους συμπατριώτες μας ότι δήθεν Ελληνας σημαίνει μη Χριστιανός και ότι ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τον Ελληνισμό! Να μην εμφανίζουν δηλαδή την απιστία και τη δική τους απέχθεια προς τη χριστιανική πίστη ως κήρυγμα καθαρότητας και συνέπειας τού Ελληνισμού. Οσο λίγοι, ασήμαντοι αριθμητικά, κι αν είναι οι Νεοπαγανιστές, μπορούν να βλάψουν πολύ -μερικές φορές χωρίς να έχουν καν συνείδηση τού πράγματος- την ιδέα τού Ελληνισμού, τής οποίας οι ίδιοι είναι διαπρύσιοι κήρυκες. Οι μονισμοί, οι ιδεοληψίες και οι ακρότητες υπήρξαν και είναι ασυμβίβαστες προς τη διαύγεια, την ανεκτικότητα, την ευρύτητα και το βάθος τού ελληνικού πνεύματος.


O κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.