Οταν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε επιχειρήσει μια σημαντική παρέμβαση στο Ασφαλιστικό, το ΠαΣοΚ ως αξιωματική αντιπολίτευση αποδύθηκε σε όλων των ειδών τις υπερβολές και τους λαϊκισμούς. Ετσι, λόγω και της ισχνότατης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διέθετε η κυβέρνηση του κ. K. Μητσοτάκη, η μεταρρύθμιση δεν προχώρησε όσο έπρεπε και το ασφαλιστικό σύστημα συνέχισε να συσσωρεύει δυσβάσταχτα χρέη, τόσα ώστε να απειλείται η βιωσιμότητά του ακόμη και βραχυχρόνια.


Κάτω από την πίεση των δεδομένων και των συνεχών παραινέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, που κέρδισε ξανά τις εκλογές το 1996, δεν άργησε να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος και ανέθεσε στον καθηγητή Ιωάννη Σπράο να μελετήσει το θέμα και να εισηγηθεί λύσεις. Οταν λοιπόν κοινοποιήθηκαν τα συμπεράσματα της υπ’ αυτόν επιτροπής, η κυβέρνηση του κ. K. Σημίτη βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Αλλά, αντί να παρουσιάσει το πρόβλημα στον λαό και να ζητήσει τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ώστε να ληφθούν άμεσα μέτρα, προτίμησε να απομακρύνει τον κ. Σπράο και να θέσει την έκθεσή του στο αρχείο. Μάλιστα το ίδιο επαναλήφθηκε δύο χρόνια αργότερα με τον κ. A. Γιαννίτση, ο οποίος, μετά την ανακοίνωση της δικής του έκθεσης, βρέθηκε από υπουργός Εργασίας στη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών.


Τότε, προκειμένου να κατευνάσει τις κοινωνικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν, η κυβέρνηση ενέδωσε και προικοδότησε το IKA με μια σημαντική ετήσια επιδότηση από τον προϋπολογισμό. Οχι όμως επαρκή για να βγάλει το ασφαλιστικό σύστημα στο σύνολό του από το αναμενόμενο αδιέξοδο. Και τούτο γιατί, όπως προέκυψε από τη σχετική συζήτηση στη Βουλή και όπως απέδειξαν οι εντεινόμενες πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και αυτή η παρέμβαση κρίθηκε ανεπαρκής για την αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου προβλήματος. Συνεπώς, όποια κυβέρνηση και να εκλεγεί κατά τις προσεχείς εκλογές θα βρει μπροστά της και πάλι το Ασφαλιστικό. Οπότε γεννιέται το ερώτημα αν έχει η χώρα την πολυτέλεια να περιμένει πότε θα εκλεγεί κυβέρνηση η οποία θα αγνοήσει το πολιτικό κόστος και θα προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων που εκκρεμούν.


Δεν χρειάζεται να επαναλάβω ότι ο χρόνος της απραξίας για μια αξιοπρεπή και ισότιμη θέση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης κυλάει εις βάρος μας. Αντιθέτως, ίσως είναι πολύ πιο χρήσιμο να επισημάνω τα πρόσφατα παραδείγματα, όπου με συναινετικές διαδικασίες μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης ελήφθησαν στη Γερμανία και στη Γαλλία πρωτόγνωρα μέτρα για να σώσουν τα ασφαλιστικά τους συστήματα από τη χρεοκοπία. Αν λοιπόν στις κραταιές αυτές χώρες της Ευρώπης τα κόμματα βρίσκουν το θάρρος να βάλουν το συμφέρον τους σε δεύτερη μοίρα και να αναγνωρίσουν ότι κανένα από μόνο του δεν μπορεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα, η επιμονή του ΠαΣοΚ και της Νέας Δημοκρατίας στους μονολόγους αποτελεί αναχρονισμό. Γι’ αυτό τα δύο αυτά κόμματα πρέπει να τα βρουν προεκλογικά ώστε η επόμενη κυβέρνηση να μπορέσει να δώσει βιώσιμες λύσεις στα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας τα οποία η παρούσα κυβέρνηση μετέθεσε στο μέλλον.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.