Οι συζητήσεις για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα περιστράφηκαν, μεταξύ άλλων, και γύρω από το ζήτημα κατά πόσο θα έπρεπε να γίνει σαφής αναφορά στις «ρίζες» του ευρωπαϊκού πολιτισμού και στην ιστορική κληρονομιά της σημερινής Ευρώπης. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε μάλιστα στην ανάγκη για ιδιαίτερη μνεία της χριστιανικής συνιστώσας. Στην προσπάθεια αυτή συμπορεύτηκαν και οι τρεις Εκκλησίες – η Ρωμαιοκαθολική, η Ορθόδοξη και η Ευαγγελική -, παρά τις ιστορικές διαφορές που τις χωρίζουν. Τα επιχειρήματα συνέκλιναν στο ότι η Ευρώπη ορίζεται πρωτίστως με πολιτισμικά κριτήρια και συνεπώς θα πρέπει να δηλώνεται ευθαρσώς το αξιακό περιεχόμενο της έννοιας «Ευρώπη» όπως αυτό διαμορφώθηκε ιστορικά. Τα ζητήματα που συνδέονται με αυτή τη θέση είναι προφανώς πιο περίπλοκα από όσο μια απλή παραδοχή σχετικά με την ευρωπαϊκή ταυτότητα αφήνει να διαφανεί.


Υπάρχει, πρώτον, ένα πολιτικό ζήτημα που προκύπτει από τη σύνθεση της σύγχρονης Ευρώπης, όπου είναι ισχυρή η παρουσία αλλόθρησκων – μεταναστών κυρίως, ετερόδοξων και αθέων. Οι πολιτικές ακριβώς συνέπειες μιας ενδεχόμενης προνομιακής αναφοράς στη χριστιανική θρησκεία φαίνεται πως οδήγησαν εντέλει τους ευρωπαίους πολιτικούς σε μια ουδέτερη διατύπωση ότι εμπνέονται από «την πολιτιστική, τη θρησκευτική και την ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης». Το πολιτικό αυτό ζήτημα είναι ταυτοχρόνως και ηθικό αν θεωρήσουμε ότι η προνομιακή αναφορά σε μία θρησκεία στο Σύνταγμα μιας κοινότητας η οποία ορίζεται κατ’ εξοχήν από την πολυμορφία και τη διαφορετικότητα των μελών της δημιουργεί αποκλεισμούς και ιεραρχήσεις. Οπως έγραφε παλαιότερα ο Εντγκάρ Μορέν, όταν σκεφτόμαστε την Ευρώπη από τη μεριά της Ευρώπης, θα πρέπει να προσπαθούμε να ξεφύγουμε «από την ευφορική εξιδανίκευση και τη ματαιόδοξη αυταρέσκεια».


Υπάρχει, δεύτερον, ένα ιστορικό ζήτημα σχετικά με τα συστατικά στοιχεία της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Παρ’ όλο που συνήθως αναφέρονται μια σειρά στοιχεία τα οποία διαμόρφωσαν ιστορικά την ευρωπαϊκότητα, όπως ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, η χριστιανική θρησκεία, ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση κτλ., εν τούτοις παραμένουν ισχυρές αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα ενιαίας αφήγησης του ευρωπαϊκού παρελθόντος και ως προς τα περιεχόμενα μιας ευρωπαϊκής ιστορίας. Το πρόβλημα γίνεται περισσότερο κατανοητό αν υπενθυμίσουμε ότι ως τη δεκαετία του ’90 η ευρωπαϊκότητα οριζόταν αποκλειστικά ως δυτική και ετεροπροσδιοριζόταν με ψυχροπολεμικούς όρους. Σήμερα, αντίθετα, πυκνώνουν οι αναφορές σε μια Ευρώπη που προσδιορίζεται αντιθετικά προς τις ΗΠΑ και δίνεται έμφαση στη σύνθεση που προκύπτει από τη συγχώνευση όλων των τμημάτων της Γηραιάς Ηπείρου. Μοιάζει παραδοξότητα λοιπόν ότι, ενώ ως πρόσφατα η Ευρώπη εξισωνόταν με τη Δύση, τώρα πλέον είναι – με γεωγραφικούς όρους – Ανατολή.


Μια επιπλέον παραδοξότητα μοιάζει να είναι, σε ένα πρώτο επίπεδο, η λειτουργία της θρησκείας. Συστατικό στοιχείο των εθνικών ταυτοτήτων στις διάφορες εκδοχές της, η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε για να υπογραμμίσει τη διαφορά και να συντηρήσει την ιδιαιτερότητα – και υπάρχουν πολλά πρόσφατα παραδείγματα παρόμοιας ρητορείας. Στον αστερισμό της ευρωπαϊκότητας, όμως, η θρησκεία φαίνεται να χρησιμοποιείται ενοποιητικά και να προωθείται μια νέα οικουμενικότητα. Εν τούτοις η παραδοξότητα αυτή είναι μόνο επιφανειακή. Στην ουσία και σε αυτή την περίπτωση η θρησκεία χρησιμοποιείται με όρους έθνους-κράτους για να τονίσει μια νέα ιδιαιτερότητα, την ευρωπαϊκή, και να προβεί σε νέους αποκλεισμούς. Είναι προφανές ότι και στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος η επιδιωκόμενη αναφορά στη χριστιανική κληρονομιά ξεπερνά το συμβολικό επίπεδο και έχει πολιτικές διαστάσεις. Λανθάνει άλλωστε σε μια παρόμοια αναφορά η έννοια του χρέους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ανταποδοτικό επίπεδο για τη θεσμική έκφραση της θρησκείας.


Βεβαίως η ταύτιση Ευρώπης και χριστιανισμού δεν αποτελεί παραδοξότητα. Ηδη από τον 15ο αιώνα χάρτες της Ευρώπης ενίσχυαν οπτικά αυτή την ταύτιση απεικονίζοντάς την περικυκλωμένη από «απίστους». Στον δυτικό Μεσαίωνα ο χριστιανισμός και το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό ιδεώδες αποτελούσαν ενοποιητικούς παράγοντες με κοινή την προοπτική της οικουμενικότητας (βλ. I. Χασιώτης, Αναζητώντας την ενότητα στην πολυμορφία. Οι απαρχές της ευρωπαϊκής ενότητας από το τέλος του Μεσαίωνα ως τη Γαλλική Επανάσταση, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 2000). Στον 19ο αιώνα, όταν επαναξιολογείται ο «σκοτεινός» Μεσαίωνας, επανέρχεται και η επιθυμία της θρησκευτικής αναγέννησης. «Ηταν υπέροχοι οι καιροί που η Ευρώπη ήταν ένας χριστιανικός τόπος» γράφει με φανερή ρομαντική νοσταλγία για την «Europa Christiana» ο γερμανός ποιητής Νοβάλις το 1799. Ως τα μέσα του 19ου αιώνα η αρχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού τοποθετούνταν στην πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την επικράτηση του χριστιανισμού, άποψη που συνοψίζεται στο έργο του γάλλου ιστορικού και πολιτικού Φρ. Γκιζό. Καθώς όμως ριζοσπαστικοποιείται η έννοια της ελευθερίας και διευρύνεται το αίτημα για πολιτικό εκδημοκρατισμό, η ιστορία της Ευρώπης ανάγεται ακόμη παλαιότερα, στην αθηναϊκή δημοκρατία (με το έργο του Γ. Γρότε).


H αθηναϊκή δημοκρατία φαίνεται πάντως ότι εξακολουθεί να είναι το κοινά αποδεκτό σημείο αναφοράς για την Ευρώπη, εφόσον στο προοίμιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος περιέχεται ακριβώς η σχετική ρήση του Θουκυδίδη που περιγράφει το δημοκρατικό πολίτευμα της κλασικής Αθήνας. Ισως εν τέλει αυτό να σημαίνει ότι η επιλογή των ευρωπαίων ηγετών τόσο ως προς τη σύλληψη όσο και ως προς την προοπτική της Ευρώπης ήταν να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο πολιτικό παρά στο πολιτισμικό περιεχόμενο της «Ευρώπης».


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.