Οι προτάσεις που διατύπωσα στα δύο προηγούμενα άρθρα μου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βελτιωτικές είναι όλες οι πολιτικές για τις εξωτερικότητες οι οποίες επιτυγχάνουν τα ακόλουθα αποτελέσματα: Πρώτον, αποσαφηνίζουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και τα όρια της άσκησής τους ώστε όλα τα οφέλη και όλες οι επιβαρύνσεις που απορρέουν από δραστηριότητες παραγωγής και κατανάλωσης να αφορούν αποκλειστικά όσους τις διεξάγουν. Ενα σχετικό παράδειγμα είναι οι χρήσεις της γης. Στα όριά τους όλοι οι ιδιοκτήτες γνωρίζουν ποιες δραστηριότητες επιτρέπονται και ποιες όχι, ώστε δεν προκύπτουν εξωτερικότητες. Δεύτερον, μετατρέπουν τους τρόπους χρήσης των οικονομικών πόρων από κοινόχρηστους σε ιδιωτικούς ή οιονεί ιδιωτικούς. Για παράδειγμα, η εκμίσθωση ενός ποταμού, ενός θαλάσσιου κόλπου ή ενός πάρκου για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων αναψυχής θα βοηθούσε σημαντικά στην προστασία τους από τη μόλυνση γιατί ο εκμισθωτής θα φρόντιζε να τα διατηρήσει καθαρά. Τρίτον, παρέχουν κίνητρα ώστε οι εξωτερικότητες να απορροφώνται από τους πολίτες που τις δημιουργούν.


Οι πολιτικές στην τελευταία κατηγορία έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών με αποτέλεσμα να υπάρχει μια ιδιαίτερα μεγάλη βιβλιογραφία. Γι’ αυτό θα τελειώσω την τριλογία μου για τις εξωτερικότητες με μια σύντομη αναφορά στις προτεινόμενες λύσεις για την αντιμετώπισή τους.


Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, προκειμένου να αποθαρρύνουν (ενθαρρύνουν) μια αρνητική (θετική) εξωτερικότητα οι αρχές μπορούν να επιβάλουν έναν φόρο ή να χορηγήσουν μια επιδότηση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των βιομηχανικών αποβλήτων μπορούν να επιβάλουν έναν φόρο ανά κυβικό μέτρο εκβαλλόμενων λυμάτων, ενώ στην περίπτωση του πρασίνου μπορούν να χορηγήσουν μια επιδότηση του νερού για πότισμα δέντρων και κήπων. Και στις δύο περιπτώσεις η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από δύο παράγοντες. Πρώτον, από τον βαθμό στον οποίο κινητοποιείται το συμφέρον των ιδιωτών που παράγουν τις εξωτερικότητες και, δεύτερον, από την ικανότητα των υπηρεσιών να εφαρμόσουν την πολιτική. Τα θέματα αυτά όμως ενέχουν δυσκολίες οι οποίες απαιτούν δημόσιες υπηρεσίες με ανεπτυγμένο το αίσθημα της ακεραιότητας και της κοινωνικής ευθύνης. Γι’ αυτό η διατύπωση λύσεων που δεν απαιτούν την ανάμειξη του Δημοσίου βρίσκεται πάντα στο κέντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος.


Μια ρηξικέλευθη ανάλυση, η οποία έτυχε ευρύτατης αποδοχής, πηγάζει από την προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα: Οταν η επιχείρηση A ζημιώνει με τις εξωτερικότητες της παραγωγής της την επιχείρηση B, γιατί η τελευταία δεν παρακινεί με κάποιες παροχές την πρώτη να μειώσει την παραγωγή της; Οι αναζητήσεις του νομπελίστα καθηγητή Ronald Coase, κυρίως γύρω από τις θεσμικές και νομικές προϋποθέσεις που κάνουν δυνατή τη σύναψη ιδιωτικών συμβολαίων, οδήγησαν στην πρόταση ότι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις η αγορά από μόνη της αντιμετωπίζει τις εξωτερικότητες αποτελεσματικά ώστε δεν χρειάζεται καμιά κρατική παρέμβαση.


Αφού λοιπόν οι Χώροι Υγειονομικής Ταφής των Απορριμμάτων θα πήγαιναν σε κάποιες περιφερειακές κοινότητες, ο αναβρασμός πρέπει να προκλήθηκε γιατί αυτές που επελέγησαν θα ζημιωθούν χωρίς ικανοποιητική αποζημίωση; Μήπως μια διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της ΚΕΔΚΕ και πάνω σε καθαρά οικονομικά ανταλλάγματα θα ήταν πιο αποτελεσματική; Δυστυχώς στη χώρα μας έχουμε συνηθίσει στις λύσεις της τελευταίας στιγμής και όχι σε επιλογές κάτω από νηφάλια ανάλυση και διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό όλα τα μεγάλα προβλήματα χρονίζουν.


Ο κ. Γιώργος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.