Εγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα του (22 Ιουνίου) ότι το κείμενο του Εμμανουήλ Στάη για τον Λάμπρο του Σολωμού (ακριβέστερα: για το απόσπασμα του Λάμπρου που ήταν γνωστό το 1853) είναι, πιστεύω, το πρώτο αισθητό ορόσημο στην ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής μας, όχι τόσο γιατί είναι η πρώτη μεγάλης εκτάσεως κριτική για νεοελληνικό λογοτεχνικό έργο, όσο για την προχωρημένη – όχι μόνο για τα νεοελληνικά δεδομένα – κριτική του μέθοδο· μέθοδο «κρατυλική», που εξετάζει δηλαδή το έργο μέσα από το πρίσμα των σχέσεων των σημαινόντων με τα σημαινόμενά του, ανάλογα με την οποία θα συναντήσουμε μόνο στον 20ό αιώνα, με τους Ρώσους Φορμαλιστές και την αγγλοσαξονική Νέα Κριτική.


Εκείνο που κάνει την κριτική του Στάη κείμενο προδρομικό της νεωτερικής κριτικής είναι κυρίως η διεύρυνση της έννοιας του ποιητικού σημαίνοντος («της ύλης του στίχου») από τη λέξη στη φράση και, κατά συνεκδοχή, στη μορφή (ενυπάρχει στον Στάη η έννοια του μορφικού σημαίνοντος). Ο Στάης επεξηγεί ότι με τον όρο «ύλη του στίχου» εννοεί «ρυθμό και ήχο»· επεκτείνει δηλαδή το – στον ποιητικό λόγο – «αναγκαίο» της σχέσης του σημαίνοντος με το σημαινόμενο (με την «ιδέα») από το πλαίσιο της λέξης («κάθετη» αναγκαιότητα) στο πλαίσιο των σχέσεων των λέξεων μεταξύ τους μέσα στην αλυσίδα του λόγου («οριζόντια» αναγκαιότητα), κάτι που θα το συναντήσουμε για πρώτη φορά διατυπωμένο με συστηματικότητα στον Γιάκομπσον. Μέσα σε αυτό το διευρυμένο πλαίσιο η έννοια της «ακουστικής εικόνας» του Στάη υπερβαίνει εκείνη της «ακουστικής εικόνας» του Σωσσύρ, για να δηλώσει κάτι ανάλογο με την «ακουστική παρομοίωση» των Φορμαλιστών και την «ακουστική φαντασία» του Ελιοτ.


Στην ποιητική θεωρία του Στάη η κλασική έννοια της οργανικότητας, ενισχυμένη από τη ρομαντική πρόσληψή της (σύνθεση του απείρου με το συγκεκριμένο, ενσάρκωση της αφαίρεσης σε συγκεκριμένες μορφές), οδηγείται στην εναργέστερη διατύπωσή της. Δεν είναι μόνο ότι, κατά τον Στάη, «η ιδέα φθάνει εις την έσχατη ακμή της και κυριεύει όλη την ύλη του στίχου» όταν «βγαίνει έξω σε» (=γίνεται αισθητή από) όλες τις αισθήσεις (στην ακοή, στην όραση, στην όσφρηση, στη γεύση, στην αφή)· είναι και η συναισθησία, «εκείνη η απόκρυφη σχέσι που περνά μεταξύ στες αίσθησες του ενός οργάνου και του άλλου», είναι και «το αυτόματον (spontanéité)» – η συμφυής ανάδυση σημαίνοντος και σημαινομένου – «χώρις τ’ οποίο κάθε εντέλεια είν’ αδύνατη, καθώς είν’ αδύνατη απόρροια χωρίς πηγή».


Ο Στάης εφαρμόζει τη θεωρία του για την ποίηση στο απόσπασμα που απεικονίζει τη συνάντηση του Λάμπρου με τα φαντάσματα των νεκρών παιδιών του με τρόπο υποδειγματικό. Διαθέτοντας λεπτό ποιητικό αυτί και βαθειά γνώση της μετρικής αναλύει, στίχο με στίχο, τον τρόπο με τον οποίο η συγχώνευση των σημαινόντων με τα σημαινόμενα μέσα στο σχήμα των ενδεκασυλλαβικών οκτάστιχων στροφών συνθέτει τον ρυθμό της ποιητικής γλώσσας του έργου, «προβάλλοντας» το τρομερό επεισόδιο πάνω στις αισθήσεις του αναγνώστη και μεταβάλλοντάς τον έτσι σε ζωντανό θεατή των δρωμένων του: μια ψυχολογική κατάσταση που παράγεται χάρη στην «τέλεια αρμονία» του συνθέματος, αρμονία που επιτυγχάνεται επειδή η κάθε στροφή «κλει μέσα της τες προτύτερες και τελειοποιεί τα μέρη με την ενότητα».


Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το κείμενο του Στάη του 1853 ως το πρώτο αισθητό ορόσημο στην ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής μας επειδή, ως εμφανώς διαφορετικό – μεθοδολογικά και ποιοτικά – από τα προηγούμενα κριτικά κείμενα, σημαδεύει την αρχή μιας νέας κριτικής περιόδου· μιας περιόδου που καθιστά ό,τι κριτικό έχει προηγηθεί στοιχείο μιας πρώτης εποχής κριτικών αναζητήσεων, ανάλογων με την ποιότητα των λογοτεχνικών έργων τής πριν από τον Σολωμό εποχής. Επρεπε να εμφανιστούν τα έργα του Σολωμού για να οδηγηθεί η κριτική μας στην ωρίμανση (διευκρινίζω ότι κάνω τη διάκριση ανάμεσα στην ιστορία της κριτικής μας και στην ιστορία της θεωρίας της λογοτεχνίας, η οποία ως τη δεκαετία του 1850 έχει να επιδείξει, με τα εγχειρίδια ποιητικής και ρητορικής, σελίδες σημαντικότερες από τις κριτικές).


Ομως ούτως ή άλλως η δεκαετία του 1850 είναι δεκαετία μιας πρωτοφανούς, για τα έως τότε δεδομένα, κριτικής δραστηριότητας. Οι εκθέσεις των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών, οι οποίοι διεξάγονται κάθε χρόνο από το 1851· η δημοσίευση του μανιφέστου της Νέας Σχολής του γραφομένου λόγου του Π. Σούτσου (1853) και η άμεση απάντηση σε αυτό του K. Ασωπίου (Τα Σούτσεια, 1853)· η έκδοση των ποιημάτων του Σολωμού από τον I. Πολυλά με τα περίφημα «Προλεγόμενά» της (1859)· η επίκριση της ώριμης σολωμικής ποίησης από τον Σπ. Ζαμπέλιο (Πόθεν η κοινή λέξις «τραγουδώ»; 1859) και το σφυροκόπημά της από τον Πολυλά (Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σπ. Ζαμπελίου; 1860) συνθέτουν – μαζί με τον Λάμπρο του Στάη – ένα ευμέγεθες σώμα κριτικών κειμένων, το οποίο περιέχει ήδη τις κατευθύνσεις στις οποίες θα κινηθεί έκτοτε η νεοελληνική κριτική: την εκ του σύνεγγυς ουσιώδη, συγκυρούμενη από μια πραγματιστική θεωρητικότητα, προσέγγιση (Στάης, Πολυλάς)· τη σχολαστική μικρολογία (Σούτσος, Ασώπιος)· την άστοχη εφαρμογή θεωρητικών σχημάτων (Ζαμπέλιος)· και, ακόμη, το αδιάλειπτο έως σήμερα και γόνιμο πνεύμα της κριτικής διαμάχης.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.