«Θέλω ένα ξεβιδωμένο κείμενο από σένα» μου είπε ο φίλος που ζήτησε τη συνδρομή μου στην παρουσίαση του καινούργιου του βιβλίου. «Κοίτα ποιος μιλάει» του απάντησα, «σαν να ζητάει η Κάλλας παραφωνίες προς τιμήν της». (Δεν είναι όποιος όποιος.) Τέλος πάντων, ίδρωσα επί δεκαήμερο αλλά κείμενο ξεβιδωμένο δεν κατάφερα να βγάλω. Με προβλημάτισε όμως η απαίτησή του. Κατάλαβα ότι ζητούσε κάτι πιο δύσκολο από αυτό που μπορούσα να κάνω.


Είπα να μην πάρω επί πόνου την αποτυχία μου και να το σκεφτώ σαν μια μελλοντική προοπτική. Προσπάθησα να φανταστώ κάτι λιγότερο ξένο από ένα ξεβιδωμένο κείμενο, ας πούμε ένα ξεβιδωμένο μάθημα. Πώς θα ήταν ένα τέτοιο μάθημα; Θα μπορούσα, ας πούμε, να παρουσιάσω τον Λεονάρδο, τον Μιχαηλάγγελο ή τον Πικάσο εκτός του συνήθους ειρμού «μορφολογία, τυπολογία, ιδεολογία, υποδοχή, ερμηνεία»; Να πετιέμαι σαν την ακρίδα από το ένα στο άλλο, να αυτοχασισώνομαι σαν δερβίσης και να σωπαίνω με σιωπές γκαστρωμένες εναλλάξ, να κάνω παρένθετους αρλεκινισμούς, να καλώ σε αισθησιακές ευωχίες μπροστά στην «Παρθένο των Βράχων», να προκαλώ οντολογικές αναταράξεις με το Ταβάνι της Καπέλα Σιστίνα, να διαχειρίζομαι τον ανθρωποφαγικό σπαραγμό του πικασικού σχεδίου αντί να τον παρουσιάζω; Να φεύγει το φοιτηταριό «ζαλισμένο» αντί του ορθού «ενημερωμένο», με πιθανότερο σχόλιο «την ψώνισε ο K.»;


«Μόνον από την Αίσθηση φτάνεις στην Ιδέα» έλεγε ο Ελύτης, πλην όμως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και τους ανάλογους… Συνέχισα την (διανοητική) προσπάθεια. Αν το αποπειραθώ αδέξια θα φανταστούν ότι είμαι πιωμένος – δεν χάθηκε ο κόσμος. Αν το καταφέρω επιδέξια, τότε τι; Θα λένε τάχα ότι μπορεί να μη μάθανε πολλά για τον σουρεαλισμό αλλά ότι πήρανε «μαθήματα ζωής», καλύτερα μάλιστα «διδάγματα» τέτοια που να σου χρωστάνε αυτό ή εκείνο, τέτοια που να διερωτώνται μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις πώς θα έκρινες την επιλογή τους, αν δηλαδή η στάση τους είναι «αντάξια» της σφραγίδας του δασκάλου τους στη ζωή τους και άλλα παρόμοια ηχηρά; Και με αυτή τη διαρκή «διαθεσιμότητα» από μέρους μου, αντί να ξεστραβωθούν για τον μεταμοντερνισμό να έχω προστεθεί στο πάνθεον ορισμένων ως πνευματικός οδηγός;


«Πάνθεον»… «πνευματικός οδηγός»… εδώ που τα λέμε δεν είναι και άσχημη ιδέα. Λες, μωρέ, λασκάροντας τις βίδες να γίνω κάτι σημαντικό για τα παιδιά; Δεν είναι και εύκολο να αντισταθούν στην παραμυθία, στην παρηγορητική παρουσία ενός δασκάλου που, αντί να σε ενημερώνει φορτικώς, σε απελευθερώνει από τις συμβάσεις του συστήματος και σε εντάσσει σε ένα υπερ-σύστημα όπου η ανόθευτη υποκειμενικότητα νομιμοποιείται και νομιμοποιεί. Μήπως να το δούμε το πράγμα πιο σοβαρά; Λέω να σχεδιάσω αυτό το ξεβιδωμένο μάθημα. Να πετάξω το διάγραμμα και να σκεφτώ μια άλλη προσέγγιση, στο ίδιο θέμα, φυσικά, μην τα μουρλάνουμε εξαρχής τα παιδιά, περί φλωρεντινής ζωγραφικής στη μέση της Αναγέννησης.


Αμφιθέατρο στο ημίφως (τα παιδιά θα περιμένουν να αρχίσω την προβολή των διαφανειών – αλλά πάει πια, κάτω οι διαφάνειες! Θα κάνω μάθημα για ζωγραφιές χωρίς να δείξω ούτε μία). Το ημίφως πάντως ευνοεί την ξεβιδωμένη ατμόσφαιρα, οπότε το κρατάω. Κι αφού δεν έχουμε εικόνα, ας βάλουμε ποίηση. (Δεν το ‘πε άλλωστε ο Σιμωνίδης πως η ποίηση είναι ζωγραφική ομιλούσα;) Να διαβάσω με αργή φωνή, χωρίς στόμφο (καλύτερα να το πω απέξω, θα είναι πιο υποβλητικό, είμαστε και σε επετειακό έτος του ποιητή).


έμεινε μόνος και περίμενε.


Πλησίασε στον καθρέφτη και κοιτάζονταν


K’ έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά


Του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κ’ έφυγε.


Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει


κατά την ύπαρξίν του την πολυετή,


χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα


μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,


κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί πάνω του


την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.


Και μετά να πέφτουν λέξεις – λοξά, αόριστα οδηγητικές στις έννοιες, να δει κανείς τις αντιδράσεις, ας πούμε, δείγματος χάριν: ο καθρέΠΤης είναι τάχα αναφορικό ή αυτοαναφορικό πεδίο σε μια σύνθεση; (είναι ο εικονιζόμενος ή ο ζωγράφος;). Αφού ήταν παλαιός γιατί «χαίρονταν κ’ επαίρονταν»; Δεν συνηθίζεται, λοιπόν, η ομορφιά, δεν τη χορταίνει κανείς ποτέ; Είναι ταυτολογία η άρτια εμορφιά, υπάρχει άραγε και μη άρτια; Να ακουστούν ονόματα γνωστά και άγνωστα εκείνων που δαπάνησαν δεκαετίες προσπαθώντας να την ορίσουν και γράφοντας βιβλία γι’ αυτήν; Τα ίδια τα παιδιά τι άραγε αναγνωρίζουν ως άρτιαν εμορφιά στον βίο τους; Οταν τη συναντούν την αντανακλούν (όπως ο καθρέπτης) ή την απορροφούν (όπως οι πόροι του σοβά το χρώμα και το φως); Εκείνοι οι δύο φλωρεντινοί καλόγεροι στη μέση της Αναγέννησης, ο Φρα Αντζέλικο και ο Φρα Φίλιππο Λίππι, άραγε χαίρονταν κ’ επαίρονταν για την άρτιαν εμορφιά που γέννησαν μέσα από τη φλόγα του ουράνιου έρωτα ο ένας, του γήινου ο άλλος; Ή έδωσαν το σχήμα της στο φως ταπεινά πιστεύοντας ότι το μυστήριο του πνευματικού έρωτα που έζησε ο Αντζέλικο με τα οράματά του και του σωματικού που γεύτηκε ο Λίππι με τις πανέμορφες ερωμένες του μπορούν να δώσουν, και τα δύο, εξαίσιες Παναγίες;


Βεβαίως ένα ξεβιδωμένο μάθημα δεν καταστρώνεται λεπτομερώς, πρέπει να αφεθεί στην τυχαιότητα των συνειρμών, στην αναγκαιότητα των ψευδαισθήσεων. Γι’ αυτό ας αφήσω τα σίγουρα λόγια και ας αναλογιστώ τα αβέβαιης έκβασης έργα. Μου φαίνεται μάλιστα πως το έχω ρίξει λίγο στην πλάκα, σημάδι ότι φοβάμαι.


Πώς θα καταλάβω αν το ξεβιδωμένο πέτυχε; Θα πάνε μόνοι τους να βρούνε αυτές τις Παναγίες που δεν έδειξα, θα ρωτήσει κανείς για το ποίημα, θα τους τσιγκλίσει οτιδήποτε, από την άρτιαν εμορφιά και τους φιλοσόφους-αισθητές που γράψανε γι’ αυτήν μέχρι τις γκόμενες του Φρα Φίλιππο Λίππι; Και, τέλος η συζήτηση, θα ξεβιδώσει ανακουφιστικά τις ήδη λασκαρισμένες βίδες τώρα με τον καύσωνα ή θα τις σφίξει οδυνηρότερα; Προς το παρόν διάλειμμα.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.