O νέος Νόμος 3028 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» δημοσιεύτηκε στις 28 Ιουνίου 2002. Το ως σήμερα νομοθετικό πλαίσιο στην υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού, όπως είναι γνωστό, συντίθεται βασικά από τον Νόμο 5351/1932 «Περί Αρχαιοτήτων» και τον Νόμο 1469/1950 «Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830».


Ο Νόμος 3028/2002 κυοφορήθηκε για μεγάλο διάστημα για να εκσυγχρονίσει και να εναρμονίσει το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο με τις επιταγές του Συντάγματος του 1975 και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και με τις διεθνείς συμβάσεις που η Ελλάδα έχει κατά καιρούς συνυπογράψει. Μεταξύ των διαφόρων ζητημάτων τα οποία ο Νόμος επιδίωξε να προσεγγίσει (έννοια της προστασίας, κυριότητα πολιτιστικών αγαθών, συμπληρωματικότητα υποχρεώσεων πολιτείας και πολιτών, αρχαιοκαπηλία) περιλαμβάνεται και η υιοθέτηση της αρχής του «μνημείου» για έργα που ανήκουν σε περιόδους πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. H τοποθέτηση αυτή αποτελεί απαραίτητη αλλά όχι βεβαίως επαρκή προϋπόθεση για την αποτελεσματική προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του 20ού αιώνα, η οποία δεν αντιμετωπίζεται από τον Νόμο με την επιθυμητή έμφαση που επιβάλλεται από τις πιεστικές πλέον ανάγκες.


* Το σύγχρονο οικοδόμημα


Στο Αρθρο 2 §ββ, δηλώνεται κατ’ αρχήν ότι «Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους (…)». Από τη διατύπωση αυτή απουσιάζει ο όρος «αρχιτεκτονική σημασία» που θα ενίσχυε την αντίληψη για το νεότερο και σύγχρονο οικοδόμημα. Υιοθετείται, αντίθετα, η διατύπωση «καλλιτεχνική σημασία» που ανάγει σε μια παρωχημένη προσέγγιση του αρχιτεκτονικού γεγονότος και οδηγεί σε έναν πολιτισμικό αναχρονισμό, ανάλογο με εκείνον της επανειλημμένης αναφοράς στον «ιστορικό της τέχνης» και όχι της αρχιτεκτονικής, όσον αφορά την αξιολόγηση της μοντέρνας και σύγχρονης αρχιτεκτονικής παραγωγής. Ο όρος «αρχιτεκτονική σημασία» εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ίδιο Αρθρο 2 §δ, στο πλαίσιο ωστόσο του προσδιορισμού της έννοιας του «ιστορικού τόπου» και του «μνημείου» που ανήκει σε αυτόν, με αναφορά δηλαδή στα μεταγενέστερα του 1830 οικιστικά ή παραδοσιακά σύνολα.


Το Αρθρο 6 §1 βεβαιώνει ότι στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται, εκτός από «Τα αρχαία που χρονολογούνται ως και το 1830 [§1α]», «Τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους» [§1β], καθώς και «Τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους» [§1γ]. Οι δύο αυτές παράγραφοι αποτελούν ουσιαστικά τη μοναδική ολοκληρωμένη αναφορά σχετικά με τη νεότερη αρχιτεκτονική και ειδικά την αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα, και συνιστούν τα βασικά νομικά εργαλεία στο σύνολο ενός εκτενέστατου κειμένου 75 άρθρων. Είναι ωστόσο κρίσιμο το γεγονός ότι επιχειρείται ακριβώς ο διαχωρισμός με όριο τα τελευταία εκατό χρόνια, στο πλαίσιο των οποίων δεν είναι επαρκής η αρχιτεκτονική σημασία αλλά η «ιδιαίτερη» αρχιτεκτονική σημασία του κτιρίου. Ο νόμος κατά συνέπεια διευκολύνει περισσότερο την προστασία ενός ανώνυμου νεοκλασικού σπιτιού του 19ου αιώνα, αν μάλιστα τούτο ανήκει σε ένα ευρύτερο οικιστικό σύνολο, παρά εκείνη μιας μοντέρνας κατοικίας του 1930 ή ενός δημόσιου κτιρίου της δεκαετίας του ’50, των οποίων θα πρέπει οπωσδήποτε να αποδειχτεί η υψηλή αρχιτεκτονική αξία. Στο σημείο αυτό, πάντως, είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι δεν εισάγεται οποιοδήποτε κριτήριο σχετικό με μια χρονική απόσταση από την αποπεράτωση του έργου (η εικοσαετία για παράδειγμα ή η πεντηκονταετία), ή με την προϋπόθεση αποβίωσης του αρχιτέκτονα-μελετητή για την κήρυξη ενός κτιρίου ως διατηρητέου, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες. Με βάση την αντίληψη – ή την «παράλειψη» – αυτή, λειτούργησε άλλωστε ως σήμερα η ελληνική νομοθεσία, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα προστασίας σύγχρονων κτιρίων (ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του κτιρίου του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, που αποπερατώθηκε το 1993 και ήδη κηρύχτηκε διατηρητέο).


* H ακίνητη πολιτιστική κληρονομιά


Ενα βασικό πρόβλημα του νέου νομικού πλαισίου είναι η προσπάθεια ομαδοποίησης και συστέγασης, κάτω από ενιαίους κανόνες, προβληματικών ζητημάτων με αναπόφευκτα συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, όπως για παράδειγμα εκείνα που αφορούν την ακίνητη πολιτιστική κληρονομιά του 20ού αιώνα για την οποία θα ήταν απαραίτητη μια ειδική, αυτόνομη και συγκροτημένη ρυθμιστική αναφορά. Απόδειξη τούτου είναι το περιεχόμενο του Τέταρτου Κεφαλαίου, με τον εύγλωττο τίτλο «Αρχαιολογική έρευνα και εργασίες προστασίας μνημείων»: στο Αρθρο 40 §1 διευκρινίζεται ότι «Οι εργασίες σε ακίνητα μνημεία (…) και οι εργασίες που αποβλέπουν σε απόδοση σε χρήση (…) αποσκοπούν στη διατήρηση της υλικής υπόστασης και της αυθεντικότητάς τους (…)». Είναι προφανές ότι αν μια τέτοια εκφορά σχετίζεται με τα μνημεία της προμοντέρνας αρχιτεκτονικής, στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα (αρχής γενομένης από τα κτίρια Art Nouveau), μια ανάλογη αντίληψη εμφανίζεται άστοχη και πολιτισμικά παραπλανητική. Εχουμε επανειλημμένα αναφερθεί στο ζήτημα της ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ της έννοιας του «αυθεντικού» και εκείνης του «πρωτότυπου», εφαρμοσμένης στην αρχιτεκτονική των τελευταίων εκατό ετών, και στην αναρμοδιότητα της Χάρτας της Βενετίας όσον αφορά την κληρονομιά του 20ού αιώνα. Με άλλα λόγια το ζήτημα έχει να κάνει με την αποκατάσταση της εικόνας, του πρωτότυπου δηλαδή χαρακτήρα του αρχιτεκτονικού έργου, ιδιαίτερα της περιόδου του Μοντέρνου, σε αντίθεση με εργασίες αποκατάστασης που τείνουν στη διάσωση της ύλης, της αυθεντικότητας δηλαδή του κτιρίου και κατά συνέπεια στην επιλογή της συντήρησης των διαδοχικών παρεμβάσεων μετά την αποπεράτωση, με πρόφαση την απόδοση ενός αρχιτεκτονήματος που να ενσωματώνει τις περιπέτειες της διαδρομής του στη διάρκεια του χρόνου.


* Το «αυθεντικό» κτίριο


Ενα μοντέρνο κτίριο (οι δύο κατοικίες ας πούμε του Λε Κορμπυζιέ στο Weissenhof της Στουτγάρδης) σχεδιάζεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο με βάση συγκεκριμένα και ολοκληρωμένα σχέδια. Το πραγματοποιημένο προϊόν, σύμφωνα με μια κατασκευαστική διαδικασία την οποία συχνά ο αρχιτέκτονας δεν επιβλέπει, αποτελεί την υλική μετάφραση των σχεδίων σε μια προσδιορισμένη χρονική στιγμή. Το υλοποιημένο κτίριο δεν αποτελεί με την έννοια αυτή ένα αυθεντικό αντικείμενο αλλά με βάση τα σχέδια μπορεί να αναπαραχθεί σε οποιαδήποτε στιγμή (και ενδεχομένως σε οποιονδήποτε τόπο). Με τον τρόπο αυτό γίνεται αποδεκτή, στη μοντέρνα αρχιτεκτονική, η υπεροχή του σχεδίου και του δημιουργού του και όχι αυτή του πραγματοποιημένου έργου. Με ανάλογο τρόπο, δεν θεωρούμε την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση της Δέκατης Συμφωνίας του Σοστακόβιτς από τον Μητρόπουλο ως τη μόνη αποδεκτή, αλλά η ύπαρξη της παρτιτούρας επιτρέπει σε άλλους εκτελεστές να παρουσιάσουν το μουσικό κείμενο, και σε ορισμένες περιπτώσεις να προτείνουν εκτελέσεις που διορθώνουν προσεγγίσεις του παρελθόντος βασισμένες σε παρωχημένες ερμηνευτικές παραδόσεις, όπως συμβαίνει με την Οπερα. Ο ίδιος ο Λε Κορμπυζιέ είχε σχολιάσει με έντονα αρνητικό τρόπο την υλοποίηση των κατοικιών του στη Στουτγάρδη. Στην περίπτωση αυτή η αποκατάσταση θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα πρωτότυπα σχέδια του αρχιτέκτονα ή την πραγματικότητα του υλοποιημένου κτιρίου;


* Οι εργασίες αποκατάστασης


Οι εργασίες αποκατάστασης, κατά συνέπεια, σε ένα κτίριο του 20ού αιώνα, και ιδιαίτερα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, πρέπει να βασίζονται σε σχεδιαστικά ντοκουμέντα και σε μια άλλη σειρά τεχνικών και ιστορικών αναλύσεων που να επιτρέπουν την πιστή ανακατασκευή του έργου με στόχο την αποκατάσταση του επικοινωνιακού, μορφοπλαστικού και αισθητικού δυναμικού του κτιρίου και την απόδοση ενός δοκιμίου που να διακρίνεται από το χαρακτηριστικό της πρωτοτυπίας (της αρχιτεκτονικής σύνθεσης) και όχι της αυθεντικότητας (της κτιριακής ύλης), όπως υποστηρίζει η Χάρτα της Βενετίας και, στην περίπτωσή μας, αδιάκριτα ο Νόμος 3028. H ανακατασκευή ή η φιλολογική αποκατάσταση σύγχρονων αρχιτεκτονικών έργων, που επιχειρείται διεθνώς όλο και περισσότερο, αποδεικνύει την ευστοχία αυτής της προσέγγισης.


H προστασία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς θα συνεχίσει να πραγματοποιείται στον τόπο μας εκ των ενόντων, μέσω μιας διευρυμένης, ελαστικής και «καλών προθέσεων» ερμηνείας των ρυθμίσεων του νομικού κειμένου.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.