Σύμφωνα με τις προτάσεις που παρουσίασα στο προηγούμενο άρθρο μου, όλες οι διαδικασίες παραγωγής και καταναλώσεως συνοδεύονται από εξωτερικότητες. Για παράδειγμα, όταν αναπνέουμε, εκβάλλουμε διοξείδιο του άνθρακος το οποίο βλάπτει το περιβάλλον. Κανένας λογικός άνθρωπος όμως δεν διανοήθηκε ποτέ να υποστηρίξει ότι θα πρέπει το κράτος να επιβάλει περιορισμούς στο αν και πότε θα αναπνέουμε. Συνεπώς, για να πούμε πότε μια εξωτερικότητα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κρατική παρέμβαση, χρειάζεται να προσδιορίσουμε πότε το κοινωνικό κόστος που προκαλείται ζημιώνει ασύμμετρα τους πολίτες που το υφίστανται. Το ερώτημα λοιπόν που αναφύεται είναι με ποιο κριτήριο να προσδιορίσουμε αυτό το όριο.


H απάντηση διαφέρει ανάλογα αν οι πόροι στους οποίους αφορούν οι εξωτερικότητες είναι ιδιωτικοί ή κοινόχρηστοι. Για τους ιδιωτικούς οι εξωτερικότητες θωρούνται ως φυσικό επακόλουθο της κοινωνικής ζωής και οι δραστηριότητες που τις προκαλούν ασκούνται ελεύθερα από κάθε πολίτη μέχρι σημείου που να μην περιορίζουν την άσκησή τους από άλλους πολίτες. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ο γείτονάς μας μπορεί να κάνει ένα πάρτι με ανοικτά παράθυρα και να βάλει το στερεοφωνικό του στη διαπασών. Αλλά όταν έλθει η ώρα της κοινής ησυχίας, το δικαίωμα που έχουμε και οι δυο μας στην ανάπαυση του επιβάλλει να πάρει μέτρα ώστε να μη διαχέεται ο θόρυβος στο περιβάλλον. Γι’ αυτό, όσον αφορά τους ιδιωτικούς πόρους, οι εξωτερικότητες δεν δημιουργούν θέμα μεγαλύτερης παρέμβασης του κράτους πέραν της οριοθετήσεως των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και του καθορισμού μηχανισμών για την επιβολή τους.


Αλλά για κοινόχρηστους πόρους, όπως η ατμόσφαιρα, τα δάση, οι υδροβιότοποι, οι χώροι ταφής των απορριμμάτων κτλ., η εξεύρεση ενός κριτηρίου για τον προσδιορισμό του ορίου παρεμβάσεως του κράτους είναι δύσκολη για πέντε τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των πόρων είναι συνήθως ασαφές. Σ’ εμάς, για παράδειγμα, ένα από τα αίτια που προάγουν τις πυρκαϊές των δασών είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις τα δικαιώματα του κράτους στα δάση δεν βασίζονται σε καθαρούς τίτλους ιδιοκτησίας. Δεύτερον, γιατί το κράτος το ίδιο ως μηχανισμός παραγωγής και καταναλώσεως προκαλεί στους κοινόχρηστους πόρους σοβαρότατες εξωτερικότητες. Για παράδειγμα, έστω η ζημιά στο περιβάλλον που έχουν προκαλέσει τα εργοστάσια της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα και στη Μεγαλόπολη. Τρίτον, γιατί λόγω του προβλήματος του «τζαμπατζή» οι πολίτες δεν αποκαλύπτουν τι θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν υπό μορφή φόρων προκειμένου, ας πούμε, να προστατεύονται τα δάση αποτελεσματικά. Τέταρτον, γιατί οι μελλοντικές γενεές δεν είναι παρούσες και τα μυωπικά πολιτικά συστήματα δεν αντιπροσωπεύουν επαρκώς τα συμφέροντά τους. Και τέλος, πέμπτον, γιατί προς το παρόν τουλάχιστον επικρατεί περιβαλλοντικός ανταγωνισμός, με την έννοια ότι τα κράτη κλείνουν τα μάτια στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος προκειμένου να επιτύχουν άλλους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους.


Συνεπώς οι πολίτες, και δη οι εξ αυτών φιλελεύθεροι, οι οποίοι κατηγορούνται ως υποστηρικτές της καταστροφικής εκμετάλλευσης των κοινόχρηστων πόρων, είναι σκόπιμο να προβάλουν το κριτήριο της μηδενικής ανοχής (zero tolerance) στην περιβαλλοντική μόλυνση, αλλά ταυτόχρονα να δεχθούν την ανάγκη της κρατικής παρεμβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι οι διοικητικές ρυθμίσεις δεν παραβιάζουν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.