Στο τέλος του προηγούμενου έτους έφυγε ο Μανόλης Λαμπρίδης (1920-2002). Ο Μανόλης Λεοντάρης με το όνομά του εμφανίστηκε το 1946 στα Ελεύθερα Γράμματα, ενώ παραμένει αξιοσημείωτη η συνεργασία του στην Επιθεώρηση Τέχνης για την «αντικειμενικότητα» της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εδώ θα επιμείνω σε μια ολιγότερο γνωστή πτυχή του έργου του και θα οδηγηθώ σε ορισμένα συμπεράσματα για την ποιότητα της σκέψης του.


Ο Λαμπρίδης προέρχεται από ορισμένη θεωρητική μήτρα και πολιτική πρακτική. Πιο συγκεκριμένα, με τις εργασίες του 4ου συνεδρίου του (1955) ανασυντάσσεται το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας και επακολουθεί η ευρεία εκδίπλωση, μέσω της «Πρωτοποριακής Βιβλιοθήκης», του εκδοτικού του έργου, στο οποίο κεντρική θέση κατέχουν ο Πουλιόπουλος και ο Pablo, που στρέφονται προς την τεκμηρίωση του αιτήματος για την εγκαθίδρυση της «εργατοαγροτικής σοσιαλιστικής δημοκρατίας των συμβουλίων». Για την πληρέστερη παρουσίαση των αντιλήψεων της ομάδας, με παρεμβάσεις στην τρέχουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, εκδίδεται το Μαρξιστικό Δελτίο (1959-1967) που περιέχει και τη διαδρομή των σχισμάτων της 4ης Διεθνούς.


Το ΚΔΚΕ επηρεάζει ικανό αριθμό λογοτεχνών, κριτικών της λογοτεχνίας και δοκιμιογράφων που άμεσα ή έμμεσα εκφράζουν την αντίθεσή τους προς τη σοβιετική «γραφειοκρατία» και τους εγχώριους απολογητές της. Στους κύριους συνεργάτες του Μαρξιστικού Δελτίου και άλλων εντύπων της ευρύτερης Αριστεράς συγκαταλέγεται και ο M. Λαμπρίδης που πραγματεύεται σε δοκιμιακή μορφή επίκαιρα ζητήματα που του επιτρέπουν να αναχθεί σε φιλοσοφικές γενικεύσεις με έκδηλα μαρξιστικές αρχές, χωρίς τούτο να στομώνει την κριτική του διάθεση. Ετσι αποδοκιμάζει τον «φορμαλιστικό λογισμό», που καταγίνεται σε απλουστεύσεις για τις σχέσεις «υλικής βάσης» και «υπεροικοδομήματος», και εγγράφει την αισθητική λειτουργία στο «κοινωνικό πράττειν» (και δεν την εξαντλεί σε «παθητική «ιδεολογική» αναπαραγωγή» της πραγματικότητας) ως ιδιόνομη απόπειρα πραγμάτωσης των αισθητικών αξιών που παρουσιάζονται σε ορισμένες ιστορικές στιγμές με «διαταξικό χαρακτήρα», όταν δηλαδή ο «μηχανισμός του ταξικού διαφορισμού της συνείδησης» καθίσταται ανενεργός ως «αποφασιστικός συντελεστής» κατά τις ωδίνες της αισθητικής συγκίνησης. Ο Λαμπρίδης στο Μαρξιστικό Δελτίο δημοσίευσε, εκτός από κριτικές κινηματογράφου και βιβλίων, αξιοπρόσεκτα δοκίμια αισθητικού και κοινωνιολογικού προβληματισμού, στο επίκεντρο των οποίων τοποθετείται το θέμα της ιδεολογίας και η στοιχειοθέτηση της πρόβλεψης ότι η «κατάργηση της ταξικής κοινωνίας θα σημάνει και το τέλος των ιδεολογιών».


Την πορεία και τα σχίσματα του ΚΔΚΕ παρακολουθούν συσπειρώσεις λογοτεχνών μέσα από περιοδικά που διευθύνονται από τον Στ. Χατζημιχελάκη. Ο Νέος Νουμάς (1949) και ο Λογοτέχνης (1957) τηρούν μια διαλλακτική στάση «εισοδισμού» στους κόλπους της ευρύτερης αριστερής διανόησης, σπάνια προδίδουν τις αντιπολιτευτικές τους αφετηρίες και συχνά παρεμβαίνουν στην τρέχουσα ύλη της πολιτιστικής ζωής, όπως στις περιπτώσεις των ελληνικών ερεισμάτων που δημιουργούσαν τα κινήματα του περσοναλισμού και του υπαρξισμού. Ο Διανοούμενος (1962) ωστόσο εκδίδεται ως «όργανο του ελεύθερου «χωρίς γκέμια» εργατικού πνεύματος, της μαρξιστικής διανόησης και της αγωνιστικής προοδευτικής τέχνης» και επομένως με την πρόθεση να συγκρουσθεί τόσο με τη Νέα Εστία (που διαδίδει τα προϊόντα της «πλέον θλιβερής παρακμής») όσο και με την Επιθεώρηση Τέχνης που πορεύεται στον δρόμο του «μικροαστικού καθωσπρεπισμού, του συντηρητικού φιλελευθερισμού, της «συνυπαρξιακής» μανούβρας μιας πολύ φτηνής και ανόητης και δειλής ιντελλιγκέντσιας».


Κατά την ίδια περίοδο κυκλοφορούν οι Μαρτυρίες, διμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό που αποσκοπεί να ανασκευάσει τον «σταλινικό κονφορμισμό» που επιπολάζει στη θεωρία της τέχνης. Στην πρώτη φάση του δεσπόζει διακριτικά ο M. Λαμπρίδης, πότε μεταφράζοντας Lefebvre και Lucacs και πότε συνθέτοντας ενδιαφέροντα δοκίμια με αντικείμενο πτυχές της αισθητικής και πολιτικής φιλοσοφίας και με εννοιολογικό άξονα τη θέση ότι ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» συνιστά την επέμβαση του «σταλινισμού» στη σφαίρα της τέχνης. Με επίδικα πάντως θέματα τον «ερμητισμό» και τον «ανεικονισμό» των νεωτερικών της μορφών οι τακτικοί συνεργάτες του περιοδικού διαφοροποιούνται ως προς την ανάγκη ανατίμησης τούτων των στοιχείων και συναφώς ως προς την εκλέπτυνση των κριτηρίων αυτής της αναλυτικής διεργασίας.


Συμπερασματικά, ο Λαμπρίδης υπήρξε ο καυστικός ανατόμος, με μια ολοένα και πιο τεκμηριωμένη θεωρητική σκευή και με έναν τρόπο γραφής σαφή και περιεκτικό, των μορφών τέχνης και των σύστοιχων ιδεολογικών μορφών που κατά τη μεταπολεμική περίοδο ως τις μέρες μας έχουν κατακλύσει την εγχώρια και τη διεθνή σκηνή.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.