Την περασμένη Κυριακή, από την ίδια θέση, ο συνάδελφός μου καθηγητής κ. Θ. Λιανός συμπλήρωσε τις απόψεις του για το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα της Ελλάδος, παρακινούμενος από τα σχόλια και τις υποδείξεις των αναγνωστών του. Επειδή μεταξύ των τελευταίων περιλαμβάνομαι και εγώ, εκ των υστέρων σκέφθηκα ότι ήταν παράλειψή μου που δεν του έγραψα για να τον παρακινήσω να τοποθετηθεί και επί ενός θέματος το οποίο θα ήταν πολύ χρήσιμο να καλυφθεί. Αυτό έχει να κάνει με την περίοδο που έγινε το θαύμα και με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επέτρεψαν την πραγματοποίησή του. Ως εκ τούτου πιο κάτω παραθέτω τι θα του έγραφα σχετικά.


H χώρα μας από το 1950 ως το 1980 πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 6%. Ανά μικρότερες περιόδους οι ρυθμοί ήταν 6% από το 1951 στο 1966, 7,5% από το 1967 στο 1973, και 4,5% από το 1973 στο 1980. Με άλλα λόγια, ήμαστε τότε η τίγρις της Νοτιανατολικής Ευρώπης με αναπτυξιακές επιδόσεις παρόμοιες των γνωστών τίγρεων της Νοτιοανατολικής Ασίας σήμερα. Κατά το διάστημα αυτό, με ίδιους πόρους και με τη βοήθεια κυρίως: α) των εμβασμάτων από τους συμπατριώτες μας, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, β) των εμβασμάτων από την κραταιά εμπορική ναυτιλία, και γ) των ξένων επενδύσεων, μπήκαν τα θεμέλια του θαύματος. Κατασκευάσθηκαν οδικά δίκτυα, λιμάνια και αεροδρόμια, διαμορφώθηκαν δίκτυα ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεπικοινωνιών και ύδρευσης, και πήρε μπρος η αναπτυξιακή μηχανή με αιχμές τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Σχετικά αξίζει να αναφερθεί ότι το 1980 φθάσαμε να καλύπτουμε το 100% των εισαγωγών μας από αντίστοιχες εξαγωγές. Συνεπώς, αν θέλουμε να διδαχθούμε από αυτή την τριαντάχρονη εμπειρία, για το παρόν και για το μέλλον, ο μόνος τρόπος που υπάρχει είναι συμφωνήσουμε στους κύριους παράγοντες που έκαναν αυτό το οικονομικό θαύμα δυνατό.


Κατά την άποψή μου ο βασικός παράγων ήταν η συλλογική μας δέσμευση στις προτεραιότητες πρώτα ανάπτυξη και μετά διανομή. Στο πλαίσιο αυτό, με καθεστώς νομοθετικής σταθερότητας, με μέτρια φορολογία, με δημόσια διοίκηση η οποία ελεγχόταν αποτελεσματικά από την ιεραρχία, με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας να καλπάζει και με την ανεργία και τη μεγάλη φτώχεια να υποχωρούν, η χώρα μας κατάφερε να πλησιάσει τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, να σταματήσει την αιμορραγία της μετανάστευσης και το 1981 να γίνει πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


Αντιθέτως, το 1981 αλλάξαμε προτεραιότητες και βάλαμε την έμφαση πρώτα στη διανομή και μετά στην ανάπτυξη. Ισως να είχαμε κουραστεί από την παρατεταμένη αναπτυξιακή προσπάθεια και να χάσαμε την υπομονή μας. Ετσι αυτό που επακολούθησε μπορούσε και είχε έγκαιρα προβλεφθεί από μερικούς εξ ημών. Αναπτυξιακή στασιμότητα, δημοσιονομικά ελλείμματα, υπερχρέωση, διογκούμενη ανεργία, διεύρυνση των εισοδηματικών και περιφερειακών ανισοτήτων κτλ. Αλλά δυστυχώς κανένας δεν ήθελε να ακούσει και πολύ περισσότερο να προβληματισθεί με τις οικονομικές πολιτικές της απόκλισης που υιοθετήσαμε έκτοτε.


Συνεπώς, εν όψει αυτών των διαπιστώσεων και της αδήριτης ανάγκης για επάνοδο της χώρας στην αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι προφανές. Χρειάζεται να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη παρά στην αναδιανομή.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.