Πριν από δύο χρόνια «Το Βήμα» και άλλα έντυπα του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου παρουσίασαν στο κοινό τα αποτελέσματα μιας αξιολογήσεως που είχαμε επιχειρήσει των Τμημάτων Οικονομικής Επιστήμης και Διοίκησης Επιχειρήσεων στα AEI της χώρας. Αν και είχαμε προσαρμόσει με επιτυχία τις υποδείξεις της διεθνούς βιβλιογραφίας στις συνθήκες λειτουργίας των αξιολογούμενων τμημάτων, οι αντιδράσεις κατά του προσώπου μου και των μελών της ερευνητικής ομάδας ήταν σφοδρότατες. Και τι δεν ακούσαμε τότε για την πρωτοβουλία μας να αναλάβουμε τη συγκεκριμένη έρευνα, καθώς και για τις παραδοχές που είχαμε υιοθετήσει, κυρίως για να ελληνοποιήσουμε τη μεθοδολογία της αξιολογήσεως που έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Τώρα όμως που πληροφορήθηκαν ποιες ακριβώς είναι οι προθέσεις του υπουργείου Παιδείας επί του θέματος, πολλοί ενδιαφερόμενοι άρχισαν να αναφέρονται στην έκθεσή μας και να μας επαινούν για την επιστημονική αρτιότητα με την οποία είχαμε προσεγγίσει το αντικείμενο της έρευνας. Ετσι σήμερα, ύστερα από αρκετούς μήνες συζητήσεων και αντεγκλήσεων, όλα δείχνουν ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει πεισθεί για τη σημασία της αξιολογήσεως του πανεπιστημιακού έργου. Οπότε προκύπτει το ερώτημα αν οι προτάσεις του υπουργείου Παιδείας επιδέχονται βελτίωση και, αν ναι, προς ποια κατεύθυνση.


Σύμφωνα με το προσχέδιο νόμου, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα, η ευθύνη για τη διασφάλιση και την αξιολόγηση της ποιότητας στα AEI ανατίθεται σε μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Διασφάλισης και Αξιολόγησης της Ποιότητας (ΕΣΔΑΠ), η οποία προβλέπεται να λειτουργήσει κατά το πρότυπο αυτών που ήδη λειτουργούν στους τομείς π.χ. των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας και των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. H συγκεκριμένη επιλογή, μαζί με τις άλλες διοικητικές και οργανωτικές ρυθμίσεις που προτείνονται, βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση. Ιδιαίτερα γιατί ενσωματώνουν όλες τις εμπειρίες που συσσωρεύθηκαν την τελευταία δεκαετία αναφορικά με τις τεχνικές προϋποθέσεις με τις οποίες πρέπει να προικοδοτούνται οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές προκειμένου να επιτελέσουν με επιτυχία το έργο που επωμίζονται. Αλλά πέραν τούτου το προσχέδιο χαρακτηρίζεται από σημαντικές παραλείψεις και ατέλειες.


Μία από αυτές είναι ότι οι ρυθμίσεις που εισάγονται δεν περιορίζονται στη διαμόρφωση ενός γενικού πλαισίου αρχών, αλλά προχωρούν σε θέματα επιχειρησιακά τα οποία θα έπρεπε να αποφασισθούν από το ΕΣΔΑΠ μετά από ενδελεχή μελέτη της καταστάσεως που επικρατεί στα AEI. Για παράδειγμα, οι διατάξεις με τις οποίες επιβάλλονται συγκεκριμένες επιχειρησιακές υποχρεώσεις στα AEI θα μπορούσαν να λείπουν γιατί παραβιάζουν ευθέως την αυτοτέλειά τους, ενώ δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.


Μια άλλη ατέλεια βρίσκεται στην προσπάθεια των συντακτών του προσχεδίου να ρυθμίσουν την αξιολόγηση του διδακτικού έργου των μελών ΔΕΠ από τους φοιτητές. Στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου, το θέμα αυτό μας έχει απασχολήσει επανειλημμένα. Μέχρι σήμερα όμως δεν βρήκαμε έναν ασφαλή τρόπο για να προχωρήσουμε. Κατά συνέπεια, οι συντάκτες του προσχεδίου θα έπρεπε να περιοριστούν στην επιβολή της υποχρεώσεως αξιολογήσεως του διδακτικού έργου χωρίς να μπουν σε λεπτομέρειες.


Τέλος, αλλά καθόλου τελευταία, είναι η παράλειψη του προσχεδίου το οποίο δεν προβλέπει κάποιο μηχανισμό κινήτρων για τους αξιολογούμενους να βελτιώσουν την απόδοσή τους. Γι’ αυτό δεν θα εκπλαγώ αν ο νέος θεσμός αποδειχθεί αναποτελεσματικός.


Ο κ. Γεώργιος K. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.