Μια έκθεση στην Κουνστχάλε Σιρν της Φραγκφούρτης με τον τίτλο «Γκροτέσκο. 130 χρόνια Τέχνη της αναίδειας» αλλά και μια παράσταση στην ίδια πόλη με το μπαλέτο του Γουίλιαμ Φόρσαϊτ που είχε τον τίτλο «Decreation», υπογραμμίζουν από δύο διαφορετικές σκοπιές την επικαιρότητα μιας έννοιας με την οποία συνδιαλέγεται η ευρωπαϊκή τέχνη από τον Μεσαίωνα ως σήμερα. Στην έκθεση, η αισθητική εμπειρία του γκροτέσκο, συνδεδεμένη βασικά με τον γερμανόφωνο χώρο, αφορά έναν κόσμο της εικαστικής και λογοτεχνικής έκφρασης που έχει ως αφετηρία ζωγράφους όπως ο Ελβετός Αρνολντ Μπέκλιν, από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και που περνάει από τους Νταντά για να καταλήξει σε φωτογράφους, περφόρμερ και γλύπτες μετά τη δεκαετία του 1960.


Για τον διάσημο χορογράφο Γουίλιαμ Φορσάιτ και τους χορευτές του που παραβιάζουν τη λογική του αρμονικού σώματος τόσο έντονα ώστε κάθε μέλος του να λειτουργεί επί σκηνής αυτόνομα και να εκφράζει τον κατακερματισμό, την αποδόμηση, τη μετάπλαση ή τον μετασχηματισμό του κάτω από την επήρεια των μίντια και της αποξένωσης, η «Decreation» δεν αποτελεί παρά μιαν επιπλέον εκδοχή του γκροτέσκο στον σύγχρονο χορό: Μια παραλλαγή εκείνου του χορευτικού σώματος γύρω από το οποίο συναντώνται παλαιότερα και σημερινά χορευτικά οράματα, η δουλειά λόγου χάριν της Πίνα Μπάους αλλά και πιο πρόσφατες αναζητήσεις όπως αυτές της Μεγκ Στιούαρτ και του Ξαβιέ Λε Ρουά.


Λίγες έννοιες εμφανίζουν την ευρύτητα, την πολυσημία αλλά και τη δυναμική της έννοιας γκροτέσκο. Με τη λέξη αυτή συνδέθηκαν η παραποίηση των φυσικών διαστάσεων, η παραμόρφωση και η γελοιογράφηση. Το φανταστικό και το ανοίκειο. Ο συνδυασμός ετερόκλητων στοιχείων και η τεχνική του κολάζ. H πρόκληση και η αναίδεια. Στο θέατρο εξάλλου το γκροτέσκο χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κωμικούς τρόπους που εμπεριέχουν το χονδροκομμένο και το τερατώδες, το γελοίο και το ανησυχαστικό, το ατελές και το αλλοιωμένο ή φθαρμένο. Με άλλα λόγια, φόρμες που προκαλούν αμηχανία ενώ υπηρετούν μιαν αισθητική της ασχήμιας και του διφορούμενου.


Γκροτέσκο είναι το στυλ του γερμανού σκηνοθέτη Φρανκ Κάστορφ όταν στη Φολσκμπύνε του Βερολίνου οδηγεί τους ηθοποιούς του σε βίαια νεοεξπρεσιονιστικά σχήματα, καρικατούρες και ακραίες εκφράσεις, με σκοπό να υπονομεύσει τους χαρακτήρες και τις δραματουργίες, να ασκήσει κοινωνική κριτική, να προκαλέσει το κοινό. Το γκροτέσκο κυριαρχεί τόσο στο σωματικό θέατρο του Ιταλού Ρομέο Καστελούτσι καθώς οι αλλόκοτες φυσιογνωμίες και τα παραμορφωμένα σώματα υπηρετούν το εξωπραγματικό, τον τρόμο, το βλάσφημο, όσο και στα θεάματα του Γιαν Φαμπρ με χορευτές και περφόρμερ που εκθέτουν τον εαυτό τους σε σκληρές δοκιμασίες επικαλούμενοι το οργιαστικό και το χαοτικό, το ζωώδες και την αγριότητα. Ενα γκροτέσκο περιβάλλον συγκροτούσαν οι κούκλες, τα αντικείμενα και οι αχρονικές μαυρόασπρες υπάρξεις του Πολωνού Ταντέους Κάντορ. Ακόμη και στις παραστάσεις του Αμερικανού Ρόμπερτ Γουίλσον, που φημίζονται για την έκπαγλη ομορφιά των εικόνων τους, για τη στιλπνότητα των χρωμάτων και την αίσθηση ντιζάιν που πολλές φορές αποπνέουν, το γκροτέσκο είναι αυτό που ως στοιχείο διατάραξης της αρμονίας επιτρέπει στο ωραίο να θριαμβεύσει χωρίς να εκπέσει σε ένα αφόρητο κιτς.


Μπορεί σήμερα το γκροτέσκο να εντοπίζεται παντού και να εισάγεται συστηματικά στον λόγο για τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, το θέατρο, όμως διαφορετικά από την κατηγορία του φανταστικού δεν συνοδεύεται από μια θεωρία με γενικότερο κύρος. Παρ’ όλο που διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις είχαν αναπτυχθεί για να συνδέσουν το γκροτέσκο με τον μανιερισμό, με τη νεωτερικότητα, με εποχές και αισθητικές οι οποίες συνοδεύονται από έναν κλονισμό του εδάφους, από τη μεταβατικότητα και την απόρριψη κλασικών προτύπων.


Ο Μεσαίωνας με τους ακέφαλους, τα ημι-ζωώδη πλάσματα που δεν έχουν «γνώση του Θεού» και τις χυδαίες φιγούρες που απεικονίζονταν στα περιθώρια αγίων παραστάσεων ή συνόδευαν βιβλικές εικόνες, θεωρήθηκε ένα θησαυροφυλάκιο των γκροτέσκων μορφών. Μολονότι ο όρος grottesco ήταν άγνωστος εκείνη την περίοδο. H Αναγέννηση ως προς το γκροτέσκο είχε για πρωτοπόρους της τον Ντύρερ και βεβαίως τον Λεονάρντο, που όχι μόνο μελετούσε στις φυσιογνωμικές σπουδές του την πρόσμειξη χαρακτηριστικών με απόκλιση από τον κανόνα αλλά και, υποστηρίζοντας ότι η τέλεια μορφή βρίσκεται κρυμμένη στη χαοτική, αναζητούσε σε υγρούς τοίχους, μέσα από τους περίεργους σχηματισμούς των φθαρμένων χρωμάτων, τις φόρμες καθώς αυτές γεννιόνται από το χάος.


Οι σύγχρονοι πολιτισμοί της Ευρώπης με τον προβληματισμό τους γύρω από την ύλη και το άμορφο, με τις διάφορες αισθητικές χειρονομίες εναντίον του υψηλού περιεχομένου και της τέλειας φόρμας, ευνοούν το γκροτέσκο. H επικαιρότητά του όμως δεν είναι μόνο υπόθεση της Τέχνης, με το γκροτέσκο στην περφόρμανς και στο χορό, στα εικαστικά περιβάλλοντα ή στα κείμενα. Είναι και στυλιστική τάση στους τρόπους έκφρασης των κοινωνικών ομάδων, με το γκροτέσκο παρόν στις κουλτούρες της καθημερινής ζωής. Το γκροτέσκο είναι η παρουσία του ανήσυχου την ώρα που τα υβριδικά πλάσματα μεσουρανούν στο μεταίχμιο των γνωστών κόσμων με τους κόσμους του άγνωστου και της βιοτεχνολογίας. Εν όψει ανεξέλεγκτων δυνατοτήτων.