H έννοια του «πολιτικώς ορθού» (politically correct) γεννήθηκε στην Αμερική, ως γνωστόν, πριν από είκοσι περίπου χρόνια και έχει να κάνει κυρίως με τη χρήση της γλώσσας. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί κανείς σε «πολιτικώς ορθή» γλώσσα δεν προσβάλλουν τις ευαισθησίες ορισμένων ομάδων, αρκεί να έχουν τη δυνατότητα αυτοπροσδιοριστικής επιβεβαίωσης από τη μια μεριά και να είναι πολιτικά αποδεκτές από την άλλη. Ετσι, άξιες σεβασμού των ευαισθησιών τους είναι οι ομάδες που απαρτίζονται από γυναίκες, μαύρους ή ομοφυλόφιλους ενώ δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τις ευαισθησίες άλλων ομάδων, που δεν τυγχάνουν της έγκρισης της «προοδευτικής» διανόησης, η οποία και ορίζει τις νόρμες του πολιτικώς ορθού.


Εχει επικρατήσει, με αυτόν τον τρόπο, μια περίεργη πολιτική ορθοδοξία που επιβλήθηκε από μια πλειάδα αυτόκλητων θεματοφυλάκων της προόδου και της ηθικής, οι οποίοι έχουν ένα υποτιθέμενο χρίσμα ορθής και φωτισμένης σκέψης πάνω σε όλα τα θέματα που αναφέρονται στον σύγχρονο βίο. Και αποτελεί παράδοξο το φαινόμενο αυτό μέσα σε μια κοινωνία που είναι ταυτόχρονα δυναμική και πολυπολιτισμική.


H «πολιτική ορθότητα» όμως δεν αρκείται στις γλωσσικές εκφράσεις. Απαιτεί – και συχνά επιβάλλει – συγκεκριμένη ανάληψη δράσης εκ μέρους της πολιτείας. Ολη η νομοθεσία υπέρ της πριμοδότησης μελών ορισμένων μειονοτήτων που γίνονται δεκτά σε συγκεκριμένες ποσοστώσεις (affirmative action) συνδέεται με την ιδέα της πολιτικής ορθότητας και τη δυνατότητα της «φωτισμένης πλειάδας», η οποία έχει μεγάλη επιρροή στα κέντρα λήψης πολιτικών αποφάσεων.


Παρ’ όλα αυτά, στην Αμερική δεν επικρατεί απόλυτα η ορθοδοξία της «πολιτικής ορθότητας». Διαφοροποιούνται διάφορες ομάδες, προσωπικότητες και κέντρα διαμόρφωσης κοινής γνώμης. Το αντίθετο συμβαίνει στη χώρα μας, όπου το «πολιτικώς ορθό» είναι συμπαγώς αποδεκτό. Θέματα που από την ίδια τους τη φύση είναι συζητήσιμα παρουσιάζονται από δημοσιογράφους, διανοούμενους και άλλους διαμορφωτές κοινής γνώμης ωσάν να ίσχυε μια «προδήλως» ορθή ιδέα πάνω σε αυτά. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να τις κωδικοποιήσει χρησιμοποιώντας ένα απλό σχήμα θετικής/ αρνητικής σήμανσης για το καθένα από αυτά. Θεωρείται αναντίρρητα ορθή η ιδέα σύμφωνα με την οποία έχουμε ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω στα Ελγίνεια μάρμαρα και στο όνομα «Μακεδονία». Θεωρείται επίσης αυτονόητα ορθή η αρχή της υποστήριξης παντού και πάντα του «κοινωνικού περιθωρίου», καθώς και η δημιουργία νέων θέσεων στο ελληνικό Δημόσιο. Από την άλλη μεριά, η ορθοδοξία της πολιτικής ορθότητας δεν ανέχεται εξαιρέσεις, αποχρώσεις ή «γκρίζες ζώνες» ως προς την αρνητική θέση που πρέπει να έχει κανείς όσον αφορά ορισμένες ατομικές ή συλλογικές οντότητες, όπως ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, οι ΗΠΑ (γενικώς και συλλήβδην), καθώς και η επάρατη παγκοσμιοποίηση.


Το σημαντικό σε αυτό το σχήμα δεν είναι ο μανιχαϊκός του χαρακτήρας (καλό – κακό, άσπρο – μαύρο). Το σημαντικό είναι η συμπαγής στάση των πάντων πάνω στις «πολιτικά ορθές/ λανθασμένες» θέσεις πάνω σε τέτοια θέματα. Και φυσικά αυτή η φαινομενική ομοφωνία δεν σχηματίζεται αυθόρμητα, αλλά επιβάλλεται ως δήθεν οικουμενικά και αντικειμενικά αποδεκτή. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αντιαμερικανική ρητορεία συμμετέχουν όλες οι πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα, από την άκρα Αριστερά ως την άκρα Δεξιά. Και είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η συνείδηση του «πολιτικώς ορθού» είναι τόσο βαθιά χαραγμένη ώστε να μην υπάρχουν αποκλίσεις – σε σημείο απίστευτα ολοκληρωτικό.


Αναρωτιέται κανείς αν δεν υπάρχει έστω και ένας Ελληνας επώνυμος που να αμφιβάλλει αν η Βρετανία οφείλει να επιστρέψει παραχρήμα τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Διότι στη Βρετανία υπάρχουν πολλοί που συντάσσονται με αυτήν την «αντιπατριωτική» γι’ αυτούς άποψη. Αυτό συμβαίνει όχι διότι η δική μας θέση είναι «αντικειμενικά» ορθή – και παρασύρει, ως εκ τούτου, πολλούς από την άλλη πλευρά. Συμβαίνει διότι υπάρχουν και κοινωνίες που δεν υφίστανται την τυραννία της πολιτικής ορθότητας.


Με γνώμονα την τελευταία, υπερφαλαγγίζεται η επίσημη πολιτική της χώρας μας αλλά και οι ισχύοντες νόμοι, όπως γίνεται με τις καταλήψεις, εφόσον οι καταληψίες δρόμων, πανεπιστημίων, δημοσίων κτιρίων υποτίθεται ότι εκφράζουν μια ανώτερη νομιμότητα που απορρέει από την «προφανή» ορθότητα της ιδέας που την εμπνέει.


H «πολιτική ορθότητα» λειτουργεί παραμορφωτικά και στις δημοσκοπήσεις. Αν έχει κάποιος μια εδραιωμένη πεποίθηση για τη θανατική ποινή, τη μοναρχία ή την οικολογία, έχει απόλυτη επίγνωση για το αν εντάσσεται στον κωδικοποιημένο πλέον ως «ορθό» ή «λανθασμένο» πολιτικό λόγο και δίνει την «κατάλληλη» και συχνά ανειλικρινή απόκριση. H «πολιτική ορθότητα» επιβάλλεται, με άλλα λόγια, ως κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή ως εκείνο ακριβώς που οι γκουρού της «προοδευτικής» διανόησης αποκήρυξαν στους ηρωικούς καιρούς όπου ενεργούσαν ως «παρά γνώμην κινδυνευταί», για να θυμηθούμε και τον Θουκυδίδη. Αλλά, τοιούτοι έπρεπον ημίν αρχιερείς;


Ο κ. Δ. Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.