Το Campus Watch (Παρατηρητήριο για τα Πανεπιστήμια) είναι ένας διαδικτυακός κόμβος που ξεκίνησε τη λειτουργία του πριν από περίπου έναν χρόνο. Αποτελεί σκέλος των δραστηριοτήτων του Middle East Forum (Φόρουμ για τη Μέση Ανατολή). Το Φόρουμ τελεί υπό τη διεύθυνση του David Pipes (Ντέιβιντ Πάιπς), ιστορικού που ειδικεύεται στη Μέση Ανατολή και είναι γνωστός στις ΗΠΑ για την εκτενή εργογραφία αλλά και την αρθρογραφία του στον Τύπο. Το Campus Watch έχει στόχο την παρακολούθηση των τεκταινομένων στα αμερικανικά πανεπιστήμια, κυρίως στο πεδίο των μεσανατολικών σπουδών, προκειμένου να ελέγχει τη «συσχέτιση της επιστήμης με την πολιτική» και να συμβάλλει στην αποφυγή του «αποπροσανατολισμού των φοιτητών».


* Αντίδραση στις διαδηλώσεις


Το Campus Watch εμφανίστηκε δυναμικά στο προσκήνιο τις τελευταίες εβδομάδες, όταν ανέλαβε να καταγγείλει τις αντιπολεμικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια. Κύριο στόχο του αποτέλεσε το Πανεπιστήμιο Κoλούμπια της Νέας Υόρκης. Σε μια μαζική αντιπολεμική εκδήλωση πολλοί διδάσκοντες άσκησαν κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης Μπους τόσο στο Ιράκ όσο και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή. Ενας από αυτούς, ο Nicolas Da Genova (Νίκολας Ντα Τζένοβα), καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, φέρεται να υποστήριξε ότι η πολιτική των ΗΠΑ είναι ιμπεριαλιστική και ότι εύχεται να «επαναληφθούν χίλια Μογκαντίσου» (σ.σ.: στο Μογκαντίσου της Σομαλίας 18 αμερικανοί στρατιώτες βρήκαν φρικτό θάνατο το 1993 σε πυρκαϊά που αποδίδεται σε τρομοκρατική ενέργεια). H δήλωση του καθηγητή επικρίθηκε για τη δριμύτητά της αλλά και οι αντιδράσεις ήταν εξίσου δριμείες. Με κοινή επιστολή τους 103 γερουσιαστές προσέφυγαν στον πρόεδρο του Κολούμπια και ζήτησαν την απομάκρυνσή του. Ο πρόεδρος αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι δεν συμφωνεί με τη δήλωση του καθηγητή αλλά είναι υποχρεωμένος να σεβαστεί την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ανεξαρτησία του πανεπιστημίου.


Για το Campus Watch όμως το ζήτημα δεν έληξε. Σε σειρά άρθρων τους ο Ντέιβιντ Πάιπς και ο συνεργάτης του Jonathan Harris (Τζόναθαν Χάρις) δεν περιορίστηκαν στο επεισόδιο αλλά υποστήριξαν ότι ολόκληρο το Πανεπιστήμιο Κολούμπια καθώς και άλλα πανεπιστήμια προωθούν στα προγράμματά τους θέσεις ανάλογες με του Ντα Τζένοβα και ότι έχουν νομιμοποιήσει τον λόγο της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αντιστρατεύεται την επίσημη αμερικανική πολιτική συμπορευόμενη συχνά με τους φανατικούς του Ισλάμ. Ειδικά για το Κολούμπια το πρόβλημα έγκειται στη διδασκαλία αλλά και στην αναγνώριση που το πανεπιστήμιο παρέχει σε καθηγητές όπως ο Edward Said (Εντουαρντ Σαΐντ), ο Rashid Khalidi (Ρασίντ Χαλίντι) και ο George Saliba (Τζορτζ Σαλίμπα). Ειδικά ο πρώτος παρουσιάζεται να έχει δηλητηριάσει το πεδίο των μεσανατολικών σπουδών με τις θεωρίες του, τις αριστερές ιδέες του και την προβολή του παλαιστινιακού ζητήματος.


* H πρόταση Μπους


Οι καταγγελίες του Campus Watch μάλλον βρήκαν πρόσφορο έδαφος γιατί ο πρόεδρος Μπους πρότεινε πριν από δύο εβδομάδες τον Ντέιβιντ Πάιπς για την κατάληψη της θέσης του μέλους του διοικητικού συμβουλίου του Peace Institute (Ινστιτούτου για την Ειρήνη), ενός κυβερνητικού οργανισμού που ειδικεύεται στη μελέτη των στρατιωτικών εμπλοκών των ΗΠΑ και στην επεξεργασία προτάσεων για την ανάπτυξη της αμερικανικής πολιτικής. Αυτή η πρόταση προκάλεσε τις αντιδράσεις ορισμένων μουσουλμανικών οργανώσεων που κατήγγειλαν τον Πάιπς ως έναν από τους γνωστότερους «ισλαμόφοβους» στην Αμερική και ισχυρίστηκαν ότι η σκλήρυνση των πολιτικών απέναντι στις μουσουλμανικές κοινότητες μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 θα ενισχυθεί με την παρουσία του στο εν λόγω Ινστιτούτο. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Πάιπς ισχυρίστηκε ότι αντιστρατεύεται μόνο τους φανατικούς του Ισλάμ και όχι όλους τους μουσουλμάνους. Οταν ρωτήθηκε όμως αν θα συνέκρινε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό με αντίστοιχα φαινόμενα σε άλλες θρησκείες, επέμεινε ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση και ότι τα ισλαμικά κινήματα προσιδιάζουν αποκλειστικά προς «τους κομμουνιστές και τους φασίστες».


Κατόπιν αυτού ορισμένες χριστιανικές οργανώσεις αποφάσισαν να προχωρήσουν δυναμικότερα στην καταγγελία του γενικώς «καταχθόνιου Ισλάμ». Σύμφωνα με τα έντυπα του Agape Press (Τύπος της Αγάπης), του μεγαλύτερου επικοινωνιακού φορέα των χριστιανικών οργανώσεων των ΗΠΑ, οι αντιπολεμικές εκδηλώσεις στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και αλλού υπονομεύουν τον γνήσιο αμερικανικό πατριωτισμό, ενώ δεν λείπουν οι αναφορές στον «δόλιο χαρακτήρα του Ισλάμ». Οι μεγαλύτερες από αυτές τις οργανώσεις, όπως το Samaritan’s Purse (Κονδύλι του Σαμαρείτη) του αιδεσιμότατου Franklin Graham (Φράγκλιν Γκράχαμ), η Southern Baptist Convention (Σύναξη των Βαπτιστών του Νότου) και η American Life League (Αμερικανικός Σύνδεσμος για τη Ζωή), οργανώνουν ήδη αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας προς το Ιράκ. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, το «απελευθερωμένο» πλέον Ιράκ μπορεί να ελπίζει και στη σωτηρία της ψυχής μέσω της μεταστροφής στον χριστιανισμό, αφού το Ισλάμ έχει οδηγήσει τους πιστούς του στη «φτώχεια και στην ανέχεια». Σε πρόσφατες ερωτήσεις δημοσιογράφων ο Λευκός Οίκος απάντησε ότι δεν αναμειγνύεται στις δραστηριότητες των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Ως εκ τούτου, ο αιδεσιμότατος Γκράχαμ έχει ήδη οργανώσει αποστολή η οποία ετοιμάζεται να μεταβεί στη Βαγδάτη μεταφέροντας επιδέσμους και αντίτυπα της Βίβλου.


H φοβία αλλά και οι διώξεις των μουσουλμανικών κοινοτήτων, η έντονη κριτική που αναπτύσσεται κατά διανοουμένων, πανεπιστημιακών και ακαδημαϊκών προγραμμάτων (κυρίως ιστορίας, λογοτεχνίας, κοινωνικής ανθρωπολογίας και πολιτισμικών σπουδών), ο έλεγχος συλλογικών φορέων και πολιτικών οργανώσεων, η αστυνόμευση και η δυσφήμηση του αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ αποτελούν συνιστώσες μιας διαδικασίας που εντάθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Ιράκ. Πρόκειται για την ανάπτυξη ενός νεοσυντηρητικού πολιτικού λόγου που αξιοποιεί κυρίως τις τραυματικές μνήμες της τρομοκρατικής επίθεσης στους δίδυμους πύργους και στο Πεντάγωνο προκειμένου να ελαχιστοποιήσει την κριτική προς τις κυβερνητικές στρατηγικές και να ελέγξει τη διαμόρφωση της αμερικανικής κοινής γνώμης.


* H προοπτική του κινήματος


Ο αμερικανικός νεοσυντηρητισμός έχει πολλές εκφάνσεις, αρθρώνει διαφορετικής ποιότητας επιχειρήματα και απευθύνεται σε διαφορετικά ακροατήρια. Σε ό,τι αφορά τα πιο μορφωμένα στρώματα, τα πυρά στρέφονται με μεγαλύτερη έμφαση κατά διανοητικών και κοινωνικοπολιτισμικών εγχειρημάτων που εισηγήθηκαν τον πλουραλισμό και την αναγνώριση της πολυμορφίας της αμερικανικής κοινωνίας. Σε ό,τι αφορά τα στρώματα με χαμηλότερο μορφωτικό και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, η στροφή εντοπίζεται κυρίως στην ενίσχυση και επανενεργοποίηση φορέων όπως οι συντηρητικές χριστιανικές οργανώσεις που ανασυνθέτουν το αίτημα της ενότητας της αμερικανικής κοινωνίας στη βάση αξιών όπως η θρησκεία, το κίνημα κατά των εκτρώσεων ή ένας μάλλον αμφιλεγόμενος πατριωτισμός.


H εγρήγορση αλλά και η επιμονή με την οποία αντιμετωπίστηκε το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ καταδεικνύουν αφενός την αποφασιστικότητα του νεοσυντηρητισμού και αφετέρου την έντονη δυναμική που αυτό το κίνημα ανέπτυξε μέσα στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα ήταν βέβαια υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι πρόκειται για ένα πολιτικό εγχείρημα που διαθέτει βραχυπρόθεσμα τη δυνατότητα ανατροπής της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Καθιστά όμως εμφανή τη συνειδητοποίηση και ενεργοποίηση περιορισμένων ίσως αλλά ενεργητικών τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που παρουσιάζει βαθιές κοινωνικές και ταξικές ανισότητες και συγκροτείται από διαφορετικά μεταναστευτικά στρώματα, εθνοτικές και φυλετικές ομάδες, δι-εθνικές κοινότητες που διεκδικούν την πολιτική τους εκπροσώπηση. H προοπτική του αντιπολεμικού κινήματος τόσο στον ακαδημαϊκό όσο και στους κοινωνικούς χώρους δεν εξαντλείται στην περίπτωση του Ιράκ. H διάρκειά του όμως εξαρτάται εν μέρει και από την ενίσχυσή του από αντίστοιχες κινήσεις έξω από τις ΗΠΑ. Δεν μπορεί να υπάρχει ρήγμα μεταξύ όσων αντιστέκονται στις λογικές της βίας. Το αμερικανικό αντιπολεμικό κίνημα αποτελεί άλλωστε οργανικό κομμάτι μιας παγκόσμιας αντίδρασης και δείγμα των νέων, παγκοσμιοποιούμενων συλλογικοτήτων της εποχής μας. Αν το σύνθημα «φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι» ανακλά τις ιστορικά ερμηνεύσιμες και κατανοητές διαστάσεις του ελληνικού αντιαμερικανισμού, η συμπόρευση με τις αντιρρητικές φωνές της «άλλης» Αμερικής είναι η μοναδική απάντηση στους νέους σταυροφόρους.


H κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.