Το ιστορικό γίγνεσθαι, ιδίως αν το δει κανείς μέσα από μια μακρόπνοη οπτική, δημιουργεί συχνά παράδοξα αποτελέσματα. Αυτό που οι γάλλοι ιστορικοί αποκαλούν la ruse de l’histoire (η πονηριά της ιστορίας) μας φέρνει αδιάκοπα αντιμέτωπους με καταστάσεις και εξελίξεις που μας ξαφνιάζουν επειδή φέρνουν τα πάνω κάτω, μετατρέποντας τους εχθρούς σε φίλους, τους καλούς σε κακούς, τους πολιτισμένους σε βάρβαρους, τα θύματα σε θύτες. Αυτή η απρόσμενη, ανατρεπτική και συγχρόνως πονηρή/ειρωνική όψη της ιστορίας μάς δείχνει πόσο λανθασμένη είναι η ουσιοκρατική και συγχρόνως γραμμική αντίληψη περί λαών και εθνικοτήτων: η αντίληψη ότι ένας συγκεκριμένος λαός είναι εγγενώς καλός ή κακός, ηθικός ή ανήθικος, ηρωικός ή ποταπός. (Αυτή την ουσιοκρατική αντίληψη τη βλέπουμε στον τόπο μας στον τυφλό αντιαμερικανισμό της άκρας Αριστεράς καθώς και στον φανατικό αντισημιτισμό και ρατσισμό της άκρας Δεξιάς.)


Το παράδοξο, το ειρωνικό/πονηρό της ιστορίας φαίνεται ξεκάθαρα αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας στους πρωταγωνιστές της σημερινής κρίσης: τους Αμερικανούς, τους Γερμανούς και τους Εβραίους. Κοιτώντας τις ιστορικές εξελίξεις από τον A´ Παγκόσμιο Πόλεμο ως σήμερα βλέπουμε και στις τρεις περιπτώσεις μια ριζική αντιστροφή ρόλων, βλέπουμε τους «καλούς» να γίνονται «κακοί» και τανάπαλιν.


* Ο ρόλος των ΗΠΑ


Ας ξεκινήσουμε από τους Αμερικανούς. Στον A´ αλλά και στον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αμερικανικές ηγεσίες έπαιξαν έναν σχετικά χειραφετικό ρόλο: βοήθησαν στην πάταξη του γερμανικού ολοκληρωτισμού, που, αν κυριαρχούσε, θα οδηγούσε τον κόσμο σε μια βαρβαρότητα πολύ χειρότερη από αυτήν του σημερινού αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Επιπλέον, η αντίθεση των ΗΠΑ στον γερμανικό επεκτατισμό/μιλιταρισμό δεν τις εμπόδισε να ασκήσουν μια εποικοδομητική κριτική στους ευρωπαίους συμμάχους τους. Στον A´ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Γούντροου Ουίλσον όχι μόνο βοήθησε στη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά ήταν αντίθετος στη μυωπική στρατηγική του Κλεμανσό και του Λόιντ Τζορτζ, που τελικά επέβαλαν άκρως δυσβάστακτους όρους στην ηττημένη Γερμανία, όρους που οδήγησαν στην άνοδο του ναζισμού και στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οσο για τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρόεδρος Ρούζβελτ μετά το τέλος των εχθροπραξιών κατόρθωσε να επιβάλει μια πολιτική ουσιαστικής οικονομικής βοήθειας όχι μόνο έναντι των συμμάχων, αλλά και έναντι της ηττημένης Γερμανίας και Ιαπωνίας – με αποτέλεσμα τη μεταπολεμική θεσμοποίηση δημοκρατικών θεσμών στις δύο αυτές χώρες. Επιπλέον είναι καλό να μην ξεχνάμε ότι και ο Ουίλσον και ο Ρούζβελτ ήταν ενάντιοι στην αποικιοκρατική στρατηγική των Ευρωπαίων, βοηθώντας έτσι, ιδίως μετά το φιάσκο του Σουέζ, στη ραγδαία έκλειψη του αποικιοκρατικού φαινομένου.


Για να εξηγήσουμε βέβαια αυτόν τον χειραφετικό ρόλο των ΗΠΑ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όχι μόνο το «πεφωτισμένο» ποιόν των τότε αμερικανικών ηγεσιών, αλλά και μια σειρά αντικειμενικές καταστάσεις και συμφέροντα: π.χ., τα τεράστια οικονομικά οφέλη που οι Αμερικανοί απεκόμισαν από τις δύο παγκόσμιες συρράξεις, το ότι ως τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η Βρετανία και όχι οι ΗΠΑ η ηγεμονεύουσα δύναμη κτλ. Με άλλα λόγια, ήταν ο συνδυασμός «αντικειμενικών» δομικών συνθηκών με πολιτικές συγκυρίες που έφερε στο προσκήνιο ηγεσίες οι οποίες έβλεπαν τα μακρόπνοα παρά τα βραχυχρόνια συμφέροντα των λαών τους, που εξηγεί τον προοδευτικό χειραφετικό ρόλο των Αμερικανών στον Μεσοπόλεμο, καθώς και στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο.


Μετά την πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας όμως τα πράγματα αλλάζουν. Με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το «αντίπαλον δέος» εξαφανίζεται και το ψυχροπολεμικό διπολικό σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης δίνει τη θέση του σε ένα μονοπολικό σύστημα· ένα σύστημα όπου η συντριπτική τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ οδηγεί στην εδραίωση της Pax Americana. Αυτή η αλλαγή στις αντικειμενικές/δομικές συνθήκες θα μπορούσε να οδηγήσει, αν υπήρχε ένας νέος Ρούζβελτ, σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση χειραφετικού χαρακτήρα: δηλαδή σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση βασισμένη στο διεθνές δίκαιο, στην επίλυση του Παλαιστινιακού (και της τρομοκρατίας με την οποία είναι άμεσα συνδεδεμένο), στην ουσιαστική καταπολέμηση των περιβαλλοντικών κινδύνων και στον εξανθρωπισμό του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος (μέσω της άμβλυνσης των ανισοτήτων, της εξάλειψης της απόλυτης φτώχειας κ.ά.). Με άλλα λόγια, μια πεφωτισμένη αμερικανική ηγεσία σήμερα, δηλαδή μια ηγεσία που θα ήθελε να προωθήσει όχι τα βραχυχρόνια αλλά τα μακρόπνοα συμφέροντα του αμερικανικού λαού, θα μπορούσε να κάνει σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό που οι δυτικοευρωπαϊκές ηγεσίες κατόρθωσαν να κάνουν στο επίπεδο του κράτους-έθνους τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες: να περάσουν από τον βάρβαρο καπιταλισμό σε μια οικονομία της αγοράς όπου η λογική του κέρδους δεν υπέσκαπτε τη λογική της ουσιαστικής δημοκρατίας στον πολιτικό χώρο, τη λογική της αλληλεγγύης στον κοινωνικό και τη λογική της ανοχής και του σεβασμού της «αλλότητας» στον πολιτισμικό χώρο.


Δυστυχώς όμως στις ΗΠΑ σήμερα η πολιτική συγκυρία έφερε στα πράγματα μια πολιτική ηγεσία που συνδυάζοντας τον φονταμενταλισμό της αγοράς με αυτόν της Βίβλου έχει μια τελείως στενή, στρουθοκαμηλική θεώρηση των αμερικανικών συμφερόντων. Ακολουθώντας μια realpolitik που λειτουργούσε μεν τον 19ο αιώνα αλλά δεν λειτουργεί πια σήμερα, προσπαθούν να μεταφράσουν τη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή τους σε άμεση πολιτική κυριαρχία του κόσμου. Ετσι υποβαθμίζουν τον ΟΗΕ, αντιτίθενται στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, διαιρούν τον κόσμο σε εχθρούς και φίλους, και στο όνομα ενός στενόμυαλου πατριωτικού σοβινισμού οδηγούν την ανθρωπότητα σε νέα επίπεδα κοινωνικής και πολιτισμικής βαρβαρότητας.


Είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός μακροδομικών αλλαγών (π.χ., η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) και πιο συγκυριακών εξελίξεων (π.χ., η άνοδος στην εξουσία μιας μικρής ομάδας φανατικών νεοσυντηρητικών) που εξηγεί την αντιστροφή ρόλων: το πέρασμα από το προοδευτικό στο αντιδραστικό, από το πολιτισμένο στο βάρβαρο.


* H περίπτωση της Γερμανίας


Και εδώ βλέπουμε μια αντιστροφή ρόλων, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο γερμανικός αυταρχισμός, εν μέρει τουλάχιστον, είχε τις ρίζες του στον πρωσικό μιλιταρισμό και στον κεντρικό ρόλο που έπαιξε η «Σπάρτη του Βορρά» στην ενοποίηση της χώρας. Τον 19ο αιώνα η Γερμανία, στην προσπάθειά της να κυριαρχήσει στον ευρωπαϊκό και στον παγκόσμιο χώρο, αιματοκύλισε δύο φορές την Ευρώπη και οδήγησε στο πιο αποτρόπαιο έγκλημα της νεωτερικότητας, στη συστηματική εξολόθρευση εκατομμυρίων αθώων Εβραίων. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν η χώρα του Γκαίτε και του Μπετόβεν να φτάσει σε τέτοια βάθη βαρβαρότητας, πώς είναι δυνατόν πεπαιδευμένοι αξιωματικοί να λειτουργούν τα κρεματόρια το πρωί και να απολαμβάνουν κλασική μουσική το βράδυ. H απάντηση δεν είναι απλή, αλλά μερικά στοιχεία είναι προφανή. Αντικειμενικές δομικές συνθήκες (π.χ. η συντριπτική ήττα της χώρας στον A´ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι σκληρές κυρώσεις που οι αγγλογάλλοι νικητές επέβαλαν, η έλλειψη συνεργασίας στη μεσοπολεμική Γερμανία μεταξύ της Αριστεράς και των προοδευτικών «αστικών» κομμάτων) σε συνδυασμό με την άνοδο στην εξουσία μιας παρανοϊκής, ρατσιστικής ηγεσίας δημιούργησαν ένα πλαίσιο τρόμου· έναν δημόσιο χώρο όπου η βαρβαρότητα κατατρόπωσε τον πολιτισμό και όπου στο επίπεδο της καθημερινότητας ακόμη και πολιτισμένοι άνθρωποι δεν ήθελαν να ξέρουν τι συμβαίνει γύρω τους ή, κατά τη γνώμη μερικών ιστορικών, και βοήθησαν εκούσια στην καταδίωξη, αν όχι στη φυσική εξόντωση, των Εβραίων.


Στη μεταπολεμική Γερμανία όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά. Παρ’ όλη τη μερικότητα της αποναζικοποίησης, την επιβίωση κάποιων ομάδων που νοσταλγούν το ναζιστικό παρελθόν και την αναζωπύρωση της ξενοφοβικής άκρας Δεξιάς, παρ’ όλα αυτά η Γερμανία σήμερα έχει γερά θεμελιωμένους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, έχει ένα εξαιρετικά αναπτυγμένο κράτος πρόνοιας καθώς και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τόλμησε (ή και υποχρεώθηκε) να δει κατάματα και να αναγνωρίσει τις θηριωδίες του παρελθόντος, με αποτέλεσμα στη συντριπτική πλειονότητά τους οι νέοι να ντρέπονται για τα εγκλήματα των πατεράδων τους. Είναι ακριβώς αυτή η νεολαία που σήμερα παλεύει ενεργά για την παγκόσμια ειρήνη, τη διάσωση του περιβάλλοντος και την πάταξη της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Και είναι επίσης αυτή η νεολαία που έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας φιλειρηνικής κοινής γνώμης η οποία τελικά υποχρέωσε τον Σρέντερ να πει «όχι» στο αμερικανικό imperium.


Επιπλέον, η γερμανική οικονομία, παρ’ όλα τα προβλήματα αναδιάρθρωσης που αντιμετωπίζει σήμερα, εξακολουθεί να αποτελεί την «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής αγοράς καθώς και την «αγελάδα προς άρμεγμα» για τις φτωχές χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης. Οσο για την πολιτική της ηγεσία, παρ’ όλη τη διστακτικότητά της στο παρελθόν, οι εξελίξεις στο Ιράκ την έσπρωξαν σε μια πιο στενή συνεργασία με τη Γαλλία και στην ενεργοποίηση της προσπάθειας πολιτικής ενοποίησης και αυτονόμησης της Γηραιάς Ηπείρου από τις ΗΠΑ. Αυτή η κίνηση αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο μεγάλη ελπίδα για την άμβλυνση της βαρβαρότητας που χαρακτηρίζει σήμερα το παγκόσμιο σύστημα. Μιας βαρβαρότητας που δεν έχει μόνο να κάνει με τον ανερχόμενο θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την τρομοκρατία (αραβική και αμερικανική), αλλά και με τις κραυγαλέες ανισότητες, την παγκόσμια φτώχεια και την περιβαλλοντική καταστροφή.


Με άλλα λόγια, αυτό που υποστηρίζω εδώ είναι ότι αντικειμενικές συνθήκες και εξελίξεις κυριολεκτικά σπρώχνουν τη γερμανική ηγεσία να παίξει έναν ηγετικό αλλά και συγχρόνως χειραφετικό προοδευτικό ρόλο όχι μόνο στην Ευρώπη μα και σε παγκόσμιο επίπεδο. Σ’ αυτή την προσπάθειά της έχει την υποστήριξη όχι μόνο των ευρωπαϊκών λαών αλλά και της παγκόσμιας κοινής γνώμης.


* H εβραϊκή κοινότητα


Και δυο λόγια για τον τρίτο βασικό παίκτη του τωρινού δράματος, το Ισραήλ. Και εδώ βλέπουμε μια ριζική αντιστροφή ρόλων. H εβραϊκή εθνότητα για διάφορους ιστορικούς λόγους βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρωτοπορία του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου πολιτισμού. Ως εθνότητα οι Εβραίοι έχουν παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη όλων των πολιτισμικών πτυχών της δυτικής νεωτερικότητας, από τη μουσική και τη λογοτεχνία ως την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Είναι ακριβώς αυτή την ομάδα ανθρώπων που οι ναζιστές προσπάθησαν να εξολοθρεύσουν όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα – με όραμά τους την «τελική λύση», την εξαφάνιση των Εβραίων από προσώπου γης.


Ολα τα παραπάνω όμως δεν αναιρούν τον αρνητικό, βάρβαρο ρόλο που οι σιωνιστές και το κράτος του Ισραήλ έπαιξαν στη μεταπολεμική Μέση Ανατολή, και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: η ίδρυση του ισραηλινού κράτους-έθνους βασίστηκε στη βίαιη αρπαγή εδαφών που για πολλές γενιές ανήκαν σε Αραβες Παλαιστινίους. Ή, για να το εκφράσω διαφορετικά, η ίδρυση του σύγχρονου Ισραήλ βασίστηκε στην παραχώρηση των αποικιοκρατικών «δικαιωμάτων» των Βρετανών σε μια ομάδα ανθρώπων που συνέχισαν την αποικιοκρατική κατάσταση με τη δικαιολογία ότι τα παλαιστινιακά εδάφη τούς ανήκαν χιλιάδες χρόνια πριν! Ούτε οι γελοίες αναφορές στους εβραϊκούς πληθυσμούς στον καιρό της Βίβλου ούτε οι κραυγές των διαφόρων ζηλωτών που υποτίθεται ότι ακούν και ακολουθούν θεϊκές προσταγές ούτε η χρησιμοποίηση (βεβήλωση) του ολοκαυτώματος ως δικαιολογίας ούτε οι απεχθείς τρομοκρατικές ενέργειες των Παλαιστινίων (που συνήθως συνοδεύονται από την κρατική τρομοκρατία των Ισραηλινών) νομιμοποιούν την αρχική πράξη βίας και αρπαγής που άνοιξε το κουτί της Πανδώρας στη Μέση Ανατολή.


H συστηματική προσπάθεια απόκρυψης αυτής της αρχικής αιτίας καθώς και η μετέπειτα κατάκτηση και αποικιοποίηση των εδαφών που οι ισραηλινές δυνάμεις κέρδισαν στον πόλεμο του 1967, το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι στην Ουάσιγκτον που συστηματικά εμποδίζει την εξεύρεση μιας σχετικά δίκαιης λύσης του Παλαιστινιακού: όλα αυτά έχουν οδηγήσει ένα μέρος της εβραϊκής κοινότητας (εντός και εκτός του Ισραήλ) να παίζει έναν χειραγωγικό ρόλο στον χώρο της παγκόσμιας κοινωνίας, έναν ρόλο που εντείνει την τρομοκρατία των αράβων φονταμενταλιστών ενώ συγχρόνως υπονομεύει συστηματικά την παγκόσμια ειρήνη και την εγκαθίδρυση μιας λιγότερο βάρβαρης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Με άλλα λόγια, ένα μέρος της εβραϊκής κοινότητας από θύματα έγιναν θύτες όχι μόνο των Παλαιστινίων αλλά και της παγκόσμιας ειρήνης – αφού το κράτος του Ισραήλ, ιδίως στη διευρυμένη μορφή του, αποτελεί την τελευταία σχεδόν νησίδα κλασικού τύπου αποικιοκρατίας στον κόσμο.


Οπως ήδη ανέφερα, η γερμανική νεολαία υποχρεώθηκε από τους συμμάχους να δει κατάματα τις ναζιστικές θηριωδίες (π.χ., με τη μη κατεδάφιση/εξαφάνιση όλων των κρεματορίων, με τη δημιουργία σχολικών εγχειριδίων που δεν κρύβουν την αλήθεια για το ολοκαύτωμα κτλ.). Θα ήταν ευχής έργον αν υπήρχε ένας ειρηνικός τρόπος ώστε τα μέλη (ιδίως οι νέοι) της παγκόσμιας εβραϊκής κοινότητας να υποχρεωθούν να δουν κατάματα το κεντρικό, ιδρυτικό γεγονός πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το ισραηλινό κράτος: η βίαιη αρπαγή εδαφών από τους Αραβες σε μια εποχή όπου η κλασικού τύπου αποικιοκρατία έδυε. Βέβαια η βία πάνω στην οποία στηρίχθηκε το ισραηλινό κράτος είναι άλλης τάξης από αυτήν της ναζιστικής βαρβαρότητας. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσο η συσκότιση συνεχίζεται, όσο ένα μεγάλο μέρος της ισραηλινής και της παγκόσμιας εβραϊκής κοινότητας εθελοτυφλεί, όσο οι Εβραίοι που θέλουν μια δίκαιη λύση του Παλαιστινιακού (εντός και εκτός του Ισραήλ) περιθωριοποιούνται τόσο η αντιστροφή ρόλων, δηλαδή το πέρασμα από τον πολιτισμό στη βαρβαρότητα τύπου Σαρόν, θα συνεχίζεται.


Συνοψίζοντας, η «πονηριά» της ιστορίας οδήγησε σε μια αντιστροφή ρόλων των τριών βασικών παικτών της σημερινής κρίσης. Ετσι έχουμε τη διαδοχή της χειραφέτησης από τη χειραγώγηση σε ό,τι αφορά την πολιτική των Αμερικανών και των ισραηλινών συμμάχων τους, ενώ βλέπουμε μια αντίστροφη κίνηση (από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό) στην περίπτωση της μεταπολεμικής Γερμανίας. H αντιστροφή ρόλων και στις τρεις περιπτώσεις οφείλεται και σε μακροχρόνιες δομικές συγκυρίες αλλά και σε πολιτικές συγκυρίες που φέρνουν στην εξουσία ηγεσίες με χειραγωγικούς ή χειραφετικούς σκοπούς.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.