Με την τελευταία της διεύρυνση η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) μεγάλωσε σε γεωγραφική έκταση και πληθυσμό. Αυτές οι παράμετροι είναι πολύ σημαντικές γιατί αυξάνουν την κλίμακα (scale) και το εύρος (scope) των χειρισμών που μπορούν να υιοθετηθούν. Αλλά από μόνες τους δεν επαρκούν για να την μεταβάλουν από τριτοκλασάτη σε πρωτοκλασάτη υπερδύναμη. Για τον σκοπό αυτόν χρειάζεται μια διεύρυνση η οποία θα της δημιουργήσει στρατηγικό πλεονέκτημα, ώστε να μπορέσει να απειλήσει αξιόπιστα την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ). Ετσι το ερώτημα που αναφύεται είναι: Ποια διεύρυνση θα είχε την ικανότητα να προσφέρει στην ΕΕ αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα; Η άποψη την οποία προτίθεμαι να υποστηρίξω πιο κάτω είναι ότι η μόνη διεύρυνση που θα είχε αυτό το αποτέλεσμα είναι η ΕΕ να περιλάβει στους κόλπους της και τη Ρωσία.


Κατά τη μεταπολεμική περίοδο οι ευρωπαϊκές χώρες βασίστηκαν για την άμυνά τους στην αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ. Τις πρώτες δεκαετίες αυτή η κατάσταση παρουσίαζε το πλεονέκτημα ότι, ενόσω προσπαθούσαν να ανασυγκροτηθούν οικονομικά, δεν ήταν αναγκασμένες να αφιερώνουν σημαντικά ποσοστά των εθνικών τους πόρων για να συντηρούν αξιόμαχες στρατιωτικές δυνάμεις. Αλλά πιο πρόσφατα, και ιδιαίτερα μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, διαπιστώθηκε ότι αυτή η μονόπλευρη εξάρτηση από τις ΗΠΑ συνοδεύεται, μεταξύ των άλλων, από το μειονέκτημα ότι περιορίζει την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Με άλλα λόγια, κατέστη φανερό ότι και αν γινόταν δυνατό η ΕΕ να αποκτήσει άμεσα ενιαία εξωτερική και αμυντική πολιτική, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί. Συνεπώς, στον βαθμό που η ΕΕ επιθυμεί να αποκτήσει status υπερδυνάμεως, το κυρίαρχο ζητούμενο είναι πώς να καλύψει τη σημαντική υστέρηση που παρουσιάζει η αμυντική της βιομηχανία.


Η τυπική προσέγγιση σε αυτό το ζητούμενο θα απαιτούσε η ΕΕ να δημιουργήσει τον δικό της στρατό και να αρχίσει να επενδύει στην ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας. Λαμβάνοντας ως παράδειγμα τη δυναμική είσοδο και εδραίωση των airbus στη διεθνή αγορά επιβατικών αεροσκαφών, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία θα μπορούσε να κυριαρχήσει. Αλλά το κόστος του εγχειρήματος θα είναι υψηλό, οπότε οι ευρωπαϊκοί λαοί πιθανώς να μην επιθυμούν να το αναλάβουν, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο χρονικό διάστημα θα χρειαζόταν.


Από τις ανωτέρω σκέψεις συνεπάγεται ότι μια ρηξικέλευθη προσέγγιση θα ήταν η επόμενη διεύρυνση της ΕΕ να περιλάβει και τη Ρωσία. Και τούτο για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί με την εμπειρία της υπερδυνάμεως που συσσώρευσε ως πρόσφατα και με το οπλοστάσιο που εξακολουθεί να διαθέτει, θα προσφέρει στην ΕΕ τα στοιχεία που έχει ανάγκη. Δεύτερον, γιατί από τη σκοπιά της Ρωσίας παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα, αφού στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται αδυνατεί να ασκήσει από μόνη της τον ρόλο της υπερδυνάμεως. Και, τέλος, τρίτον, γιατί η λύση αυτή συνοδεύεται από τεράστιες συνέργειες.


Συμπερασματικά, η επόμενη διεύρυνση πρέπει να επιδιωχθεί με στόχο να καλύψει την ανάγκη της ΕΕ να αυτονομηθεί από την αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ και να εξελιχθεί σε παγκόσμια υπερδύναμη. Για τον σκοπό αυτόν η πρώτη καλύτερη λύση είναι να περιλάβει και τη Ρωσία.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.