Το 1837, επί βαυαρικής αντιβασιλείας, ιδρύθηκε στην Αθήνα το πρώτο πανεπιστήμιο, που ονομαζόταν Οθωνικό τότε, για να μετονομαστεί Καποδιστριακό το 1900 σε εφαρμογή σχετικού όρου της διαθήκης του Ιω. Δομπόλη, τραπεζίτη του Καποδίστρια (1859). Ο Δομπόλης άφησε όλη του την περιουσία για να ιδρυθεί, ύστερα από 50 χρόνια, πανεπιστήμιο στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους πιστεύοντας ότι πρωτεύουσα θα ήταν πλέον η Κωνσταντινούπολη. Η μετονομασία συνεπώς σε Καποδιστριακό δεν αποτελούσε επιλογή που συνδεόταν με την επιθυμία να τιμηθεί ο Καποδίστριας αλλά υποχρέωση ώστε η περιουσία του Δομπόλη να περιέλθει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ελληνικό κράτος θα μείνει με ένα μόνο πανεπιστήμιο επί έναν περίπου αιώνα ως την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1925, για να φθάσουμε στη σημερινή πληθωριστική εικόνα σχεδόν 80 χρόνια μετά.


Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών υπήρξε, σύμφωνα με την έκφραση του Κ. Θ. Δημαρά, μια «μεγαλοφάνταστη πολιτική πράξη» η οποία είχε τον πρακτικό στόχο αφενός να εκπαιδεύσει στελέχη για τη δημόσια διοίκηση και αφετέρου κυρίως να αναδείξει τη νέα πρωτεύουσα σε εθνικό παιδευτικό κέντρο του Ελληνισμού. Το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο λειτούργησε πράγματι ως πόλος έλξης για έναν σημαντικό αριθμό φοιτητών οι οποίοι προσέτρεξαν όχι μόνο από τις επαρχίες του ελληνικού κράτους αλλά και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν την ίδρυσή του εξάλλου το Πανεπιστήμιο Αθηνών υπηρέτησε, σε συμβολικό επίπεδο, τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία της «μεταλαμπάδευσης» του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή. Ταυτόχρονα μέσα στα όρια του κράτους το Πανεπιστήμιο διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ελίτ και στη διαχείριση της εξουσίας.


Αντιστοίχως οι φοιτητές εμφανίστηκαν συχνά ως συγκροτημένη ομάδα στις πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις. Πράγματι, παρ’ όλο που η φοιτητική ιδιότητα είναι προσωρινή, «το θεσμικό πλαίσιο του πανεπιστημίου προσφέρει έτοιμη ταυτότητα, συλλογική συνείδηση και σειρά συγκεκριμένων συμφερόντων», όπως γράφει ο Γ. Θ. Μαυρογορδάτος. Ηδη από την εμφάνισή του κατά τον Μεσαίωνα το Πανεπιστήμιο είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εφηβικής και νεανικής κοινωνικής ομάδας. Ως τότε στην παραδοσιακή ευρωπαϊκή κοινωνία σημείο αναφοράς για τις ομάδες των νέων ήταν το επάγγελμα. Στα νεότερα χρόνια, είτε μέσα από διαφόρων τύπων οργανώσεις είτε συνολικά ως φοιτητικό σώμα, οι φοιτητές επέδειξαν πολυσχιδή κοινωνική και πολιτική δράση, έτσι που να γίνεται λόγος για «φοιτητικό κίνημα». Πολλοί από τους μελετητές του φοιτητικού κινήματος, ωστόσο, επηρεασμένοι από τον ρόλο των φοιτητών στα κινήματα διαμαρτυρίας των δεκαετιών του ’60 και του ’70 και ειδικά για την ελληνική περίπτωση από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973, απέδωσαν αναδρομικά προοδευτικό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα στο φοιτητικό κίνημα. Η ταύτιση εξάλλου νεότητας και εξέγερσης αποτελεί ένα πάγιο ιδεολόγημα ήδη από τον 19ο αιώνα. Οφείλουμε εν τούτοις να διερευνήσουμε και να ιστορικοποιήσουμε αυτή την «αυτονόητη» σύνδεση φοιτητικού κινήματος και προοδευτισμού. Δύο παραδείγματα από την ελληνική ιστορία μπορούν να φωτίσουν ακριβώς τη σχετικότητα αυτών των συνδέσεων.


Το πρώτο παράδειγμα αφορά τη συμμετοχή των φοιτητών στην αντιπολιτευτική δράση εναντίον του Οθωνα στις παραμονές του κινήματος του Σεπτεμβρίου του 1843. Την 25η Μαρτίου 1841 ο επίσημος εορτασμός της εθνικής επετείου δεν ανταποκρινόταν στη λαμπρότητα που θα περίμεναν κάποιοι φοιτητές. Αποφάσισαν λοιπόν να γιορτάσουν με τον δικό τους τρόπο, ο οποίος περιείχε και ένα σαφές πολιτικό μήνυμα. Εξέθεσαν σε ειδικά φωταγωγημένο χώρο συμβολικές εικόνες, μεταξύ των οποίων η εικόνα του Κοραή, γνωστού για τις αντιμοναρχικές και δημοκρατικές ιδέες του, και η εικόνα ενός πλοίου που κλυδωνιζόταν χωρίς πηδάλιο. Η εκδήλωση θεωρήθηκε αντιπολιτευτική και οι πρωτεργάτες συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη. Παρ’ όλο που τελικά οι κατηγορούμενοι φοιτητές αθωώθηκαν, είναι σαφής η σύνδεση των φοιτητικών αυτών κινητοποιήσεων με τη φιλελεύθερη-δημοκρατική ιδεολογία και την επακόλουθη αντίδραση προς τη βαυαρική διοίκηση και την οθωνική απολυταρχία. Πράγματι την εποχή εκείνη ανάμεσα στα κινήματα του 1830 και του 1848 σε ολόκληρη την Ευρώπη οι νέοι εκφράζουν τον φιλελευθερισμό και στοχεύουν στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.


Το δεύτερο παράδειγμα τοποθετείται στις αρχές του 20ού αιώνα και αφορά τις αντιδράσεις των φοιτητών απέναντι στο εγχείρημα μετάφρασης των Ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα. Τον Νοέμβριο του 1901 η δημοσίευση μέρους της μετάφρασης που είχε κάνει ο Αλ. Πάλλης στην «Ακρόπολη» προκάλεσε διαδηλώσεις φοιτητών εναντίον της εφημερίδας κατηγορώντας την για «γελοιοποίησιν των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων», ενώ άλλες εφημερίδες κατηγορούσαν τους δημοτικιστές ως άθεους, προδότες και όργανα των Σλάβων. Η κλιμάκωση των επεισοδίων οδήγησε τους φοιτητές να ζητούν τον αφορισμό των μεταφραστών και να καλούν τον λαό σε συλλαλητήριο. Οι διαδηλώσεις εξετράπησαν σε ταραχές και συγκρούσεις με την Αστυνομία μπροστά στα Προπύλαια, με αποτέλεσμα τρεις φοιτητές και οκτώ πολίτες νεκρούς και περίπου 80 τραυματίες. Η κυβέρνηση Θεοτόκη οδηγήθηκε σε παραίτηση. Στην περίπτωση αυτή λοιπόν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις εκφράζουν τη «συντηρητική» στήριξη της καθαρεύουσας και εναρμονίζονται με τον κυρίαρχο εθνικισμό.


Η φοιτητική ιδιότητα δεν συνεπάγεται επομένως οπωσδήποτε επαναστατικότητα ή προοδευτισμό. Η φοιτητική έκφραση υπόκειται σε ποικίλους ιστορικούς προσδιορισμούς, τους οποίους μπορούμε να ανιχνεύσουμε και να ερμηνεύσουμε.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.