Αν δεχτούμε ότι η ποίηση συστήνει τον λόγο στην πυκνότερη θετική εκδοχή του και ο πόλεμος το έργο στην πυκνότερη αρνητική του έκφραση, τότε εξηγείται η ακραία αντιπαθητική σχέση ποίησης και πολέμου, με αποτέλεσμα ο ένας όρος να αντιστρέφει και να αντιμάχεται τον άλλο. Τούτο δεν αποκλείει ωστόσο τη γραμματολογική κυρίως διασταύρωσή τους. Απόδειξη: το έπος (και ο νεότερος απόγονός του: το μυθιστόρημα) συχνά πυκνά υποδέχεται ως θέμα του τον πόλεμο· αλλά και οι κατά καιρούς αρχηγικοί πολεμιστές επιζητούν και απολαμβάνουν την ποιητική καταξίωση των πολεμικών κατορθωμάτων τους. Αυτή η διπλή (αντιφατική και συνάμα συμφατική) πλοκή ποίησης και πολέμου προβάλλεται με ειρωνικό τρόπο στον καβαφικό «Δαρείο», τον οποίο επέλεξα την περασμένη Κυριακή ως καταλυτικό παράδειγμα απορρύθμισης της συνάφειας ανάμεσα στα λόγια και στα έργα εξαιτίας του αποτρόπαιου πολέμου στο Ιράκ.


Με τους όρους αυτούς πρότεινα να τιτλοφορηθεί ο «Δαρείος» του Κ. Π. Καβάφη (ένα από τα ωριμότερα κατορθώματα του αλεξανδρινού και μάλλον το πολιτικότερο) εναλλακτικώς ως: ποίημα εν πολέμω· ποίησις εναντίον πολέμου· πόλεμος εναντίον ποιήσεως· ποιητής εν πολέμω. Πρόκειται για συμπληρωματικά ζεύγη, που συμπλέκονται σταυρωτά μεταξύ τους, καθώς εξελίσσεται και περατώνεται το διφορούμενο αυτό ποίημα. Ο διφορούμενος εξάλλου τρόπος της προκείμενης διαπλοκής ενισχύεται, όπως έγραφα, και με τον αναδιπλασιασμό προσώπων και θεμάτων: πλασματικός ποιητής ο Φερνάζης, πραγματικός ποιητής ο Καβάφης, που υποδύεται τον υποβολέα του Φερνάζη· ανεκτέλεστο λόγω της ρωμαϊκής εισβολής το έπος που επιχειρεί ο Φερνάζης, συντελεσμένος ο καβαφικός «Δαρείος», ως, αλληγορικό έστω, σχόλιο και του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Αλλά και η διασημότερη απόφαση του ποιήματος υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος τελικώς διαχέεται από τον Δαρείο εντός και εκτός του ποιήματος, για να επιστρέψει στον ίδιο τον Φερνάζη, υπογραμμίζοντας την ποιητική του ιδεοληψία, από την οποία δεν μπορεί, και δεν θέλει, να απαλλαγεί, όσο και αν γύρω του μαίνεται η συλλογική ταραχή και κυριαρχεί το ακατάσχετο πια κακό του πολέμου.


Διφορούμενος εξάλλου ελέγχεται γενικότερα ο Φερνάζης, καθώς η ποιητική του εμμονή και η αντιπολεμική του αντίδραση υποβάλλονται μέσα στο ποίημα από τον Καβάφη με μείγμα συγκαταβατικής συμπάθειας και υπομονομευτικού σαρκασμού. Καθώς έγραφα άλλοτε και αλλού (στα δίσεχτα χρόνια της χούντας, προτείνοντας το ποίημα ως υπόδειγμα ποιητικού και πολιτικού ρεαλισμού), ο Φερνάζης εύκολα διαβάλλεται για διπλοπροσωπία. Τρία αποδεικτικά παραδείγματα:


α) Αυλικός ποιητής (έλληνας ή ελληνομαθής) βρίσκεται στην υπηρεσία του Μιθριδάτη. Πρόκειται για αξιοπρεπή ποιητή ή για αυλοκόλακα; β) Ο Φερνάζης το παίζει φιλοσοφημένος και φιλόσοφος ποιητής, που ψάχνει τα εναλλακτικά αισθήματα και κίνητρα του Δαρείου, όταν παρέλαβε τη βασιλεία των Περσών. Είναι όμως αυτή η στοχαστική του εμβρίθεια πράγματι σοβαρή ή σοβαροφανής; γ) Με την εισβολή του πολέμου μέσα στο ποίημα, ο Φερνάζης ταλαντεύεται ανάμεσα στην αποστολή του ως ποιητή και στο καθήκον του ως πολίτη. Μένει ενεός, αδημονεί, σαρκάζει και σαρκάζεται, εξισώνοντας την ποιητική του ανασφάλεια με την πολεμική ανασφάλεια της χώρας του. Πρόκειται για συμμετοχική αγωνία ή για ιδιοτελή πανικό;


Κανένα από τα τρία προηγούμενα ερωτήματα δεν επιδέχεται κατά τη γνώμη μου μονοσήμαντη απάντηση. Η αμφιβολία είναι εδώ εμπρόθετη, σκηνοθετημένη επιδέξια από τον Καβάφη, και δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να αναιρεθεί. Ο Φερνάζης εμφανίζεται επίτηδες μετέωρος μεταξύ ποίησης και πολέμου. Η εκκρεμότητά του εξεικονίζει επακριβώς την απορρύθμιση που συνεπάγεται η εισβολή του πολέμου στην περιοχή της ποίησης, και αντιστρόφως. Σ’ αυτή την αιφνίδια απορρύθμιση ενδίδει ο ποιητής Φερνάζης, όπως εξάλλου συμβαίνει συχνά με τους περισσότερους ομοτέχνους του σε ανάλογες περιστάσεις. Πίσω ωστόσο από τον ενδοτικό Φερνάζη στέκει ειρωνικά ανένδοτος ο ίδιος ο Καβάφης. Θα συνεχίσω.