Στο σύντομο κείμενο με το οποίο ο Μακιαβέλι συστήνει το έργο του Λόγος στην Πρώτη Δεκάδα του Τίτου Λίβιου, ο συγγραφέας καταλογίζει στους συγχρόνους του ότι αγνοούν την ιστορία, παρά τον σεβασμό που φαίνεται να τρέφουν για την ένδοξη αρχαιότητα. Η μίμηση των κατορθωμάτων των αρχαίων μοιάζει όχι μόνο δύσκολη αλλά αδύνατη, μια και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η εποχή τους παρουσιάζει πρωτόγνωρα γνωρίσματα που την κάνουν να διαφέρει από όλες τις προηγούμενες. «Λες και» παρατηρεί ο Μακιαβέλι «ο ουρανός, ο ήλιος, τα στοιχεία και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει τάξη, κίνηση και δύναμη και είναι διαφορετικοί από αυτό που ήταν άλλοτε». Ξεκινώντας από την προηγούμενη παρατήρηση, ίσως δεν θα ήταν άχρηστο να σταματήσει κανείς σε μια λεπτομέρεια, που η ιστορία έχει καταγράψει ως «επεισόδιο της Βολτέρα».


Η Βολτέρα, πολύ παλιά πόλη, ήταν ήδη από την εποχή των Ετρούσκων η μητρόπολη των ορυχείων της Τοσκάνης. Στο πλούσιο υπέδαφός της – ευχή και κατάρα – υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα αργύρου, χαλκού, μολύβδου και στυπτηρίας, από τα οποία η πόλη αντλεί τον πλούτο της, παραχωρώντας, έναντι αμοιβής βεβαίως, τα δικαιώματα της εξόρυξης σε εταιρείες ιδιωτικών συμφερόντων – όπως θα λέγαμε σήμερα. Η Βολτέρα είναι ελεύθερη και αυτόνομη πόλη, με δική της κυβέρνηση, που ωστόσο δεν ξεχνά τη γειτνίαση με τη Φλωρεντία, με την οποία φροντίζει να συνάψει ένα σύμφωνο φιλίας και καλής γειτονίας, που συνοδεύει με έναν ετήσιο φόρο. Η Βολτέρα εξαγοράζει την ελευθερία της και η Φλωρεντία συμφωνεί: οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.


Το 1470, ο Καπούτσι, ένας επιχειρηματίας από τη Σιένα, προτείνει στην πόλη να νοικιάσει μια μεγάλη περιοχή για την αναζήτηση νέων κοιτασμάτων. Οι αρχές δέχονται την πρόταση έναντι μικρού ενοικίου. Μόνο που ο καπάτσος Καπούτσι ξέρει πολύ καλά τι κάνει, γιατί γνωρίζει ήδη ότι στην περιοχή υπάρχει ένα μεγάλο κοίτασμα στυπτηρίας. Το προϊόν είναι περιζήτητο και πανάκριβο, γιατί χρησιμεύει στην επεξεργασία των υφασμάτων και των χρωμάτων, η εξαγωγή των οποίων συνιστά μια από τις κύριες πηγές πλούτου της Φλωρεντίας. Γνώστης του πολύτιμου μυστικού είναι και ο Λορέντζο των Μεδίκων, νεαρός είκοσι ενός ετών, που μόλις έχει αναλάβει την πραγματική ηγεσία της Φλωρεντίας, ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του. Αν στα προηγούμενα προστεθεί ότι η Τράπεζα των Μεδίκων, που είναι η Τράπεζα του Πάπα, έχει το μονοπώλιο του εμπορίου της στυπτηρίας, καταλαβαίνει κανείς το ενδιαφέρον του Λορέντζου για το έδαφος και το υπέδαφος της Βολτέρα.


Ο κόσμος στη Βολτέρα κατάλαβε ταχύτατα τον εμπαιγμό του Καπούτσι, ο οποίος αντιπροτείνει την αύξηση του ενοικίου. Οι αρχές της Βολτέρα δεν συμφωνούν και κάνουν κατάληψη των ορυχείων, αποφασισμένες να τα εκμεταλλευτούν για λογαριασμό της πόλης. Αυτό που οι αρχές και οι κάτοικοι της Βολτέρα αγνοούν είναι οι διασυνδέσεις του Καπούτσι με την Τράπεζα των Μεδίκων. Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι απευθύνονται στον ισχυρό άνδρα της Φλωρεντίας, στον ίδιο τον Λορέντζο, ζητώντας τη διαιτησία του. Φαντάζεται κανείς τα γέλια του νεαρού ευπατρίδη, ο οποίος, τηρώντας όλα τα προσχήματα, απέρριψε τα αιτήματα της Βολτέρα ως παράνομα, ύστερα από τη συμβουλή των νομικών του. Οι αρχές της Βολτέρα γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αντιδράσουν και είναι έτοιμες να υποχωρήσουν. Οι κάτοικοι της Βολτέρα θεωρούν προδοσία τη στάση των αρχών και εξεγείρονται, εκτελώντας τους ανθρώπους των Μεδίκων στην πόλη τους. Ταυτοχρόνως ετοιμάζουν την άμυνά τους: επιδιορθώνουν βιαστικά τα τείχη της πόλης, οπλίζονται και περιμένουν.


Για τον Λορέντζο, η αντίδραση αυτή είναι δώρο θεού. Θέλει να δείξει σε όλους ποιος είναι το πραγματικό αφεντικό στην Τοσκάνη και σιγά σιγά – γιατί όχι; – σε όλη την Ιταλία. Αποφασίζει λοιπόν την παραδειγματική τιμωρία της Βολτέρα. Δεν βαδίζει μόνος του ωστόσο: εξασφαλίζει τη συμμαχία του Πάπα, του βασιλιά της Νάπολι, του δούκα του Μιλάνου και του βασιλιά της Γαλλίας. Ολοι, πλην του τελευταίου, συμμετέχουν στον πόλεμο με την αποστολή στρατού. Μόνο η Βενετία διαφώνησε, χωρίς όμως να παρέμβει. Από τη μεριά της η Βολτέρα μένει μόνη. Οι συμμαχικές δυνάμεις δεν άργησαν να επιβληθούν στον δύσμοιρο αντίπαλό τους. Οι κάτοικοι της Βολτέρα κατέθεσαν τα όπλα, ύστερα από τη διαβεβαίωση εκ μέρους των νικητών ότι θα σεβαστούν τις περιουσίες και τις ανθρώπινες ζωές. Στις 18 Ιουνίου 1471, οι συμμαχικές δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη χωρίς μάχη. Είχαν όμως ήδη πάρει την εντολή από τους στρατηγούς τους να λεηλατήσουν τη Βολτέρα για δώδεκα ώρες. Λήστεψαν τα πάντα: μοναστήρια, ναούς, σπίτια. Ο Λορέντζο, που γνώριζε την εντολή των στρατηγών, εξέφρασε τη λύπη του για τα έκτροπα. Η Βολτέρα έπαψε να υπάρχει ως ανεξάρτητη πόλη. Ο ουρανός, ο ήλιος, τα στοιχεία και οι άνθρωποι δεν έχουν αλλάξει τάξη, κίνηση και δύναμη.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.