Στον πανηγυρικό για την εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης που γιορτάστηκε το 1930 ο Κωστής Παλαμάς αναζητεί τον τρόπο αναπαράστασης της επαναστατικής εποποιίας και καταλήγει σε «αστολίστους μαθηματικάς απαριθμήσεις», σε έναν κατάλογο ονομάτων ηρώων, περιληπτικών ταυτόχρονα και παραδειγματικών. «Ξεπροβάλλουν» γράφει «ο αρματολός και ο γραμματικός, ο καπετάνιος και ο διδάσκαλος, άνδρες του σπαθιού και άνθρωποι του λόγου». Για να καταλήξει: «Και πού τελειώνει η ποίησις και πού αρχίζει η Ιστορία!». Εννοεί βεβαίως ο ποιητής ότι στα πρόσωπα αυτά αναγνωρίζει περισσότερο μυθικούς ήρωες, τους αντρειωμένους των παραμυθιών, παρά ιστορικές φυσιογνωμίες, πρωταγωνιστές πραγματικών ιστορικών γεγονότων. Με άλλα λόγια, οι «εξαιρετικές» πράξεις των πρωτεργατών της Επανάστασης τους τοποθετούν σχεδόν έξω από τον ρου της Ιστορίας. Αλλά και ο ιστορικός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ίδια φράση, με διαφορετικό όμως στόχο, βλέποντας την ποίηση να υποκαθιστά την Ιστορία ή αλλιώς την ποιητική, μυθοπλαστική εικόνα να υπερισχύει των ιστορικών δεδομένων.


Η υπερίσχυση της μυθοποιημένης εικόνας είναι συχνότερη στη διαδικασία ηρωοποίησης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για μείζονα πεδία του εθνικού φαντασιακού όπως είναι η Ελληνική Επανάσταση. Αλλωστε αυτή η διαδικασία ηρωοποίησης συνίσταται ακριβώς, όπως έχει επισημάνει ο γάλλος ιστορικός Raoul Girardet, «στη μεταμόρφωση του πραγματικού και στην απορρόφησή του από το φαντασιακό». Με αυτόν τον τρόπο η Ιστορία δραματοποιείται και προσωποποιείται. Η ιστορική αφήγηση μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια σειρά ονομάτων που εικονογραφούν το ιστορικό γίγνεσθαι με την απλή παράθεσή τους.


Η επιλογή των ονομάτων ωστόσο δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε ομόθυμη. Η είσοδος των ηρώων στο εθνικό πάνθεον γίνεται σταδιακά και προϋποθέτει αποσιωπήσεις, εξομάλυνση αντιθέσεων, κάποτε και διαστρεβλώσεις. Αλλά και μετά την είσοδό τους δεν παύουν οι αντίθετες γνώμες, οι διαφορετικές ερμηνείες και προσλήψεις, οι αντιφατικές χρήσεις. Οι ήρωες είναι αμφίσημοι και πολύσημοι έτσι ώστε να επιτρέπουν πολλαπλές ταυτίσεις. Εξάλλου αρκετές είναι οι περιπτώσεις των αμφισβητούμενων ηρώων, όπως είναι για παράδειγμα ο Αλέξανδρος, ο Ναπολέων και ο Καποδίστριας. Τα ιδιωτικά πάθη του Αλεξάνδρου εγείρουν ενστάσεις κατά πόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θετικό πρότυπο συμπεριφοράς, ενώ πολλοί αμφισβήτησαν κατά καιρούς τις πολιτικές αρετές του Καποδίστρια, παρ’ όλο που αποδέχονταν την ακεραιότητα της ιδιωτικής του ζωής.


Το πάνθεον της Επανάστασης δεν δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του Αγώνα ούτε με τη λήξη του, αν και ένας πρώτος πυρήνας φτιάχτηκε γύρω από βίαιους θανάτους και ηρωικές πράξεις. Οι πολεμικοί ήρωες που θυσιάζονται με δραματικό τρόπο για την πατρίδα, όπως ο Διάκος και ο Παπαφλέσσας, είναι αναμφίβολα οι λιγότερο αμφισβητούμενοι, εκείνοι που πρώτοι περνούν το κατώφλι της ηρωοποίησης. Δεν ισχύει το ίδιο ωστόσο για τους πολιτικούς ήρωες, όπως ο Μαυροκορδάτος, αλλά και για όλους εκείνους που ενεπλάκησαν στις εμφύλιες διαμάχες και στις πολιτικές συγκρούσεις της επαναστατικής και της καποδιστριακής περιόδου – με εξέχον παράδειγμα τον ίδιο τον Καποδίστρια. Θα πρέπει πράγματι να περιμένουμε να κλείσει ο βιολογικός κύκλος της γενιάς της Επανάστασης αλλά και να επιτευχθούν οι απαραίτητοι «τελεσφόροι συγκερασμοί» – κατά τον Κ. Θ. Δημαρά – για να ενταχθούν στο πάνθεον πρώην ιδεολογικοί και πολιτικοί αντίπαλοι.


Παρά τη συναίνεση, στο εσωτερικό της «εθνικής πινακοθήκης» που συγκροτείται υπάρχουν ιεραρχήσεις και αξιολογήσεις ανάλογα με τον συμβολισμό κάθε ηρωικού προτύπου. Στην έκθεση «μνημείων του Ιερού Αγώνος» που οργανώθηκε από τον φιλολογικό σύλλογο Παρνασσό και την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1884 περιλαμβάνονται 86 εικόνες «επιφανών ανδρών» της Επανάστασης. Πρώτος αναφέρεται ο Γρηγόριος Ε’, δεύτερος ο Ρήγας Φεραίος και ακολουθούνται κατά σειρά από τον Αλ. Υψηλάντη, τον Καποδίστρια και τον Αλ. Μαυροκορδάτο. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1870 είχαν τοποθετηθεί στα Προπύλαια οι ανδριάντες του Ρήγα Φεραίου (1871), του Γρηγορίου Ε’ (1872) και το καθιστό άγαλμα του Κοραή (1875). Το άγαλμα του Καποδίστρια θα τοποθετηθεί συμμετρικά προς εκείνο του Κοραή πολύ αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Οι ηγετικές θέσεις δεν παραχωρούνται λοιπόν στους ήρωες του πολέμου αλλά στους πολιτικούς ηγέτες και στους ανθρώπους των γραμμάτων. Το πρωτείο του θρησκευτικού ηγέτη, ο οποίος ηρωοποιείται επιπλέον και με τον μαρτυρικό του θάνατο, επιβεβαιώνει εξάλλου την ιδιαίτερη βαρύτητα της θρησκείας στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας.


Οι ήρωες της Επανάστασης δεν είναι μόνοι τους στο εθνικό πάνθεον. Συντροφεύονται από τους ήρωες των άλλων περιόδων της ελληνικής ιστορίας, επωνύμους αλλά και ανωνύμους, όπως δηλώνουν τα μνημεία στον «Αγνωστο Στρατιώτη». Μέσα στον 20ό αιώνα πράγματι ο ανώνυμος πληβείος των μαζικών στρατιωτικών νεκροταφείων θα βρει θέση δίπλα στους επώνυμους «μεγάλους άνδρες» ως ήρωας του έθνους. Ηρωες του πολέμου και ήρωες της ειρήνης, ήρωες του σπαθιού και ήρωες της πένας, επώνυμοι και ανώνυμοι, ήρωες της καθημερινότητας και ήρωες των εξαιρετικών στιγμών συνυπάρχουν, ποιητική αδεία, όπως περιγράφει, με σατιρική διάθεση τώρα, ο Παλαμάς: Πρόγονους πάρε, απόγονους, δαιμόνους / όλα της Ιστορίας τα συναξάρια… Ομηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες / καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα, / Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.