Τέτοιον καιρό περίπου, στην αρχαία Αθήνα γιόρταζαν τα Μεγάλα Διονύσια ή αλλιώς τα «εν άστει Διονύσια», μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της πόλης. Η διονυσιακή αυτή γιορτή καθιερώθηκε σχετικά όψιμα στην Αθήνα, στα χρόνια του Πεισιστράτου (δηλαδή γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ.), ο οποίος συστηματικά εισήγαγε στην πόλη λαϊκές λατρείες της υπαίθρου, επιδιώκοντας να κερδίσει την εύνοια του αγροτικού πληθυσμού. Μια τέτοια γιορτή ήταν και τα «Διονύσια εν άστει», των οποίων η λατρεία είχε μεταφερθεί στις νότιες παρυφές της Ακρόπολης από τις Ελευθερές, ένα πόλισμα στα σύνορα της Αττικής με τη Βοιωτία. Οι σημαντικότερες εκδηλώσεις της γιορτής, που κρατούσε τουλάχιστον 4-5 μέρες, ήταν μεγαλοπρεπείς πομπές κατά τις οποίες περιέφεραν το παλαιικό άγαλμα του θεού, έναν υπερφυσικό φαλλό, σύμβολο της ευγονίας και της αναπαραγωγικής δύναμης, τα ζώα της θυσίας (κυρίως ταύρους) και άλλες προσφορές. Γίνονταν ακόμη ολονύκτια ξεφαντώματα με χορούς και τραγούδια με συνοδεία δαδών και μουσικής και, πάνω απ’ όλα, αγώνες διθυράμβου (=είδος ποίησης με διονυσιακό θέμα) και έργων τραγωδίας, σατυρικού δράματος και κωμωδίας. Ολα αυτά και κυρίως οι θεατρικοί αγώνες προκαλούσαν το έντονο ενδιαφέρον όχι μόνον των Αθηναίων αλλά και πολλών άλλων Ελλήνων, οι οποίοι βοηθούσης της εποχής – αρχή άνοιξης όταν άρχιζε η περίοδος της ναυσιπλοΐας – κατέφθαναν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τη γιορτή.


* Αλαζονεία και αυθαιρεσία


Η συγκέντρωση τόσων πολλών ανθρώπων κατά τις μέρες της γιορτής, μεταξύ των οποίων και αντιπροσωπείες ξένων κρατών, συμμάχων, ως επί το πλείστον, απεσταλμένοι των αθηναϊκών αποικιών, επίσημοι προσκεκλημένοι του αθηναϊκού κράτους κ.ά., ώθησε τους Αθηναίους να εμπλουτίσουν το πρόγραμμά της και με άλλες εκδηλώσεις. Ομως κατά τον 5ο αι. π.Χ. και ειδικότερα μετά τα Περσικά, όταν η Αθήνα εξελίχθηκε σε μεγάλη στρατιωτική δύναμη και συγχρόνως καθιερώθηκε ως πνευματική και καλλιτεχνική πρωτεύουσα ολόκληρου του ελληνισμού, οι Αθηναίοι προχώρησαν στην καθιέρωση και δραστηριοτήτων με σαφή προπαγανδιστική χροιά, τυφλωμένοι από το αίσθημα της υπερδύναμης. Ετσι, κατά τη διάρκεια της γιορτής οι φόροι που πλήρωναν στην τότε υπερδύναμη οι σύμμαχοι, κατανεμημένοι σε τάλαντα και εναποθηκευμένοι σε κούπες (;), αραδιάζονταν στην ορχήστρα του διονυσιακού θεάτρου, μπροστά στα μάτια των θεατών. Οι Αθηναίοι με αλαζονική έπαρση επιδείκνυαν τα οφέλη τους από τη στρατιωτική και ειδικότερα ναυτική τους υπεροπλία. Και δεν αρκούνταν μόνο σ’ αυτό. Εβαζαν να παρελαύνουν με οπλισμό, κατά τη διάρκεια της γιορτής, μπροστά από τη διονυσιακή σκηνή τα ορφανά εκείνα, των οποίων οι πατεράδες είχαν σκοτωθεί σε πολεμικές επιχειρήσεις και τα οποία μόλις είχαν ενηλικιωθεί. Ως γνωστόν, τη συντήρηση αυτών των παιδιών ως την ενηλικίωσή τους την είχε αναλάβει το αθηναϊκό κράτος. Ετσι οι σύμμαχοι υποχρεώνονταν να… καμαρώνουν όχι μόνον για τον πλούτο του αθηναϊκού κράτους, πλούτο που σχηματιζόταν και από το δικό τους στέρημα, αλλά και για τα αθηναϊκά πολεμικά κατορθώματα, που έμμεσα υπαινισσόταν η παρέλαση των ορφανών, κατορθώματα που συχνά είχαν επιτευχθεί εις βάρος τους!


Η αθηναϊκή αλαζονεία και αυθαιρεσία, εξαιτίας του συνδρόμου της υπερδύναμης, έφτασε στην αποκορύφωσή της κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πολλοί από τους συμμάχους εκείνους που τόλμησαν να αμφισβητήσουν την αθηναϊκή ηγεμονία, όπως π.χ. οι Μήλιοι, κατεσφάγησαν, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά πουλήθηκαν ως δούλοι. Αλλά, όπως διδάσκει η φύση, μετά την ακμή ακολουθεί η παρακμή. Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου βρίσκει την άλλοτε υπερδύναμη ηττημένη και αποδεκατισμένη. Πολύ χαρακτηριστικά είναι τα όσα λέει ο Ξενοφών, μόλις μαθεύτηκε στην Αθήνα η καταστροφή του στόλου της στους Αιγός Ποταμούς: «Οταν το τρομερό νέο έγινε γνωστό,… ξέσπασε ο κόσμος σε θρήνους που ακούονταν σε όλο το μήκος των μακρών τειχών… Ετσι κανείς δεν κοιμήθηκε τη νύκτα εκείνη. Ολοι έκλαιγαν, όχι μόνον εκείνους που χάθηκαν, αλλά περισσότερο τους εαυτούς τους, γιατί φοβόντανε ότι θα πάθουν όσα έκαμαν αυτοί στους Μηλίους,… στους κατοίκους της Ιστιαίας και της Σκιώνης και της Τορώνης και της Αιγίνης και σ’ άλλους πολλούς Ελληνες» (μτφρ. Κ. Κωστοπούλου).


* Αναπόφευκτες συγκρίσεις


Αξίζει, νομίζω, τελειώνοντας να παραθέσω τα λόγια του Αθηναίου ρήτορα Ισοκράτη (Περί Ειρήνης 76-85), ο οποίος, λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και όταν το οριστικό τέλος της αθηναϊκής αυτοκρατορίας ήταν προ των πυλών, καυτηρίαζε αυτήν ακριβώς την αλαζονική συμπεριφορά της: «(αρχικά ο λαός) ενέπνεε τόση εμπιστοσύνη, ώστε οι περισσότερες πόλεις με τη θέλησή τους παραδόθηκαν στην εξουσία του. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα… η δύναμη αυτή μας οδήγησε σε τέτοια ακολασία, που κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να την επαινέσει… Αντί της καλής θέλησης που προϋπήρχε εκ μέρους των συμμάχων και αντί της καλής υπόληψης από τους άλλους Ελληνες, μας έκανε… μισητούς… Ψήφισαν (οι Αθηναίοι), νόμο, που όριζε να παρουσιάζουν (τους φόρους των συμμάχων) στην ορχήστρα… κατά τη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων… Δεν έκαναν μόνο αυτό, αλλά έφερναν και τα παιδιά όσων είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, δείχνοντας έτσι στους συμμάχους από τη μια την αξία της περιουσίας τους… και στους Ελληνες από την άλλη το πλήθος των ορφανών και τις συμφορές που προκαλούνταν από αυτήν την πλεονεξία. Ενώ έκαναν αυτά, οι ίδιοι καλοτύχιζαν την πόλη και πολλοί ανόητοι τη μακάριζαν, χωρίς να προβλέπουν καθόλου τα όσα θα συνέβαιναν στο μέλλον…. Εφτασαν μάλιστα σε τέτοιο σημείο αφροσύνης, ώστε, ενώ δεν ήταν κύριοι των γειτονικών τους προαστίων, περίμεναν να κυριεύσουν την Ιταλία, τη Σικελία και την Καρχηδόνα» (μτφρ. Μ. Ξανθού). Πιστεύω ότι θα ήταν περιττό οποιοδήποτε σχόλιο που θα παρέπεμπε στη σύγχρονη επικαιρότητα.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.