Περιγράφοντας το χάσμα από πλευράς ενημέρωσης της κοινής γνώμης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ενωσης ο πολύς Πολ Κρούγκμαν υποστηρίζει στους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης τις ακόλουθες δύο πιθανές εξηγήσεις: η μία είναι ότι τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης διέπονται από έναν διάχυτο αντιαμερικανισμό που τα κάνει να διαστρεβλώνουν τις ειδήσεις ακόμη και σε χώρες όπου οι ηγέτες και των δύο μεγάλων κομμάτων (Βρετανία) είναι υπέρ του Μπους και της επίθεσης κατά του Ιράκ.


Η άλλη είναι ότι ορισμένα αμερικανικά ΜΜΕ – λειτουργώντας μέσα σε ένα περιβάλλον όπου όποιος αμφισβητεί την κυβερνητική εξωτερική πολιτική κατηγορείται ως αντιπατριώτης – έχουν θεωρήσει αποστολή τους να πουλήσουν τον πόλεμο και όχι να παρουσιάσουν ένα μείγμα πληροφοριών που θα μπορούσε να θέσει τη δικαιολογία του πολέμου υπό αμφισβήτηση.


Ο Πολ Κρούγκμαν αφήνει τον αναγνώστη του να αποφασίσει ποια από τις δύο εκδοχές είναι σωστή. Φρονώ ότι και οι δύο ισχύουν. Και στις δύο πλευρές ουκ ολίγοι δημοσιογράφοι δεν αρκούνται στην πληροφόρηση αλλά διά παραλείψεων, υπερβολών, σχολίων κτλ. προσπαθούν να υπερασπισθούν ή να καταδικάσουν τη συμπεριφορά των πολιτικών ηγεσιών. Και το πράττουν κατά τρόπο που να αποσπά και τον δημόσιο έπαινο και την αντίστοιχη οικονομική αντιπαροχή του εργοδότη τους.


Χαρακτηριστική περίπτωση συμφεροντολογικής δημοσιογραφίας νομίζω ότι συνιστά η τηλεοπτική συνέντευξη που απέσπασε ο διάσημος αμερικανός δημοσιογράφος κ. Νάντερ από τον Σαντάμ Χουσεΐν.


Προβαλλόμενος ως πρότυπο ο βετεράνος δημοσιογράφος υποτίθεται ότι είχε μια αξιοζήλευτη επιτυχία. Δεν το αμφισβητώ, αφού με τέτοιου είδους δύσκολα «επιτεύγματα» δρομολογούν καριέρες και αποκομίζουν πλούτο και οι μεγάλοι σταρ της τηλεόρασης. Φίλος του δικτάτορα του Ιράκ, αφού σε αυτόν είχε εμπιστευθεί και προ δεκαετίας συνέντευξή του, ο κ. Νάντερ ανταποκρίθηκε πλήρως στις προσδοκίες του Σαντάμ. Και μόνο για αφελές κοινό προορίζεται η διαβεβαίωση του «τυχερού» δημοσιογράφου ότι δεν λογοκρίθηκε σε κανένα σημείο η τηλεοπτική αυτή συνέντευξη. Δεν χρειάστηκε, διότι ο ίδιος ο κ. Νάντερ φρόντισε να αυτολογοκριθεί, αν δεν είχε εκ των προτέρων υποσχεθεί στον Σαντάμ ότι θα αποφύγει να αμφισβητήσει όσα θα πει ο ιρακινός πρόεδρος.


Θα περιορισθώ σε τρία σημεία της συνέντευξης που το αποδεικνύουν:


* Ο Σαντάμ Χουσεΐν ισχυρίστηκε ότι το Ιράκ συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Και ο κ. Νάντερ δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να του αντιπαρατηρήσει ότι από το 1991 ως σήμερα το Ιράκ δεν έχει συμμορφωθεί σε καμία από τις αλλεπάλληλες υποχρεώσεις αφοπλισμού που του έχει επιβάλει ο ΟΗΕ. Ακριβώς γι’ αυτό και απειλείται με πόλεμο: επειδή κοροϊδεύει επί 12 χρόνια τον ΟΗΕ.


* Ο κ. Νάντερ αποτόλμησε να ρωτήσει τον Σαντάμ αν πρόκειται να καταστρέψει τους πυραύλους Αλ Σαμούντ 2, όπως ζητούν οι επιθεωρητές του ΟΗΕ. Και ο ιρακινός πρόεδρος δήθεν ενοχλημένος απάντησε: Για ποιους πυραύλους μιλάνε; Δεν έχουμε πυραύλους εκτός των προδιαγραφών του ΟΗΕ. Δύο ημέρες αργότερα ο ίδιος ο Σαντάμ ανακοίνωσε ότι όχι μόνο διαθέτει τέτοιους πυραύλους αλλά αποφάσισε και την καταστροφή τους! Ο κ. Νάντερ ήξερε ότι του έλεγε ψέματα ο Σαντάμ αλλά σιώπησε.


* Εχοντας πρόθυμο τον κ. Νάντερ να αποδέχεται οποιοδήποτε ψέμα ο Σαντάμ διατύπωσε και το εξής ερώτημα: «Είναι άραγε αποδεκτό κάποιος που έχει δύναμη να κάνει πόλεμο, να καταστρέφει μια ολόκληρη χώρα;». Και ο αυτοφιμωμένος κ. Νάντερ δεν είχε το θάρρος και την εντιμότητα να του αντιπαρατηρήσει ότι ο ίδιος ο ερωτών συνομιλητής του δύο φορές επιτέθηκε σε γειτονικές χώρες (Ιράν και Κουβέιτ) για να τις καταλάβει σκορπώντας τον όλεθρο και τον θάνατο.


Αυτού του είδους η δημοσιογραφία παραπλάνησε στο παρελθόν ολόκληρη την ανθρωπότητα με τον πετρελαιωμένο κορμοράνο που ήταν δήθεν θύμα του Πολέμου του Κόλπου. Αυτή την αδίστακτη δημοσιογραφία έχουν κάποιες τηλεοράσεις τροφοδοτήσει ακόμη και με πληρωμένους ξυλοδαρμούς και φόνους προκειμένου να εξασφαλίσουν εικόνα. Αυτής της δημοσιογραφίας είναι ήδη από καιρό θύμα και η ελληνική κοινωνία. Μια τέτοια δημοσιογραφία δίνει έρεισμα στον πρόεδρο Μπους να περιφρονεί τους θεσμούς και τον καθιστά ακόμη πιο επικίνδυνο.


Ο κ. Γιάννης Μαρίνος είναι ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.