Σχεδόν συνομήλικοι, ο Κωστής Παλαμάς και ο Κ.Π. Καβάφης, ουδέποτε συναντήθηκαν και ουδέποτε αλληλογράφησαν. Δεν μας κληροδότησαν κανένα γραπτό τεκμήριο οικειότητας και αβροφροσύνης ή συντεχνιακής αλληλεγγύης από αυτά που συνήθως ανταλλάσσουν οι ομότεχνοι. Από την πλευρά του Αλεξανδρινού διαθέτουμε κυρίως προφορικές μαρτυρίες, ασαφούς πάντως αξιοπιστίας, καθώς και μερικές γραπτές νύξεις για το ποιητικό μέγεθος και την ποιητική αξία του Παλαμά, όπως την αντιλαμβανόταν ο Καβάφης. Ο Παλαμάς, αντιθέτως, ο οποίος διαθέτει μιαν εκπλήσσουσα ενημέρωση για το τι συμβαίνει τόσο στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο όσο και στο εξωτερικό γύρω από πρόσωπα και ποιητικές τάσεις, είχε επισημάνει εγκαίρως την ιδιοτυπία του Αλεξανδρινού. Στα 1921, γράφοντας βιβλιοκρισία για δύο συλλογές διηγημάτων που είχαν εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια, καταλήγει λέγοντας ότι στην πόλη αυτή «υπάρχει εις ποιητής ωμολογημένης πρωτοτυπίας, ο Καβάφης, εξαιρέτως τιμώμενος υπό των νέων εκεί». Δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να είχε συγκρατήσει ο Παλαμάς από το πρώιμο, ενθουσιώδες και υπερθετικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου για τον Καβάφη στα Παναθήναια του 1903. Ασφαλώς πρέπει να τον είχε σταματήσει η περίπτωση ενός, σχεδόν άγνωστου κατά τα άλλα, ποιητή που διέθετε ως μοναδικά διαπιστευτήρια μια δεκάδα σκόρπιων ποιημάτων, ενός ποιητή που δεν είχε εκδώσει ακόμα συλλογή, αλλά με τον καιρό άρχιζε να προκαλεί ενδιαφέρον και συζητήσεις στα έντυπα του παροικιακού ελληνισμού και να συγκινεί μερίδα νέων στην πρωτεύουσα.


* Από τον έπαινο στη διαμάχη


Αν σταθούμε προσεκτικά στο τελευταίο σκέλος της αναφοράς που κάνει ο Παλαμάς για τον Καβάφη το 1921 («εξαιρέτως τιμώμενος υπό των νέων εκεί»), διακρίνουμε την προσεκτική επιλογή των λέξεων. Ο ποιητής της Ασάλευτης ζωής προσπαθεί να οριοθετήσει και να τοποθετήσει σε μια μεταγενέστερη από την παλαμική εποχή («υπό των νέων») και σε μιαν άλλη από τη δική του περιοχή επιρροής («εκεί») την εμβέλεια και την απήχηση του απροσδιόριστου ακόμη ποιητικού μεγέθους του Καβάφη. Με τη σταθερότητα και τη σιγουριά που του προσφέρει η αδιαφιλονίκητη θέση του στον ελληνικό Παρνασσό, ο Παλαμάς παραδέχεται πάντως την «ωμολογημένη πρωτοτυπία» των ποιημάτων του Αλεξανδρινού. Ολα αυτά, βέβαια, συνέβαιναν πριν ξεσπάσει η δημόσια αντιπαράθεση των δύο ποιητών, στην οποία τους οδήγησαν (εντελώς τυχαία, άραγε;) καλοθελητές οπαδοί και άφρονες θαυμαστές.


Τα γεγονότα που κατέληξαν σ’ αυτή την αντιπαράθεση επωάστηκαν από τη συστηματική διασπορά αντιπαλαμικών δηλώσεων και από την υπερβολικά θαυμαστική στάση των νέων της εποχής απέναντι στον Αλεξανδρινό, κυρίως μετά το καβαφικό αφιέρωμα της Νέας Τέχνης του Βαϊάνου το 1924. Το ως τότε παροικιακό φαινόμενο του Καβάφη μοιάζει να διεκδικεί απαιτητικά την αθηναϊκή και την πανελλήνια αναγνώρισή του. Ουσιαστικά πρόκειται για κλεφτοπόλεμο εκατέρωθεν δηλώσεων. Θρυαλλίδα που προκάλεσε την έκρηξη στάθηκε η γνωστή συνέντευξη του Παλαμά στον Λουκά Χριστοφίδη το 1926. Αξίζει να ανατρέξει κανείς στον οικείο τόμο της «Αλληλογραφίας» του Παλαμά και να ξαναδιαβάσει πώς εκφράζεται, εξαγριωμένος και έξω φρενών, όταν η Semaine Igyptienne αφιερώνει και αυτή τεύχος της στον Καβάφη το 1929.


Από την πλευρά του, ο Καβάφης μέμφεται τον Παλαμά για την πολυγραφία του και για τον υπερβολικό λεκτικό φόρτο των ποιημάτων του. Δεν διστάζει κάποτε να τον συγκρίνει και να αποφανθεί μειωτικά: ο Γρυπάρης και ο Μαλακάσης είναι καλύτεροι ποιητές. Οι παλαμικές αιτιάσεις από την άλλη, βάσει των οποίων αρνείται ο ίδιος να αναγνωρίσει την όποια ποιητική αξία στον ομότεχνό του Αλεξανδρινό, περιστρέφονται γύρω από τους βασικούς άξονες στους οποίους είχε αρχίσει να θεμελιώνεται στο σύνολό της η αντικαβαφική κριτική ήδη από το 1912 με τον λίβελο του ψευδώνυμου Ροβέρτου Κάμπου: κακή στιχουργική, μεικτή γλώσσα, ανορθόδοξη ερωτική θεματογραφία. Με τον τρόπο αυτόν ο Παλαμάς δεν κατηγορεί μόνο τον Καβάφη· υπερασπίζεται τον εαυτό του, τη δική του ποίηση, που είναι η μόνη ποιητική αλήθεια που γνωρίζει και αναγνωρίζει· υπερασπίζεται τον αγώνα του δημοτικισμού, τις καθιερωμένες στιχουργικές φόρμες και τα στιχουργικά τερτίπια, που σε μεγάλο βαθμό εξάντλησαν τη μεσοπολεμική ποίησή μας – και εξαντλήθηκαν μαζί της· υπερασπίζεται, τέλος, το υψηλό φρόνημα που πρέπει να διακρίνει τον «εθνικό» ποιητή και που τον καθιστά αναγνωρίσιμο και αναγνώσιμο «για όλη την οικογένεια».


* Η κυριαρχία του Αλεξανδρινού


Ο νεοελληνικός βίος έχει να επιδείξει αρκετές δημόσιες αντιδικίες και αντιπαραθέσεις πνευματικών ανθρώπων για γλωσσικά, ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ζητήματα. Η αντιπαλότητα όμως Παλαμά – Καβάφη συνιστά μοναδική περίπτωση, επειδή έχει να κάνει με το ποιος κατέχει τα πρωτεία στη σύγχρονή τους ελληνική ποίηση. Ο κάποτε παντοκράτωρ Παλαμάς αισθάνεται να κλονίζεται η θέση που δικαίως είχε καταλάβει ο ίδιος με την αξία του και τους αγώνες του. Του είναι αδύνατον να συλλάβει και να προβλέψει τη μελλοντική, διεθνή πλέον, επιβολή και επίδραση του Καβάφη. Οπως ακριβώς ήταν δύσκολο για τον Παλαμά να συμφιλιωθεί με τα ποιήματα της σεφερικής Στροφής για τα οποία, κατά την ομολογία του, χρειαζόταν ένα «κλειδί» να τα κατανοήσει. Την ίδια δυσκολία απέναντι στον Αλεξανδρινό, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θα αντιμετωπίσουν λίγα χρόνια αργότερα και οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι της γενιάς του Τριάντα.


Αν αναλογιστούμε ότι τα λιγοστά παλαμικά κείμενα στα οποία μνημονεύεται απαξιωτικά ο Καβάφης (όπως π.χ. «Στο γύρισμα της ρίμας», «Libido» ή το «Quelques divs de la republique des lettres grecques») διατηρούν και σήμερα την κριτική τους οξύνοια και το ευρύτερο ενδιαφέρον τους, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι η νεοελληνική κριτική στερήθηκε την ευκαιρία να εμπλουτιστεί και με άλλα παλαμικά κείμενα γύρω από την καβαφική ποίηση, επιφυλακτικού έστω ή αρνητικού χαρακτήρα, ευκαιρία που χάθηκε διά παντός μετά τη δημόσια αντιδικία των δύο ποιητών. Νηφάλιος, και στο μέτρο του δυνατού αμερόληπτος, ο Παλαμάς ασφαλώς θα σχολίαζε με ευθυκρισία και οξυδέρκεια την ποίηση του Καβάφη, όπως είχε κάνει με το σφρίγος της υπερώριμης νεότητάς του το 1921 ο μείζων κριτικός Τέλλος Αγρας, όπως θα κάνει αρκετά χρόνια αργότερα, με άγχος και με πολλά ερωτηματικά, ο Σεφέρης.


Ο κ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος είναι ποιητής και βιβλιογράφος.