Από καιρό έχει καθιερωθεί η τάση να θεωρούμε τον Παλαμά μέσα στα πλαίσια του 19ου αιώνα, ενώ ο «μοντέρνος» Καβάφης πολιτογραφήθηκε μέσα στις μοντέρνες τάσεις του 20ού και εξακολουθεί να πολιτογραφείται ακόμα μέσα στον παγκοσμιοποιημένο μετα-μοντερνισμό. Ωστόσο, και παρά την εκ πρώτης όψεως διαφορετική ψυχοσύνθεσή τους, τα κοινά σημεία των δύο κορυφαίων εκπροσώπων των ελληνικών γραμμάτων της εποχής τους είναι σημαντικά.


Πρώτα πρώτα, πρόκειται για μερικές βιογραφικές συγκυρίες. Σχεδόν συνομήλικοι (ο Παλαμάς γεννήθηκε το 1859, ο Αλεξανδρινός τέσσερα μόνο χρόνια αργότερα) και οι δύο ορφάνεψαν νωρίς από πατέρα, και κατά συνέπεια πέρασαν τα περισσότερα από τα παιδικά τους χρόνια σε περιβάλλον ξένο προς το πατρικό σπίτι: ο Παλαμάς μεταφέρεται από την Πάτρα στο Μεσολόγγι, ο Καβάφης από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη και στην Αγγλία. Και οι δύο, μετά, κέρδιζαν το ψωμί τους με την πένα τους· όχι όμως ως ποιητές, αλλά ως υπάλληλοι της γραφειοκρατίας. Για τον λόγο αυτόν έπρεπε να γίνουν και οι δυο τους δίγλωσσοι: ο Παλαμάς γράφοντας ποιήματα στη δημοτική και επίσημα έγγραφα στην άκαμπτη καθαρεύουσα της εποχής του· ο Καβάφης γράφοντας τα ποιήματά του στην αστική καθομιλουμένη του τόπου και της τάξης του, ενώ στο Γραφείο Αρδεύσεων της αγγλοκρατούμενης Αιγύπτου έπρεπε να δουλέψει στα αγγλικά.


Αλλά και ως ποιητές, παρ’ όλο που ουσιαστικά δεν συνομιλούν, ο Παλαμάς και ο Καβάφης βαδίζουν σε παράλληλους δρόμους. Με τις από κοινού καταβολές τους στον ευρωπαϊκό αισθητισμό του τέλους του 19ου αιώνα, μάλλον συμπτωματικά και οι δυο τους, σε ηλικία περίπου 60 χρόνων, προχωρούν σε μια τριμερή διαίρεση του συνολικού τους έργου. Ο Παλαμάς, στην Ποιητική του, αναγγέλλει τους «τρεις λυρισμούς», ενώ στον ίδιο τον Καβάφη οφείλουμε τις γνωστές τρεις θεματικές ενότητες, την ιστορική, την ερωτική ή προσωπική και τη φιλοσοφική.


Η αναλογία εδώ δεν είναι μόνο αριθμητική. Οπως είναι γνωστό, οι λυρισμοί του Παλαμά αντιστοιχούν ο καθένας (δηλώνεται ρητά από τον ίδιο) σ’ έναν θεματικό άξονα. Ετσι ο «λυρισμός του εμείς» συνδυάζεται με θέματα εθνικά, αλλά και, αναγκαστικά, ιστορικά, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο «λυρισμός του εγώ» είναι ο λυρισμός του χαμηλού τόνου, της εσωστρέφειας, πολλές φορές και της ηττοπάθειας: ακριβώς όπως και ο Καβάφης στα ερωτικά του, ο Παλαμάς στα σχετικά ποιήματα κοιτάζει μέσα του. Τέλος, ο «λυρισμός των όλων» διεκδικεί ρητά (σύμφωνα με την Ποιητική του Παλαμά) τις ίδιες «φιλοσοφικές» αξιώσεις που διεκδικεί και ο Καβάφης με τα λεγόμενα «φιλοσοφικά» του ποιήματα.


Από αυτούς τους παραλληλισμούς ο πιο ενδιαφέρων, κατά την άποψή μου, βρίσκεται ανάμεσα στον «λυρισμό του εμείς» του Παλαμά και τα «ιστορικά» του Καβάφη. Στην περίπτωση του Παλαμά, στον αντίστοιχο «λυρισμό» κατατάσσονται οι μεγάλες «επικολυρικές» συνθέσεις με πνεύμα εθνικό, όπως και πολλά μικρότερα λυρικά ποιήματα. Στο έργο του Αλεξανδρινού, φυσικά, δεν θα βρούμε πουθενά ποιήματα με τη ρητορική έκταση που συναντούμε στον Δωδεκάλογο του Γύφτου ή στη Φλογέρα του Βασιλιά. Αλλά όταν κοιτάξουμε προσεχτικά όλα τα σχετικά ποιήματα του Παλαμά, μικρά και μεγάλα, προκύπτει ως κεντρικό θέμα η ποιητική αποκατάσταση ενός ελληνισμού που απαρτίζεται από τον αρχαίο πολιτισμό, το χριστιανικό Βυζάντιο, την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.


Αλλά και ο Καβάφης, από τη δική του οπτική γωνία της απόκεντρης Αλεξάνδρειας, σε κάτι τέτοιο αποβλέπει και αυτός με τα «ιστορικά» του ποιήματα. Με την απρόσμενη και ευρύτατη αποδοχή του έργου του Καβάφη, ιδίως τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια, έχουν τόσο πολύ ξεπεραστεί τα ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια μέσα στα οποία έγραφε ο ποιητής, ώστε δύσκολα σήμερα καταλαβαίνουμε μερικά πράγματα, τα οποία για τον άμεσο κύκλο του ποιητή θα ήταν αυτονόητα. Αν είναι «ελληνοκεντρικός» ο «λυρισμός του εμείς» του Παλαμά (και δεν είναι πάντοτε όσο λέγεται: χωράει, π.χ., ο Δωδεκάλογος ενός γύφτου), τόσο είναι ελληνοκεντρικός και ο ποιητικός λόγος του Καβάφη. Με τη σημαντικότατη διαφορά, όμως, ότι ο ελληνισμός που λανθάνει κάτω από το σύνολο των ιστορικών ποιημάτων του Αλεξανδρινού δεν έχει ως επίκεντρο τον ελλαδικό χώρο με το ένδοξο παρελθόν της κλασικής Αθήνας αλλά τη γενέτειρα του ποιητή Αλεξάνδρεια, η οποία προβάλλεται, προκλητικά και εναλλακτικά, ως επίκεντρο ενός διασκορπισμένου και παρηκμασμένου ελληνικού πολιτισμού.


Ετσι, ο ελληνισμός του Καβάφη δεν συμπίπτει καθόλου με τον ελληνισμό του ελλαδίτη Παλαμά· και εκεί ακριβώς έγκειται σημαντικό μέρος της πρωτοτυπίας και της ευφυΐας του πρώτου. Αλλά ο «εναλλακτικός» αυτός ελληνισμός του Καβάφη, με τους ελάσσονες και κατά κανόνα ηττημένους ή καταδικασμένους ήρωές του, δεν υμνείται λιγότερο μέσα στα σχετικά ποιήματά του απ’ όσο υμνείται ο ελλαδικός χώρος, με τις συσσωρευμένες παραδόσεις του, στα αντίστοιχα ποιήματα του Παλαμά.


Τίποτε από τα παραπάνω, φυσικά, δεν μειώνει τη σημασία ούτε του ενός ούτε του άλλου ποιητή. Αλλά πρέπει κάποτε να σκεφτόμαστε πως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβάζονται τα κείμενα μιας λογοτεχνίας μπορεί να επηρεάζουν σημαντικά την αντίληψη που έχουμε για το συγκεκριμένο έργο. Οι διαδοχικές αναγνώσεις ενός μείζονα ποιητή κάτι προσθέτουν με το πέρασμα του χρόνου, και αυτό μπορεί να θεωρηθεί κέρδος. Αλλά καμιά φορά και αφαιρούν, με αποτέλεσμα να μείνουμε με στερεότυπα που δεν αντιστοιχούν πάντοτε στην πραγματικότητα.


Ο κ. Roderick Beaton είναι καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας, κάτοχος της Εδρας Κοραή στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.