Η 50ή επέτειος από τον θάνατο του μεγάλου δικτάτορα, στις 5 Μαρτίου 1953, θα αποτελέσει αφορμή για τη συγγραφή πολλών άρθρων γύρω από την πορεία του ως ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης επί περίπου τρεις δεκαετίες και την κληρονομιά της καταπίεσης που ως σήμερα λέγεται σταλινισμός. Αυτή η πορεία άρχισε να γίνεται πιο ξεκάθαρη από τότε που οι ρώσοι ιστορικοί, πριν ακόμη από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, πρόσθεσαν την κριτική εξέτασή τους και πρόσφεραν στους δυτικούς μελετητές τη δυνατότητα μεγαλύτερης πρόσβασης σε πηγές στο Internet. Τα φοβερά χαρακτηριστικά της μάς είναι πια οικεία: ο βιομηχανικός εκσυγχρονισμός και η στρατιωτική νίκη επετεύχθησαν με τίμημα τη λατρεία της προσωπικότητας του Στάλιν, την ανελέητη καχυποψία και καταδίωξη των αντιπάλων και εκατομμύρια θανάτους στα γκουλάγκ.


* Η ανταρσία του προέδρου


Στην Αμερική η προσοχή εν όψει της επετείου θα επικεντρωθεί στην πρόσφατη κληρονομιά αυτής της πορείας έτσι όπως την εκτιμά ο δεδηλωμένος θαυμαστής της Σαντάμ Χουσεΐν. Αλλες φωνές της Αμερικής ωστόσο, που ακούγονται λιγότερο, βρίσκουν στον βορειοκορεάτη δικτάτορα Κιμ Ζονγκ Ιλ τον πιο κοντινό παραλληλισμό. Μερικοί ρώσοι δημοσιογράφοι ανησυχούν για τη λατρεία προσωπικοτήτων και τις τάσεις καταπίεσης που έχουν εμφανιστεί σε ορισμένα από τα νεοϊδρυθέντα κράτη της Κεντρικής Ασίας που αποτελούσαν κάποτε τμήμα της Σοβιετικής Ενωσης.


Εγώ ωστόσο είμαι ιστορικός της πρώην Γιουγκοσλαβίας, γι’ αυτό και θα εστιάσω τις παρατηρήσεις μου στη σημασία που είχε ο θάνατος του Στάλιν το 1953 γι’ αυτό το κράτος και για το μέλλον του. Η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, φαινόταν πριν από 50 χρόνια ότι θα διαρκούσε πολύ. Πράγματι για τον Τίτο και τους στενούς συνεργάτες του στην Ενωση των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών ο θάνατος του Στάλιν αντιπροσώπευε έναν θρίαμβο. Η ανταρσία τους προς τη σοβιετική κυριαρχία το 1948 είχε γρήγορα πάρει το όνομα «ρήξη Τίτο – Στάλιν». Δεν ήταν αναμενόμενο να αντέξουν. Σίγουρα κάποιοι ντόπιοι πιστοί στη Μόσχα κομμουνιστές και ένας σοβιετικός στρατιωτικός εκφοβισμός θα φρόντιζαν με κάποιον τρόπο να τους ανατρέψουν.


Και ξαφνικά ο Στάλιν βρέθηκε νεκρός στα 73 του και ο Τίτο ζωντανός και στη ρώμη της ηλικίας των 60 ετών. Αξίζει να αναφέρουμε τον Βλαντίμιρ Ντέντιγερ και την από πρώτο χέρι αφήγησή του στο Η μάχη που έχασε ο Στάλιν. Αναμνήσεις από τη Γιουγκοσλαβία, 1948-1953. Η είδηση της μοιραίας ασθένειας του Στάλιν την προηγουμένη του θανάτου του έκανε τον Ντέντιγερ να τηλεφωνήσει στον Μίλοβαν Ντζίλας για να διαβιβάσει «τα ευχάριστα νέα» στον Τίτο και στα άλλα ανώτατα ηγετικά στελέχη. Ευγνώμων ο Ντζίλας χάρισε στον Ντέντιγερ ένα χρυσό ρολόι, το οποίο του παραδόθηκε από τον Τίτο προς τιμήν αυτού του γεγονότος. Αργότερα ο Ντζίλας είχε πει ότι η τελευταία σκέψη του Στάλιν πριν από τον θάνατό του θα πρέπει να ήταν: «Η Γιουγκοσλαβία δεν υποχωρεί». Ενας άλλος συνεργάτης, ο Βέλικο Βλάχοβιτς, είχε αναφωνήσει: «Τώρα είναι φανερό πόση ιστορική αναγνώριση μας αξίζει που τον ξεσκεπάσαμε». Ο Τίτο έφυγε για την Αγγλία «ευδιάθετος» και «σε ολόκληρο το Βελιγράδι τα πρόσωπα ακτινοβολούσαν».


Θυμηθείτε τις δημόσιες εκφράσεις οδύνης και απώλειας στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη ή Σοβιετικό Μπλοκ, όπως το έλεγαν τότε. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια των δημόσιων αισθημάτων οπουδήποτε αλλού εκτός από τη Βουλγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Οι πολιτικές συνέπειες γι’ αυτά τα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν μεγαλύτερης ιστορικής σημασίας καθώς απηλλάγησαν από τον σοβιετικό έλεγχο μέσω των «Μοσχοβιτών» τους και άρχισαν να χαλαρώνουν περιορισμούς που οδήγησαν σε ανοιχτές εξεγέρσεις στην Ανατολική Γερμανία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία.


* Το κόψιμο του ομφάλιου λώρου


Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο απέφυγε τα προβλήματα της συλλογικής ηγεσίας που ενέτειναν τα δεινά του Σοβιετικού Μπλοκ ως το 1956. Το μεγαλύτερο κέρδος όμως του καθεστώτος, η ανάκτηση της αυτοπεποίθησής του από την επικράτηση επί του Στάλιν, αποδείχθηκε απατηλό. Η επιβίωση και η ανεξαρτησία δεν σήμαιναν ότι οικοδομείτο ένα πιο επιτυχημένο μοντέλο σοσιαλισμού. Ούτε η ιστορική αναγνώριση για το ξεσκέπασμα του Στάλιν είναι τόσο μεγάλη για τον Τίτο και τους συνεργάτες του. Οχι μόνο εξαιτίας της μυστικής ομιλίας του Χρουστσόφ το 1956 και του έργου των δυτικών και των ρώσων μελετητών που ακολούθησε. Ας θυμηθούμε ότι η πρώτη απάντηση του Τίτο στον αφορισμό από το ανερχόμενο Σοβιετικό Μπλοκ ήταν ένα καθεστώς ασφαλείας που αποτελούσε πιστή αντιγραφή του Στάλιν. Βεβαίως υπήρξε μια σχετικά γρήγορη υποχώρηση από την πολιτική της αναγκαστικής αγροτικής κολεκτιβοποίησης που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1949. Ωστόσο η εσωτερική καταστολή κάθε υποψίας αντιπολίτευσης θα διαρκούσε ως και τη δεκαετία του 1960 στο Κοσσυφοπέδιο και στα Σκόπια. Ακόμη και μετά τη συμβολή του στο να πειστεί ο Τίτο να εγκαταλείψει τον κεντρικό σχεδιασμό και να εισαγάγει την εργατική αυτοδιοίκηση το 1950 ο Εντβαρντ Καρντέλι, διάσημος φιλελεύθερος του στενού κύκλου, απέρριπτε τη χαλάρωση των μέτρων. «Χρειαζόμαστε τώρα απεγνωσμένα τα στρατόπεδα» είπε στον Τίτο.


Ο θάνατος του Στάλιν αφαίρεσε τη δικαιολογία για τα στρατόπεδα κράτησης και κακομεταχείρισης συμπαθούντων των Σοβιετικών. Το Goli Otok ήταν το πλέον διαβόητο από αυτά. Ο θάνατός του άφησε όμως επίσης ελεύθερο το καθεστώς του Τίτο να προχωρήσει στην αποκατάσταση μιας στενής αλλά ανεξάρτητης σχέσης με τη Σοβιετική Ενωση. Επισήμως αποκατασταθείς για τη Γιουγκοσλαβία το 1956, ο σύνδεσμος αυτός είχε τόσο ιδεολογικό όσο και οικονομικό στόχο. Ο ιδεολογικός δεσμός θα επιβεβαιωνόταν με τον πιο μοιραίο τρόπο τη δεκαετία του 1980 μέσω της ηγεσίας του Εθνικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού (JNA), του σώματος του οποίου η εκπαίδευση, από την εποχή της ρήξης Τίτο – Στάλιν, είχε ειρωνικά οργανωθεί γύρω από την απώθηση ενδεχόμενης σοβιετικής επίθεσης. Οι στρατηγοί του έστειλαν στρατεύματα στον πόλεμο στην Κροατία το 1991 για να την υπερασπίσουν από μια φανταστική επίθεση του ΝΑΤΟ που υποτίθεται ότι σκόπευε να εκμεταλλευθεί τις απαιτήσεις των Κροατών για ανεξαρτησία ώστε να καταστρέψει την υπό κομμουνιστική ηγεσία Γιουγκοσλαβία.


* Η αμερικανική βοήθεια


Ο θάνατος του Στάλιν ενίσχυσε επίσης την αυτοπεποίθηση της Γιουγκοσλαβίας στη συναλλαγή της με την καπιταλιστική Δύση γενικότερα και με τον βασικό οικονομικό υποστηρικτή της, τις ΗΠΑ, ειδικότερα. Το 1953 ήταν το έτος της αποκορύφωσης της αμερικανικής βοήθειας, η οποία θα έφθανε τα 2,5 δισ. δολάρια από το 1947 ως το 1967. Το συνολικό ποσό της Ελλάδας για την ίδια περίοδο ήταν 3,7 δισ. δολάρια. Οπως όμως και στην Ελλάδα με το καταπιεστικό δεξιό καθεστώς της δεκαετίας του 1950, η αμερικανική βοήθεια δεν έφερε το εξαγγελθέν αναμενόμενο αποτέλεσμα: την προώθηση μεταρρυθμίσεων στις οποίες ήδη προέβαιναν τα ιδρυτικά μέλη της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Τίτο και η συνοδεία του είχαν ανακτήσει την αυτοπεποίθησή τους, ναι, μόνο όμως ως προς την αποκέντρωση που άφηνε όλες τις πολιτικές εξουσίες στα χέρια του κόμματος που τώρα λεγόταν Ενωση των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών (SKJ). Εξ ου και η απόφασή τους να υποβάλουν το 1951 τα νέα εργατικά συμβούλια, τον υποτιθέμενο θεμέλιο λίθο της αυτοδιοίκησης των εργατών, στην τοπική ηγεσία της SKJ. Ετσι δημιουργήθηκαν τα τοπικά κόμματα των δημοκρατιών, των οποίων τη ροπή προς τον εθνικισμό για τη διατήρηση της λαϊκής υποστήριξης μόνο ο Τίτο μπορούσε να συγκρατήσει.


Η αμερικανική βοήθεια έπαιξε τον ρόλο της στην καθιέρωση αυτών των καθεστώτων των δημοκρατιών. Ο κύριος όγκος της έφθανε με τη μορφή τροφίμων και ενίσχυσης των ισοζυγίων πληρωμών που επέτρεψε σε κάθε δημοκρατία να συγκεντρώσει επενδύσεις με βάση μόνο την εξαρτώμενη από τις εισαγωγές βαριά βιομηχανία που αποθαρρυνόταν από την αμερικανική οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα. Οταν το 1953 η αμερικανική πρεσβεία ζήτησε από τη Γιουγκοσλαβία να μειώσει τον συνολικό αριθμό των βιομηχανικών επενδύσεών της, το καθεστώς του Τίτο επέτρεψε σε κάθε δημοκρατία να προστατεύσει τη βαριά βιομηχανία της κάνοντας περικοπές στην ελαφριά. Μόνο και μόνο η αντίσταση στη σοβιετική ηγεμονία και στον σοβιετικού τύπου συγκεντρωτισμό ήταν αρκετή για τις ΗΠΑ. Στην πορεία η μεγάλη ευκαιρία για τη δημιουργία μιας ενιαίας γιουγκοσλαβικής οικονομίας ενσωματωμένης στις αρχές της αγοράς, με μια σχετικά πλεονεκτική θέση, έστω και χωρίς ιδιωτικές επιχειρήσεις, χάθηκε. Η ευκαιρία δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά οδηγώντας τις ανταγωνιζόμενες οικονομίες των δημοκρατιών σε πολιτική σύγκρουση μετά τον θάνατο του Τίτο το 1980.


Ο κ. John R. Lampe είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ.