Ο γερμανός κομμουνιστής Βόλφγκανγκ Λέοναρντ βρέθηκε σε μεγάλη σύγχυση όταν το 1935 αποφάσισε να αγοράσει έναν καινούργιο χάρτη της Μόσχας για να αντικαταστήσει τον χάρτη του 1924 που είχε στην κατοχή του. Ο καινούργιος χάρτης της Μόσχας είχε ενσωματώσει όλες τις αλλαγές που προβλεπόταν να γίνουν ως το 1945. Οποτε αναζητούσε κάτι στην πόλη έπρεπε να χρησιμοποιεί και τους δύο χάρτες: τον έναν που έδειχνε πώς ήταν η πόλη πριν από 10 χρόνια και τον άλλον που έδειχνε πώς θα είναι μετά από 10 χρόνια. Το περιστατικό αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Jeffrey Brooks, Thank you, Comrade Stalin! Soviet Public Culture from Revolution to Cold War (Ευχαριστώ, σ. Στάλιν! Σοβιετική δημόσια κουλτούρα από την Επανάσταση ως τον Ψυχρό Πόλεμο), και δείχνει ότι την εποχή του Στάλιν το παρόν είχε συμπιεστεί μεταξύ του παρελθόντος και των προσδοκιών που συνόδευαν το μέλλον ή, ακόμη καλύτερα, το παρόν μπορούσε να κατανοηθεί μόνο μέσα από την ένταξη και την ολοκλήρωσή του στο μέλλον.


* Πέντε χρόνια σε τέσσερα


Το πρώτο πεντάχρονο πλάνο στα 1928 και η έναρξη της κολεκτιβοποίησης στα 1929 έγιναν τα μόνιμα θέματα στις εφημερίδες, στο ράδιο, στον κινηματογράφο, όπως και η φράση του Στάλιν ότι η χώρα είχε μπροστά της δέκα χρόνια για να επιτύχει αυτό που άλλες κατόρθωσαν σε έναν αιώνα, γι’ αυτό και σύντομα αποφασίστηκε η συντόμευση του πρώτου πλάνου με το σύνθημα «Πέντε χρόνια σε τέσσερα». Εφημερίδες, αφίσες, τραγούδια, κινηματογραφικές ταινίες γέμιζαν από αριθμούς, ποσοστά, συγκρίσεις των δεικτών παραγωγής, της ταχύτητας κάλυψης του πλάνου, των νέων ρεκόρ που επιτυγχάνονταν σε κάθε γωνιά της Σοβιετικής Ενωσης.


Το παρόν όμως είχε και μία άλλη, σκοτεινή πλευρά. Οι εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες που εγκατέλειπαν τα κολχόζ, η πείνα, οι άθλιες συνθήκες ζωής και απασχόλησης των εργατών, οι διαρκείς ελλείψεις αγαθών και βέβαια το τεράστιο κύμα εκκαθαρίσεων στη δεκαετία του 1930. Ο Λέοναρντ, ο οποίος δεν μπορούσε να αγνοήσει την άλλη πλευρά, γιατί εκτός των άλλων η μητέρα του πέθανε σε στρατόπεδο, πίστευε ότι υπήρχαν δύο διαφορετικά επίπεδα, «το ένα των καθημερινών γεγονότων και εμπειριών στα οποία έβρισκα τον εαυτό μου να ασκεί κριτική, το άλλο ήταν αυτό της μεγάλης κομματικής γραμμής, την οποία, παρά τις επιφυλάξεις μου, θεωρούσα ορθή, από πλευράς γενικών αρχών».


* Δύο διαφορετικές αναγνώσεις


Αν εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας για τη συζήτηση περί Στάλιν ή του «σταλινικού φαινομένου» στην αμερικανική βιβλιογραφία θα διαπιστώσουμε δύο ριζικά διαφορετικές οπτικές. Η πρώτη οπτική αφορά την προσέγγιση της σταλινικής εποχής στο πλαίσιο της θεωρίας του ολοκληρωτισμού. Ιδιαίτερα δημοφιλής σε πολιτικούς επιστήμονες (αλλά και κάποιους ιστορικούς) κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, θεώρησε το καθεστώς του Στάλιν ως την πεμπτουσία του ολοκληρωτισμού: ένα καθεστώς το οποίο στηρίχθηκε στην καταπίεση και στην εξαπάτηση του πληθυσμού και μια κοινωνία ασφυκτικά ελεγχόμενη από έναν παντοδύναμο δικτάτορα.


Η δεύτερη οπτική, αρχικά περιθωριακή, είχε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Η Sheila Fitzpatrick και ο Moshe Lewin μέσα από μια σειρά σημαντικές μελέτες, που δημοσιεύθηκαν στα τέλη της δεκαετίες του 1970 και στη δεκαετία του 1980, εστίασαν στην κοινωνική ιστορία της σταλινικής περιόδου και υιοθέτησαν την οπτική της ιστορίας «από τα κάτω»: μελέτη συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, των κοινωνικών προϋποθέσεων γένεσης της κομματικής γραφειοκρατίας, της εκπαίδευσης ως μηχανισμού κοινωνικής ανόδου. Η εικόνα του καθεστώτος ως μηχανισμού καταπίεσης ή του Στάλιν ως παντοδύναμου δικτάτορα ανατρεπόταν.


Η Fitzpatrick, λόγου χάρη, πρότεινε ότι ως τη δεκαετία του 1930 υπήρξε μια «πολιτισμική επανάσταση», με την έννοια της ριζοσπαστικής κινητοποίησης των εργατών και της δημιουργίας ευκαιριών ραγδαίας κοινωνικής ανόδου των εργατών και αγροτών μέσω της εκπαίδευσης. Η «επανάσταση από τα πάνω» του Στάλιν συνάντησε τις προσδοκίες «από τα κάτω» στην ανάγκη δημιουργίας μιας νέας ελίτ τεχνικών και διευθυντών. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν ότι η νέα ελίτ για να διαφυλάξει τη θέση της σταμάτησε την περαιτέρω ριζοσπαστική κινητοποίηση προς όφελος της σταθερότητας και της επιστροφής στην κανονικότητα – ανάλυση που απηχεί την κριτική του Τρότσκι περί «προδομένης επανάστασης».


Η δεύτερη, αναθεωρητική οπτική κυριάρχησε στην αμερικανική βιβλιογραφία τη δεκαετία του 1990. Αφενός το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αλλά και αφετέρου το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων σε δυτικούς μελετητές, που παρείχαν τη δυνατότητα για μια πιο πλούσια και τεκμηριωμένη μελέτη, έδωσαν μια νέα ώθηση στη μελέτη της σταλινικής περιόδου. Ο Jeffrey Brooks στο προαναφερθέν βιβλίο ασχολείται με το πώς το καθεστώς διαχειρίστηκε τη σύγκρουση παρόντος – μέλλοντος και καθημερινότητας – ιδεολογίας. Υποστηρίζει ότι το καθεστώς υπήρξε ένα είδος «μαγικού θεάτρου», όπου το παρόν έδινε τη θέση του σε έναν φαντασιακό κόσμο, ο οποίος λειτουργούσε πέρα από τις συμβατικές διακρίσεις του χρόνου. Η σύλληψη του χρόνου, όπως αυτή κατασκευαζόταν στη δημόσια σφαίρα από τον Τύπο, το ράδιο κτλ., ως μιας πορείας από το σκοτάδι στο φως επέτρεψε την άμβλυνση της διάκρισης μεταξύ παρόντος και μέλλοντος, δημιουργώντας στη θέση του ένα συνεχές στο οποίο το μέλλον διαρκώς επίκειτο.


Μια άλλη πολύ σημαντική μελέτη είναι του Stephen Kotkin: Magnetic Mountain. Stalinism as Civilization (Μαγνητικό βουνό. Ο σταλινισμός ως πολιτισμός). Εξετάζει την ιστορία μιας πόλης-μεταλλουργικής βιομηχανίας στα Ουράλια, του Μαγκνιτογκόρσκ, τη δεκαετία του 1930. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι παρουσιάζει τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι εργάτες της πόλης αντιμετώπισαν το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης (και άρα την κοινωνική υποστήριξη που απολάμβανε το καθεστώς) σε μια πρώτη φάση αλλά και τις αντιθέσεις και συγκρούσεις με τη διευθυντική-κομματική ελίτ που γέννησε η διάψευση των προσδοκιών των εργατών.


* Το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης


Σε ένα δεύτερο επίπεδο βρίσκεται μια πλούσια σε ιδέες συζήτηση για την ιδέα και το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης. Ο συγγραφέας εγγράφει την ουτοπική ιδέα του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και του ανθρώπου στην παράδοση της νεωτερικότητας και αναλύει με ποιον τρόπο αυτή η ιδέα στην περίπτωση της Σοβιετικής Ενωσης (αλλά και γενικότερα) οδήγησε στην επέκταση και ισχυροποίηση του κράτους. Η ιδεολογία και το πρόγραμμα ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μέσα από την ταχύτατη εκβιομηχάνιση και κολεκτιβοποίηση δημιούργησε ένα πραγματικό χάος στη Σοβιετική Ενωση. Από αυτή την άποψη, η προσέγγιση του «Μεγάλου Τρόμου» συνολικά, και όχι μόνο των «Μεγάλων Δικών», στη δεκαετία του 1930 με τα εκατομμύρια θύματα που προκάλεσε, ως μια προσεκτικά σχεδιασμένη στρατηγική του Στάλιν για να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας, πρέπει να επανεξεταστεί. Σε αυτή την κατεύθυνση τόσο το βιβλίο των J. Arch Getty και Oleg Naumov, The Road to Terror. Stalin and the Self-Destruction of the Bolsheviks, 1932-39 (Ο δρόμος προς τον Τρόμο. Ο Στάλιν και η αυτοκαταστροφή των Μπολσεβίκων), όσο και το βιβλίο του Gαbor Τ. Rittersporn, o οποίος ζει και διδάσκει στη Γαλλία, Stalinist Simplifications and Soviet Complications. Social Tensions and Political Conflicts in the USSR, 1933-1953 (Σταλινικές απλοποιήσεις και σοβιετικές περιπλοκές. Κοινωνικές εντάσεις και πολιτικές συγκρούσεις στην ΕΣΣΔ, 1933-1953), προσφέρουν μια αρκετά διαφορετική ερμηνεία.


Ο «Μεγάλος Τρόμος» δεν ήταν αποτέλεσμα της παντοδυναμίας του Στάλιν αλλά ακριβώς της αδυναμίας του να ελέγξει τη διαδικασία την οποία έθεσε σε κίνηση. Η τεράστια έκταση του «Μεγάλου Τρόμου» δείχνει ότι δεν ήταν συστατικό στοιχείο κάποιου σχεδίου αλλά αποτέλεσμα μιας κατάστασης σχεδόν εμφυλίου πολέμου και όπου πίσω από τη ρητορική περί «αντεπαναστατών» και «προδοτών» βρίσκονταν συγκρούσεις τόσο εντός της κυρίαρχης ελίτ (ιδιαίτερα μεταξύ κέντρου και επαρχιών) όσο και μεταξύ κοινωνικών ομάδων.


Η αποδέσμευση από τα απλουστευτικά σχήματα του ολοκληρωτισμού απέδωσε την τελευταία δεκαετία μελέτες που δείχνουν την πολυπλοκότητα της σοβιετικής κοινωνίας της σταλινικής περιόδου. Μέσα από αυτόν τον δρόμο ίσως κατανοήσουμε πώς ο Βόλφγκανγκ Λέοναρντ μπορούσε να συνδέει την εμπειρία με την ιδεολογία, πώς μπορούσε να «διαβάζει» τον χάρτη της Μόσχας…


Ο κ. Πολυμέρης Βόγλης είναι λέκτορας της Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας.