Η συζήτηση στη Βουλή την περασμένη Τετάρτη αφορούσε το νομοσχέδιο του ΥΠΕΧΩΔΕ σχετικά με το Εθνικό Κτηματολόγιο. Από τη μεριά της η υπουργός υπεραμύνθηκε των προτάσεων του υπουργείου λέγοντας ότι με τις οριακές αλλαγές που πρότειναν θα διευκολυνθεί η επιτυχία της σχετικής προσπάθειας, ενώ από την άλλη ο επίτιμος αρχηγός και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης επέκριναν τις αλλαγές ως ανεπαρκείς και αποσπασματικές. Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία και έγινε νόμος του κράτους. Αλλά αυτό που δεν προέκυψε είναι αν θα αποκτήσουμε και πότε Εθνικό Κτηματολόγιο. Επειδή λοιπόν το ζήτημα για να αντιμετωπισθεί οριστικά και αποτελεσματικά πρέπει να συνδυαστεί και με άλλες γενικότερες συνιστώσες που το προσδιορίζουν, ο στόχος μου σήμερα είναι να ρίξω λίγο φως στη θεμελιώδη σχέση που υπάρχει μεταξύ περιουσιακών δικαιωμάτων και δημοκρατίας.


Προς τούτο, κατά ευτυχή συγκυρία, έχω στη διάθεσή μου και θα χρησιμοποιήσω το βιβλίο του πρώην φοιτητή μου και διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Παναγιώτη Ευαγγελόπουλου με τίτλο Περιουσία και αγορά: Το δίπτυχο της ελευθερίας, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση. Στο βιβλίο αυτό θεμελιώνονται τρεις βασικές προτάσεις. Η πρώτη είναι ότι η κατοχή περιουσίας δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να έχουν και να εκφράζουν άποψη χωρίς να φοβούνται ότι οι αρχές με τις ενέργειές τους θα αποστερήσουν τα προς το ζην από τους ίδιους και τις οικογένειές τους.


Αλλά, ενώ η περιουσία αποτελεί αναγκαία συνθήκη άσκησης των ατομικών ελευθεριών, δεν είναι ταυτόχρονα επαρκής. Και τούτο γιατί τα εκ της περιουσίας απορρέοντα δικαιώματα έχουν αξία μόνο αν μπορούν να ανταλλαγούν με άλλα δικαιώματα τα οποία οι πολίτες έχουν ανάγκη και επιθυμούν να αποκτήσουν. Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει μια κατοικία και επιθυμεί να αλλάξει πόλη, για να ασκήσει την επιλογή του πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός χαμηλού κόστους μέσα από τον οποίο να μπορεί να την ανταλλάξει με μια κατοικία στην άλλη πόλη. Στο βιβλίο του κ. Ευαγγελόπουλου αποδεικνύεται ότι ο μηχανισμός αυτός δεν είναι άλλος από την αγορά. Αυτή είναι η δεύτερη πρόταση. Τέλος, η τρίτη πρόταση είναι ότι, για να αποφέρει η αγορά τα επιθυμητά της αποτελέσματα, τα περιουσιακά δικαιώματα πρέπει να είναι καθορισμένα με σαφήνεια και βεβαιότητα ώστε κάθε πολίτης να φέρει πλήρως το κόστος των επιλογών του.


Η μεγιστοποίηση όμως των ατομικών ελευθεριών που επιτυγχάνεται μέσω των θεσμών της περιουσίας και της αγοράς για κάποιους πολίτες πρέπει να φθάνει μέχρι του σημείου όπου αρχίζουν οι ελευθερίες των άλλων πολιτών. Κατά συνέπεια, για την εύρυθμη λειτουργία τους απαιτείται να υπάρχει έννομη τάξη μέσω της οποίας να περιορίζεται η καταχρηστική άσκηση οικονομικής δύναμης εκ μέρους των πολιτών. Με τη σειρά της αυτή η συνθήκη προϋποθέτει ένα σύστημα διακυβέρνησης τύπου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με μικρό κράτος, με συχνή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και με πλήρη διαφάνεια ώστε να ελαχιστοποιείται η φθορά που οι κυβερνήσεις μπορούν να προκαλέσουν στην περιουσία και στην αγορά. Γι’ αυτό ακριβώς οι προϋποθέσεις της μεγέθυνσης των ατομικών ελευθεριών δεν είναι δύο αλλά τρεις. Ητοι, η περιουσία, η αγορά και η κοινοβουλευτική δημοκρατία.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.