Για τον έρωτα γράφουν κυρίως οι λογοτέχνες. Εχουν βεβαίως ασχοληθεί μαζί του και οι φιλόσοφοι και, μέσα στον 20ό αιώνα, και οι ψυχολόγοι και οι ψυχαναλυτές. Ελάχιστα ωστόσο υπήρξε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας – εκτός ίσως από τη βιολογία και την ιατρική, που μελέτησαν τις εκδηλώσεις του «γενετήσιου ενστίκτου». Και όμως το ερωτικό συναίσθημα και η ερωτική συμπεριφορά δεν αποτελούν μια αδιαφοροποίητη βιολογική πραγματικότητα – φυσική, αναπόφευκτη και δεδομένη – αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής εξέλιξης. Γι’ αυτό και οι τρόποι με τους οποίους η αγάπη και ο έρωτας εκφράζονται είναι ιστορικά προσδιορισμένοι. Τα φαντασιακά μοντέλα και οι κοινωνικές πρακτικές του έρωτα υφίστανται συνεχή εξέλιξη την οποία ο ιστορικός μπορεί να παρακολουθήσει, να περιγράψει και να ερμηνεύσει. Και οι ανθρωπολόγοι εξάλλου μελετώντας τα διάφορα πολιτισμικά συστήματα και κουλτούρες συμβάλλουν στην επιστημονική προσέγγιση και εν τέλει στην απομυθοποίηση ενός μυθοποιημένου συναισθήματος. Οπως συνήθως συμβαίνει, ο έρωτας είναι στην πραγματικότητα το αντίθετο του μύθου του: εφήμερος και όχι αιώνιος, απολυταρχικός και όχι δημοκρατικός, εγωκεντρικός και όχι αλτρουιστικός. Αυτά τα στοιχεία εξάλλου διαφοροποιούν τον έρωτα από την αγάπη – έννοια που συνδέεται περισσότερο με εκείνες της στοργής και της φιλίας και η οποία παραπέμπει στην ανιδιοτέλεια και στον αλτρουισμό.


Ο έρωτας λοιπόν έχει και αυτός την ιστορία του και σε αυτή την ιστορία ανήκουν οι ηθικοί κώδικες και οι αξίες, οι χειρονομίες και οι λέξεις, οι ιατρικές θεωρίες, οι αναπαραστάσεις και οι πρακτικές. Ο Norbert Elias περιέγραψε την αλλαγή στην ερωτική συμπεριφορά στη Δύση στο πλαίσιο της «διαδικασίας πολιτισμού» που χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την «αυλική» στην αστική κοινωνία τον 18ο-19ο αιώνα. Τότε επικρατεί το πρότυπο των αισθημάτων αιδούς γύρω από τις σεξουαλικές σχέσεις οι οποίες εκτοπίζονται πλέον στα «παρασκήνια της κοινωνικής ζωής» και περιορίζονται στην κλειστή οικογένεια. Στα παρασκήνια απωθούνται και τα ερωτικά «παραπτώματα» ενώ αυξάνονται ο αυτοέλεγχος και η αυστηρή πειθάρχηση της σεξουαλικότητας. Η διαδικασία αυτή αντιστοιχεί σε μια όλο και πιο έντονη ιδιωτικοποίηση όλων των σωματικών λειτουργιών «πίσω από κλειστές πόρτες».


Εχει προηγηθεί βεβαίως, ήδη από τον Μεσαίωνα, μέσω των σεξουαλικών απαγορεύσεων που επέβαλε η Εκκλησία, η σύνδεση του μεταφυσικού φόβου με τη σαρκική επιθυμία. Η ενοχοποίηση της σεξουαλικότητας στηρίζεται τότε στη δαιμονοποίηση του ερωτικού ενστίκτου και στην πρόσληψη των αφροδίσιων νοσημάτων ως ουράνιων τιμωριών για τις σεξουαλικές υπερβολές. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκαρντ, η ουσιώδης επίδραση του χριστιανισμού στον δυτικό πολιτισμό εντοπίζεται στην εχθρότητα ανάμεσα στο πνεύμα και στη σάρκα, στοιχείο που ρυθμίζει καθοριστικά τη σχέση μας με τον έρωτα.


Στον 19ο αιώνα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη βικτωριανή Αγγλία, η ηθική ορίζεται με βάση τη σεξουαλική συμπεριφορά. Το αστικό μοντέλο της γυναικείας «ψυχρότητας», η καλλιέργεια στα κορίτσια της περιφρόνησης για το σώμα τους και της ντροπής, η φιλανθρωπική δραστηριότητα για την προστασία της γυναίκας-«θύματος» του ανδρικού «κυνισμού» φωτίζουν κάποιες όψεις ερωτικών συμπεριφορών. Σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις τον 19ο αιώνα, η κατανόηση του ερωτικού συναισθήματος περνά μέσα από την κατανόηση της «φύσης» της γυναίκας. Συνδεδεμένη με την ευαισθησία, το συναίσθημα, τις συγκινήσεις και τις παρορμήσεις, η γυναικεία ταυτότητα έχει στο κέντρο της την «καρδιά». Ταυτόχρονα, ως κόρη της Εύας αλλά και πνευματική κόρη της Μαρίας, η γυναίκα παρουσιάζεται να έχει διπλή φύση – τόσο καθησυχαστικά ενάρετη όσο και αινιγματικά επικίνδυνη.


Ο θρησκευτικός κώδικας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της γυναικείας φύσης ανευρίσκεται και στη ρητορική του ρομαντικού έρωτα, ο οποίος κυριαρχεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η εικόνα του αγαπημένου προσώπου ως «ουράνιου δημιουργήματος» που «λατρεύεται», η ακατανίκητη ροπή προς το ιδανικό και η ρητορική της ερωτικής εξομολόγησης που παραπέμπει στο μυστήριο της εξομολόγησης (ομολογία, η κάθαρση της οδύνης, η προσδοκία της ανταμοιβής) ανήκουν όλα στο θρησκευτικό ιδίωμα. Ο ρομαντικός έρωτας εξάλλου είναι ταξικά προσδιορισμένος, εφόσον ο αγροτικός κόσμος θεωρείται ανίκανος να αναπτύξει αυτή τη λεπτότητα των αισθήσεων και των συναισθημάτων λόγω της βιαιότητας που θεωρείται ότι επιβάλλει στον τρόπο συμπεριφοράς η χειρωνακτική εργασία. Οι κατώτερες τάξεις γενικότερα άλλωστε κατηγορούνταν την ίδια εποχή για «ανηθικότητα» και «χαλαρότητα ηθών» από μια αστική τάξη που επέβαλλε ηθικά πρότυπα που τη διαφοροποιούσαν – ως ανώτερη – τόσο από την αριστοκρατία όσο και από τις κατώτερες τάξεις.


Εν τούτοις, από τα τέλη του 19ου αιώνα ξεκινά η απενοχοποίηση της σεξουαλικότητας μέσω των επιστημονικών προόδων οι οποίες εξασφαλίζουν σταδιακά τη θεραπεία των αφροδίσιων νοσημάτων αλλά και μέσω της ψυχανάλυσης που την απαλλάσσει από το βάρος των αισθημάτων ενοχής. Μέσα στον 20ό αιώνα και ως τη «σεξουαλική επανάσταση» της δεκαετίας του ’60 εμφανίζονται ερωτικές συμπεριφορές που είναι τελείως ξένες προς το χριστιανικό πολιτισμικό σύστημα. Από τη δεκαετία του ’80 τα γυναικεία περιοδικά περιέχουν «συνταγές» ερωτικής ικανοποίησης ή συμβουλές πώς μια γυναίκα μπορεί «να κρατήσει τον άνδρα της μιας βραδιάς». Και στις 14 Φεβρουαρίου η ερωτική εξομολόγηση αναπαράγεται μαζικά μέσω ενός παγκόσμιου τυποποιημένου λόγου.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.