Με τη συμπλήρωση ογδόντα χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή, το 2002 ανακηρύχθηκε έτος μνήμης. Διοργανώθηκαν ποικίλες εκδηλώσεις, δημοσιεύθηκαν αφιερώματα στον Τύπο, κυκλοφόρησαν σχετικές εκδόσεις, έγιναν εκπομπές στην τηλεόραση. Κατά παράδοξο όμως τρόπο, οι εκδηλώσεις «μνήμης» αυτές συνοδεύτηκαν από σειρά ενεργειών με σκοπό την εξαφάνιση ενός από τους τελευταίους τόπους μνήμης που συνδέονται με την ιστορία και την παρουσία του προσφυγικού στοιχείου στην πόλη…


Αναφερόμαστε στο σχέδιο κατεδάφισης του συγκροτήματος των προσφυγικών πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας, «με σκοπό την αξιοποίηση, για δημόσια ωφέλεια, ολοκλήρου του χώρου, ως πάρκου αναψυχής και παιδικής χαράς», όπως αναφέρουν οι επιστολές που άρχισαν να λαμβάνουν από το καλοκαίρι του 2000 οι κάτοικοι και ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων.


Θεωρούμε ότι το έργο που παρουσιάζεται ως «αξιοποίηση – ανάπλαση» του χώρου των προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας επιφέρει διπλό πλήγμα στη μνήμη: αφενός ο χώρος όπου εγκαταστάθηκε μέρος της πρώτης γενεάς των μικρασιατών προσφύγων στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και όπου σήμερα ζουν κάποιοι από τους απογόνους τους, ένας από τους ελάχιστους θυλάκους μνήμης που απομένουν στην Αθήνα, σβήνεται από τον χάρτη της πόλης. Αφετέρου, εξαφανίζεται ένα αρχιτεκτονικό σύνολο του οποίου τη διατήρηση και ένταξη στην κληρονομιά της πόλης της Αθήνας, ως προτύπου της μοντέρνας αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του 1930, εισηγήθηκε η Διεθνής Ενωση Αρχιτεκτόνων (απόφαση συμβουλίου UIA, Τυνησία, 23/05/01).


* Η ιστορική γενιά του ’30


Κτισμένο από τους αρχιτέκτονες Κ. Λάσκαρη και Δ. Κυριακό (1933-36), το συγκρότημα της λεωφόρου Αλεξάνδρας αποτελεί υπόδειγμα αρχιτεκτονικής της πρώτης «ηρωικής» εποχής του μοντερνισμού και της παράδοσης του Μπαουχάους, όπως επικράτησε διεθνώς να αποκαλείται. Η αρχιτεκτονική γενιά του ’30, στην οποία συγκαταλέγονται και οι παραπάνω έλληνες αρχιτέκτονες, εργάστηκε σε αυτή τη σημαντική φάση της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, συντονισμένη με τις αισθητικές και κοινωνικές της επιλογές, προκειμένου να δώσει λύσεις ποιότητας στα οξύτατα προβλήματα στέγασης, περιβάλλοντος και κοινωνικού εξοπλισμού των μικρασιατών προσφύγων αλλά και των υπολοίπων εσωτερικών μεταναστών που συνέρρευσαν στην πόλη κατά τον Μεσοπόλεμο. Ανάλογα σύνολα έχουν πλέον γίνει αντικείμενο προστασίας και διατήρησης όπως δείχνουν τα πολλά παραδείγματα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπου μάλιστα τα σύνολα αυτά έχουν πλέον ενταχθεί στον γενικότερο χάρτη ανάδειξης της αρχιτεκτονικής των πόλεων (συγκρότημα κατοικιών του Λε Κορμπυζιέ στη Μασσαλία, συγκρότημα Καρλ Μαρξ του Κ. Ehn στη Βιέννη, εργατικό συγκρότημα του J.J.Ρ. Oud στο Ρότερνταμ κ.ο.κ.). Θα πρέπει σε αυτά τα παραδείγματα να προσθέσουμε και την ανάπλαση ολόκληρων συνοικιών, όπως το Κρόιτζμπεργκ στο Βερολίνο κατά τη δεκαετία του ’80 ή πιο πρόσφατα οι συνοικίες οργανωμένης δόμησης στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο. Σημειώνεται ότι εκεί οι παρεμβάσεις στον χώρο πραγματοποιήθηκαν με τη στενή συνεργασία αρχών και κατοίκων και ότι πρώτιστο μέλημα υπήρξε η προστασία της χρήσης της κατοικίας μέσα στα κέντρα των πόλεων, ένα ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού της σύγχρονης πολεοδομίας.


* Υποδειγματικές συνθήκες


Σε πρόσφατο δημοσίευμα («Καθημερινή της Κυριακής», 5/1/03), το συγκρότημα της λεωφόρου Αλεξάνδρας χαρακτηρίστηκε «ανοικτή πληγή», «εστία μόλυνσης από την οποία η Αθήνα θα πρέπει να απαλλαγεί το συντομότερο δυνατό». Είναι γεγονός ότι οι προσόψεις των πολυκατοικιών του συγκροτήματος είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Ωστόσο, το εσωτερικό των πολυκατοικιών και των διαμερισμάτων – όσων ακόμη κατοικούνται – προσφέρει πολύ διαφορετική εικόνα. Τα υλικά κατασκευής, τα επί μέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα κλιμακοστάσια, η λειτουργική διάταξη των χώρων σύμφωνα με τις αρχές του μοντέρνου κινήματος (η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση της επιφάνειας), ο προσανατολισμός, ο αερισμός και ο φωτισμός των διαμερισμάτων δημιουργούν υποδειγματικές συνθήκες στέγασης.


Η χρήση όρων όπως «ανοικτή πληγή» και «εστία μόλυνσης» παραπέμπει στη δάνεια ιατρική ρητορική που συστηματικά επικαλούνται οι αρχές όποτε επιθυμούν να κατεδαφίσουν οικιστικά σύνολα στο κέντρο όσο και στις παρυφές των πόλεων. Η επίκληση δε της «κοινής γνώμης» αποτελεί και αυτή ένα ρητορικό τέχνασμα: σε ποια «κοινή γνώμη» αναφέρεται το δημοσίευμα, πότε και με ποιον τρόπο τεκμηριώθηκε η άποψη αυτής της «κοινής γνώμης»;


Οι ίδιοι οι κάτοικοι παραδέχονται την εξαθλίωση της εξωτερικής εικόνας των σπιτιών τους. Σε μεγάλο βαθμό όμως, η μακρόχρονη εγκατάλειψη με συνέπεια την εξαθλίωση των προσόψεων οφείλεται στην απειλή κατεδάφισης και στην αβεβαιότητα για το μέλλον του συγκροτήματος που χρονολογούνται από την εποχή της δικτατορίας (ΦΕΚ 178/Δ/12-12-1967).


Οι κάτοικοι άλλωστε επιθυμούν και προτείνουν συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να συντηρηθούν οι προσόψεις των πολυκατοικιών και να δενδροφυτευτούν οι πλατιές αλέες μεταξύ των κτιρίων που σήμερα χρησιμοποιούνται ως χώροι στάθμευσης εκατοντάδων αυτοκινήτων, ώστε να διαμορφωθούν ως ζώνες πρασίνου.


* Οι χώροι πρασίνου


Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει το δημοσίευμα, η «εξισορροπητική λύση με στόχο να ικανοποιηθούν όλες οι πλευρές» ούτε εξισορροπητική είναι ούτε ικανοποιεί όλες τις πλευρές. Ούτε «επιδεικνύεται μεγαλύτερη ωριμότητα» και «ευαισθησία». Στην ουσία, η αποσπασματική διατήρηση δύο σειρών πολυκατοικιών πίσω από τον Αγιο Σάββα ακυρώνει την ιστορική και κοινωνική παρουσία ενός αρχιτεκτονικού συνόλου, αποσυνδέοντάς το από τους κοινωνικούς χρήστες του. Η «σκηνογραφική» αυτή επιλογή, που προσπαθεί να εκτονώσει τις ποικίλες κοινωνικές αντιδράσεις, αποσυνδέει κτίρια, ανθρώπους και χρήσεις, τα στοιχεία δηλαδή που συνθέτουν κάθε οικιστικό σύνολο.


Είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των διαμερισμάτων (το 65% περίπου) έχει ήδη αγοραστεί από την Κτηματική Εταιρεία Δημοσίου, κάτι που οφείλεται μεταξύ άλλων και στο καθεστώς ανασφάλειας και αβεβαιότητας που επικρατεί εδώ και δεκαετίες. Παραμένουν όμως εκεί άνθρωποι που επιθυμούν να διατηρήσουν τις κατοικίες τους στον χώρο αυτό, στους οποίους ανακοινώθηκαν ήδη ειλημμένες αποφάσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε μορφή ενημέρωσης και διαλόγου, παρά τις προσπάθειες του συλλόγου των κατοίκων.


Κάθε πρωτοβουλία για τη δημιουργία χώρων πρασίνου δεν μπορεί παρά να είναι ευπρόσδεκτη σε μια πόλη σαν την Αθήνα. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν θυσιάζονται κάποια ουδέτερα οικοδομικά τετράγωνα σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή του κέντρου. Θυσιάζεται ένα σύνολο με ιδιαίτερη ιστορική και αρχιτεκτονική αξία, που σχεδιάστηκε αποκλειστικά για κοινωνική κατοικία, με όλες τις ποιότητες των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων που ήδη αναφέραμε. Το κοινωνικό κόστος αυτής της επέμβασης είναι αδύνατο να αγνοηθεί.


* Εκπληκτικό παράδοξο


Η προτεινόμενη επέμβαση στη λεωφόρο Αλεξάνδρας επαναλαμβάνει μια γνωστή επιλογή αναπλάσεων στο κέντρο της πόλης η οποία με το πρόσχημα του εξωραϊσμού απονεκρώνει κομμάτια της πόλης διώχνοντας τους ιστορικούς κοινωνικούς χρήστες του χώρου και ακυρώνοντας ιδιαίτερες συλλογικές μνήμες και ταυτότητες. Και μάλιστα σε μια πόλη σαν την Αθήνα, όπου η εντατική αστικοποίηση και η ανοικοδόμηση έχουν αφήσει ελάχιστα δείγματα του αστικού της παρελθόντος.


Αποτελεί πραγματικά εκπληκτικό παράδοξο μια κοινωνία, ενώ ασταμάτητα ρητορεύει περί του ενδόξου παρελθόντος της, την ίδια ώρα να εξουδετερώνει με κάθε τρόπο την πρόσφατη αστική μνήμη και ιστορία της. Φαίνεται ότι η διατήρηση του αστικού παρελθόντος στη χώρα μας έχει ταυτισθεί αποκλειστικά με την επιλεκτική διατήρηση ορισμένων νεοκλασικών κτιρίων, σε πείσμα τόσων παραδειγμάτων διαχείρισης της οικιστικής κληρονομιάς που έχει συσσωρεύσει η διεθνής εμπειρία και τα οποία αναδεικνύουν σύνολα της μοντέρνας, μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ως σημαντικά μέρη της κληρονομιάς των πόλεων, αναγνωρίζοντας και τιμώντας τη συμβολή τους στην ιστορία.


Η κυρία Ρωξάνη Καυταντζόγλου είναι κοινωνική ανθρωπολόγος, ερευνήτρια στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.


Η κυρία Φωτεινή Μαργαρίτη είναι αρχιτέκτων και διδάσκει στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.