Στην πρόσφατη διαμάχη σχετικά με την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει υπάρξει σύγχυση γύρω από τρία πράγματα:


Το πολιτικό πρόβλημα των κριτηρίων ένταξης: Είναι αλήθεια ότι από αυτή την άποψη η Τουρκία βρίσκεται ακόμη μακριά. Είναι αλήθεια ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο προϋποθέτει μια μεταχείριση των μειονοτήτων την οποία δεν συμμερίζεται καθόλου η Αγκυρα στο Κουρδικό ζήτημα. Είναι επίσης αλήθεια ότι η ευρωπαϊκή οικοδόμηση δεν ήταν και δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν συμβαδίζει (δείτε κυρίως τη μεταναζιστική Γερμανία) με μια ευσυνείδητη, οδυνηρή πολιτική μνήμης, την οποία περιμένουμε από την Τουρκία να επιδείξει στο κενό της αρμενικής της μνήμης. Οπωσδήποτε δε η σύνεση επιβάλλει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς σημαίνει, εις βάθος, η πρόσφατη νίκη ενός ισλαμικού κόμματος (και προσοχή, μία ακόμη φορά, στη χονδροειδή παγίδα του «μετριοπαθούς ισλαμισμού») που κανείς δεν ξέρει σε ποιον βαθμό θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κοσμική κληρονομιά του Ατατούρκ. Οχι Τουρκία στην Ευρώπη, με άλλα λόγια, όσο η απάντηση στην κουρδική τρομοκρατία είναι μια κρατική τρομοκρατία. Οχι Τουρκία στην Ευρώπη χωρίς την επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων. Οχι ευρωπαϊκό μέλλον για μια χώρα που δεν αποκλείεται να επιβάλει την ταπεινωτική μουσουλμανική μαντίλα στις γυναίκες της.


Το πρόβλημα του αν ανήκει η Τουρκία στον πολιτισμικό χώρο που, από την Αρχαιότητα, φέρει το όνομα Ευρώπη: Εδώ αρχίζει η υποκρισία. Εδώ η υποτιθέμενη κοινή λογική και η αμνησία έχουν κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Ηρόδοτος, ο Αίσωπος, ο Θαλής ο Μιλήσιος, οι τρώες ήρωες της «Ιλιάδας» γεννήθηκαν στη σημερινή Τουρκία και σημάδεψαν αυτή τη γη; Πρέπει να υπενθυμίσουμε στον κ. Ζισκάρ ντ’ Εστέν και σε όσους θέλουν την Ευρώπη πιστή στις χριστιανικές ρίζες της ότι ο Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στην Τουρκία, ότι οι επιστολές προς Γαλάτες γράφτηκαν στην Τουρκία, και συγκεκριμένα στην Ανατολία, ότι οι πρώτες εκκλησιαστικές οικουμενικές σύνοδοι, ξεκινώντας από αυτήν της Νίκαιας, έγιναν και αυτές στην Τουρκία; Τι οπισθοδρόμηση από την εποχή, πριν από έναν αιώνα, που αποκαλούσαμε μια αυτοκρατορία μανιωδώς στραμμένη προς τη Δύση, με πασάδες Βόσνιους, Ούγγρους ή Ελληνες, «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης»; Τι άλμα προς τα πίσω από την εποχή που ο Ουγκό μιλούσε για τις «Εξι δυνάμεις Πρώτης Τάξεως στην Ευρώπη» απαριθμώντας «την Αγία Εδρα, την Αγία Αυτοκρατορία, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ισπανία και φυσικά την Τουρκία»;


Το φιλοσοφικό πρόβλημα, τέλος, του τι θέλουμε να χτίσουμε όταν μιλάμε για την οικοδόμηση της Ευρώπης: Είτε με τον όρο «Ευρώπη» εννοούμε ένα είδος μεγα-έθνους που τελικά θα υποκαταστήσει τα υπάρχοντα έθνη και θα πρέπει να έχει, όπως αυτά, ξεκάθαρα σύνορα· και υπ’ αυτή την έννοια καταλαβαίνω τον ίλιγγο που νιώθουν ορισμένοι στην ιδέα μιας «απεριόριστης» επέκτασης. Είτε, αντιθέτως, η Ευρώπη σημαίνει μια προσπάθεια να απαλλαγούμε από ιλίγγους, αγκυλώσεις, ανακλαστικές αντιδράσεις και, ενίοτε, παραληρήματα ταυτότητας. Η Ευρώπη είναι, όπως πίστευαν οι ιδρυτές της, μια άλλη λέξη για ένα πολιτικό μέσο του οποίου η πρωταρχική λειτουργία ήταν όχι να υποκαταστήσει τα κράτη-έθνη αλλά να εγκαταστήσει, βγαίνοντας από τον ναζισμό και απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο, μια δημοκρατική κοινότητα με πεπρωμένο την ειρήνη: και τότε δεν καταλαβαίνουμε τον αφορισμό της Τουρκίας. Ε, λοιπόν, ναι, η φύση της εποχής στην οποία μπαίνουμε και στην οποία ο μεγάλος κίνδυνος δεν λέγεται πια ούτε ναζισμός ούτε κομμουνισμός αλλά ισλαμισμός, θα έπρεπε να μας κάνει να δεχθούμε με ανοιχτές αγκάλες μια από τις ελάχιστες μουσουλμανικές χώρες που, εδώ και δεκαετίες, έχει αποδείξει τη συμβατότητα, σε μεγάλη κλίμακα, του Ισλάμ με τις ευρωπαϊκές αξίες της ελευθερίας της συνείδησης και της κοσμικότητας.


Είναι πάντα η ίδια συζήτηση. Θέλουμε τον θρίαμβο των Μπιν Λάντεν ή των Μασούντ; Των οπαδών της σύγκρουσης ή αυτών του διαλόγου των πολιτισμών; Εχουμε, όπως οι μαθητές του Χάντινγκτον, αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα τη σύγκρουση των πολιτισμών ή θέλουμε να την εξορκίσουμε; Για όλους αυτούς που δεν συναινούν στο χειρότερο και αρνούνται να μπουν στο παιχνίδι των τρομοκρατών δεν υπάρχει αμφιβολία: η επιστροφή στην Ευρώπη των κληρονόμων του Βυζαντίου, του Ατατούρκ και του κοσμοπολιτισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα είναι απόδειξη όχι αδυναμίας αλλά υπεροχής και δύναμης – θα είναι η πρώτη μας πραγματική στρατηγική νίκη στον ψυχρό πόλεμο που μας φέρνει αντιμέτωπους με τους οπαδούς του νέου φασισμού.


Ο κ. Bernard-Henri Levy είναι φιλόσοφος.