Είναι γνωστόν τοις πάσι ότι πολλές κυβερνήσεις παραμένουν επιφυλακτικές ως προς την εισβολή στο Ιράκ που προωθούν οι ΗΠΑ, αν δεν αντιτίθενται ανοιχτά σε αυτήν. Λιγότερο γνωστή όμως είναι η διαφορά απόψεων που διχάζει την Αμερική και μεγάλο μέρος του κόσμου σχετικά με τον τρόπο καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Αυτή η διαφορά είναι επικίνδυνη.


Δεν είναι απορίας άξιον ότι οι θέσεις άρχισαν να διαφοροποιούνται λίγο μετά την αρχική αλληλεγγύη που ακολούθησε τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Η τραγωδία σημειώθηκε στις ΗΠΑ και ο άμεσος αντίκτυπός της ήταν πολύ πιο ισχυρός και διήρκεσε περισσότερο σε αυτή τη χώρα. Στην Ευρώπη πολλές κυβερνήσεις ανησυχούν μήπως τρομάξουν την κοινή γνώμη τους ή μήπως βλάψουν τις σχέσεις με τις μουσουλμανικές μειονότητές τους. Ορισμένοι εκτιμούν ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι σε ένα βαθμό υπεύθυνη για την καταστροφή και ότι θα ήταν περισσότερο σώφρον να αποστασιοποιηθούν κάπως από τις ΗΠΑ.


Είναι πιθανόν ο σημαντικότερος παράγοντας στη βάση αυτής της διαφοροποίησης να ήταν ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο αίσθημα deja vu. Η Ευρώπη είχε γνωρίσει σοβαρές τρομοκρατικές επιθέσεις στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αλλά κατόρθωσε να τις ξεπεράσει και να διατηρήσει τις δημοκρατίες της άθικτες. Η τρομοκρατία για την πλειονότητα των Ευρωπαίων είναι μια πληγή που πρέπει κανείς να διαχειρίζεται και όχι μια πρόκληση που απαιτεί την απόλυτη ανατροπή. Επιπλέον η πολιτική ρητορική του «κακού» και του «πολέμου» που κινητοποιεί τους Αμερικανούς φαίνεται αντίθετη σε όσους επιθυμούν μια διαχειριστική προσέγγιση.


Είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες. Ωστόσο αυτές οι αντικρουόμενες απόψεις, αν δεν μετριαστούν, μπορεί να έχουν επικίνδυνα αποτελέσματα περιορίζοντας τη συνεργασία που αποδεικνύεται απαραίτητη για την αντιμετώπιση των κοινών αδυναμιών. Η συνεργασία αυτή είναι απαραίτητη επειδή η σημερινή τρομοκρατία είναι πολύ πιο δολοφονική και δύσκολη στη διαχείριση από τις προηγούμενες εκδοχές της.


Δύο είναι οι τάσεις που την επηρεάζουν. Η μία επικεντρώνεται στην οικονομία και στην τεχνολογία. Η πρόοδος και το άνοιγμα της αγοράς συνδυάζονται για να αυξήσουν την αποδοτικότητα πολλών ζωτικών συστημάτων, όπως οι μεταφορές, η πληροφορική και η ενέργεια, κάνοντάς τα όμως ταυτοχρόνως πιο ευάλωτα.


* Η συνεισφορά της τεχνολογίας


Ο εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας μάς δίνει τα μέσα για να κάνουμε τα όπλα μαζικής καταστροφής μικρότερα, φθηνότερα και ταχύτερα διαθέσιμα. Ενώ άλλοτε οι βόμβες και οι ωρολογιακοί μηχανισμοί ήταν βαριά και ακριβά, σήμερα τα πλαστικά εκρηκτικά και οι ψηφιακοί ωρολογιακοί μηχανισμοί είναι ελαφρά και φθηνά. Το να ανατινάξεις ένα αεροσκάφος κοστίζει σήμερα μερικές φορές ελάχιστα περισσότερο από ένα αεροπορικό εισιτήριο. Η επανάσταση της πληροφορικής βοήθησε επίσης τους τρομοκράτες προσφέροντάς τους τρόπους επικοινωνίας και οργάνωσης με ελάχιστο κόστος, οι οποίοι επέτρεψαν σε οργανώσεις άλλοτε περιορισμένες στη δικαιοδοσία τοπικών ή εθνικών αστυνομιών να προαχθούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Πριν από 30 χρόνια η στιγμιαία παγκόσμια επικοινωνία ήταν ένα προνόμιο που ανήκε μόνο σε μεγάλους οργανισμούς (κυβερνήσεις, πολυεθνικές, Καθολική Εκκλησία) με τεράστιους προϋπολογισμούς. Σήμερα το Internet θέτει τα πάντα στη διάθεσή μας σχεδόν δωρεάν.


Η δεύτερη τάση αντανακλά τις αλλαγές που επήλθαν στον τομέα της στρατολόγησης και της οργάνωσης των τρομοκρατικών οργανώσεων. Στα μέσα του 20ού αιώνα οι τρομοκράτες είχαν την τάση να ανταποκρίνονται σε πολιτικούς στόχους σχετικά καλά προσδιορισμένους, οι οποίοι εξυπηρετούντο λανθασμένα με τη μαζική καταστροφή. Πολλοί από αυτούς τους τρομοκράτες υποστηρίζονταν μυστικά και ελέγχονταν από κυβερνήσεις.


Στα τέλη του 20ού αιώνα ομάδες φανατικών αναπτύχθηκαν στο περιθώριο πολλών θρησκειών. Οι περισσότεροι ήταν οι δεκάδες χιλιάδες νεαροί μουσουλμάνοι που έρχονταν να πολεμήσουν εναντίον της σοβιετικής κατοχής στο Αφγανιστάν. Η τρομοκρατία έγινε τότε πιο ωμή και πιο τυφλή γιατί τα κίνητρα, ως τότε περιορισμένα και πολιτικά, έγιναν απεριόριστα και εκδικητικά, ενισχυμένα από υποσχέσεις ανταμοιβής στην άλλη ζωή.


* Η διαχείριση της τρομοκρατίας


Η οργάνωση έχει και αυτή αλλάξει. Το δίκτυο της Αλ Κάιντα, με δεκάδες χιλιάδες πιστούς που ανήκαν σε πυρήνες χαλαρά συνδεδεμένους μεταξύ τους σε εξήντα περίπου χώρες, της έδωσε μια διάσταση που ξεπερνά ό,τι είχε υπάρξει στο παρελθόν.


Οι δύο αυτές τάσεις καθιστούν δύσκολη τη διαχείριση της τρομοκρατίας. Σήμερα ο τόνος έχει τεθεί σε μια τρομοκρατία συνδεδεμένη με ισλαμιστές εξτρεμιστές. Ο περιορισμός όμως της προσοχής στους ισλαμιστές τρομοκράτες θα ήταν λάθος, γιατί η άποψη αυτή αγνοεί τα ευρύτερα αποτελέσματα του εκδημοκρατισμού της τεχνολογίας και το μεγαλύτερο σύνολο των προκλήσεων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.


Οι νέες τεχνολογίες έβαλαν στα χέρια ομάδων και ατόμων φαύλων εξουσίες καταστροφής που άλλοτε αποτελούσαν αποκλειστικότητα των κυβερνήσεων. Κάθε μεγάλη ανθρώπινη ομάδα περιλαμβάνει μέλη που παρεκκλίνουν από τον κανόνα. Ορισμένοι είναι προσκολλημένοι στην καταστροφή.


Μην ξεχνάτε ότι ο Τίμοθι Μακ Βέι, φανατικός που γεννήθηκε στις ΗΠΑ και εχθρικός προς την κυβέρνηση της πατρίδας του, διέπραξε τη χειρότερη τρομοκρατική ενέργεια που είχαμε δει στις ΗΠΑ πριν από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Επίσης η αίρεση του Αούμ Σινρίκιο, της οποίας τα μέλη εξαπέλυσαν το τοξικό αέριο σαρίν στο μετρό του Τόκιο το 1995, δεν είχε καμία σχέση με το Ισλάμ.


Οποια και αν είναι η προέλευση της τρομοκρατίας, γεγονός είναι ότι η φονικότητά της αυξάνεται. Τη δεκαετία του 1970 τα θύματα από την παλαιστινιακή επίθεση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου και τις επιθέσεις των Ερυθρών Ταξιαρχιών ήταν δεκάδες. Τη δεκαετία του 1980 εξτρεμιστές Σιχ έβαλαν βόμβα σε αεροπλάνο της Air India σκοτώνοντας 325 άτομα. Η καταστροφή των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη προκάλεσε πολλές χιλιάδες θανάτους.


* Το χθες και το σήμερα


Αν υπολογίσουμε κατά προσέγγιση και λάβουμε υπόψη το ενδεχόμενο ότι κάποιες φαύλες οργανώσεις μπορεί να αποκτήσουν πρόσβαση σε βιολογικά ή πυρηνικά υλικά, μπορούμε να φανταστούμε τους τρομοκράτες να δολοφονούν εκατομμύρια ανθρώπους. Για να σκοτώσουν τόσα άτομα φαύλοι όπως ο Χίτλερ ή ο Στάλιν είχαν καταφύγει σε μια ολοκληρωτική διακυβέρνηση. Σήμερα όμως είναι εύκολο να σκεφτούμε φαύλες ομάδες και/ή άτομα να σκοτώνουν τόσα εκατομμύρια ανθρώπων χωρίς κρατική υποστήριξη. Αυτή η «ιδιωτικοποίηση του πολέμου» αλλάζει σημαντικά την παγκόσμια πολιτική.


Το επόμενο στάδιο στην κλιμάκωση της τρομοκρατίας θα έχει βαθιά επίδραση στη φύση των αστικών πολιτισμών μας. Τι θα γίνονταν ο ενθουσιασμός μας για τη ζωή μας και την εργασία μας στις πόλεις, οι τιμές των ακινήτων μας, τα μουσεία και τα θέατρά μας αν, αντί να καταστρέψει δύο κτίρια γραφείων, η επόμενη επίθεση καταστρέψει το κάτω τμήμα του Μανχάταν ή την αριστερή όχθη του Παρισιού;


Η σημερινή τρομοκρατία δεν μοιάζει σε τίποτε με την τρομοκρατία της δεκαετίας του 1970, του IRA, της ΕΤΑ ή των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Δεν είναι μόνο μια κοινωνία ευάλωτη, αλλά πολλές. Δεν είναι ανάγκη να δεχθεί κανείς ολόκληρη τη ρητορική ή όλες τις πολιτικές του Τζορτζ Μπους για να αναγνωρίσει ότι έχει δίκιο σε ένα ουσιώδες σημείο: δεν θα πρέπει να αρκεστούμε στη χρήση των συνηθισμένων μεθόδων για να καταπολεμήσουμε την τρομοκρατία.


Ο κ. Joseph S. Nye είναι πρύτανης της Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και συγγραφέας του βιβλίου «The Paradox of American Power: Why the World’s Only Superpower Can’t Go It Alone».