* Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ η Ουάσιγκτον προτιμά μια πολιτικά κατακερματισμένη Ευρώπη, μια Ευρώπη ανίκανη να εναντιωθεί στις αμερικανικές γεωπολιτικές βλέψεις



Με την πιθανότητα μιας αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ, με ή και χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ, οι διαφορές γεωπολιτικών συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ γίνονται πια κραυγαλέες. Οι διαφορές αυτές οφείλονται και σε δομικούς και σε συγκυριακούς παράγοντες.


Σε ό,τι αφορά το Παλαιστινιακό, η δομή της εξουσίας στις ΗΠΑ είναι τέτοια που συστηματικά οδηγεί τις πολιτικές ελίτ της χώρας να υποστηρίζουν όχι τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειονότητας των Αμερικανών αλλά τα συμφέροντα του λεγόμενου εβραϊκού λόμπι στην Ουάσιγκτον. Το τελευταίο επειδή ελέγχει, μεταξύ άλλων, τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ, δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν αμερικανό πρόεδρο – Δημοκρατικό ή Ρεπουμπλικανό.


Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που οι ΗΠΑ αδυνατούν να προωθήσουν μια δίκαιη λύση, λύση που θα έπαιρνε σοβαρά υπόψη της πως στη ρίζα της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης βρίσκεται η αρπαγή τη δεκαετία του ’40 παλαιστινιακών εδαφών με την τελείως γελοία και απαράδεκτη δικαιολογία πως αυτά τα εδάφη ανήκαν στους εβραίους δύο χιλιάδες χρόνια πριν!


Λαμβάνοντας όμως υπόψη πως μια δίκαιη λύση του παλαιστινιακού προβλήματος είναι η αναγκαία (αν όχι και ικανή) προϋπόθεση για την άμβλυνση της τρομοκρατίας και για την καλυτέρευση των σχέσεων της Δύσης με τον μουσουλμανικό και αραβικό κόσμο, αντιλαμβάνεται κανείς τον στρουθοκαμηλισμό της σημερινής αμερικανικής πολιτικής: οι ΗΠΑ στρέφουν την πλάτη τους στο πρόβλημα που αποτελεί την κεντρική πηγή της κακοδαιμονίας στην περιοχή, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την τρομοκρατία και τα συναφή προβλήματα με μια στρατηγική ανατροπής του Σαντάμ Χουσεΐν αρχικά και άλλων «κακών» καθεστώτων στη συνέχεια.


* Τα βρετανικά συμφέροντα


Οταν όμως το πρωτεύον πρόβλημα αγνοείται και το δευτερεύον παίρνει τη θέση του, τα προβλήματα προς λύση (τρομοκρατία, τυφλός αντιδυτικισμός, γεωπολιτική αστάθεια) αντί να αμβλυνθούν χειροτερεύουν. Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ακόμη και αν οι ΗΠΑ πετύχουν την ανατροπή του ιρακινού δικτάτορα, η σχέση της Δύσης με τους Αραβες θα χειροτερεύσει, ενώ οι πραγματικές πηγές της τρομοκρατίας θα πολλαπλασιασθούν.


Αυτή η κατάσταση πάει ενάντια στα γεωπολιτικά συμφέροντα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Γιατί αυτά απαιτούν την εποικοδομητική, μακρόχρονη συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και του αραβικού κόσμου που την περιβάλλει. Βέβαια στην ΕΕ ανήκει και η Μ. Βρετανία, που συστηματικά ταυτίζει τα συμφέροντά της με αυτά των Αμερικανών. Σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι το εβραϊκό λόμπι αλλά η περιβόητη «ιδιαίτερη σχέση» μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και ΗΠΑ. Με βάση αυτή τη σχέση η πρώτη ελπίζει να διασώσει ένα μέρος του παγκόσμιου ηγεμονικού ρόλου που έχασε με τη διάλυση της αυτοκρατορίας της.


Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση της Μ. Βρετανίας η ανάγκη μιας δίκαιης λύσης στο Παλαιστινιακό αναγνωρίζεται. Αναγνωρίζεται επίσης, όπως δήλωσε πρόσφατα ο βρετανός πρωθυπουργός, η ανάγκη διεύρυνσης της «αμερικανικής ατζέντας» ώστε να συμπεριλάβει προβλήματα που απασχολούν πιο σοβαρά τους Ευρωπαίους και που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον, τη διεθνή νομιμότητα και την παγκόσμια φτώχεια. Αλλά, κατά τον Τόνι Μπλερ, ο τρόπος σύγκλισης αμερικανικών και ευρωπαϊκών προοπτικών είναι μέσω του «διαλόγου»: οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να «πείσουν» τους αμερικανούς φίλους τους να αλλάξουν σταδιακά πορεία. Κατά τη βρετανική άποψη, ο διάλογος μεταξύ φίλων στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας είναι επαρκής συνθήκη. Κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού πόλου που θα συνδιαλεγόταν με την αμερικανική ηγεμονική δύναμη κατά αυτόνομο / ισότιμο τρόπο καταδικάζεται – αφού αυτό θα σήμαινε το τέλος της «ιδιαίτερης σχέσης» και άρα το τέλος του βρετανικού διαμεσολαβητικού ρόλου μεταξύ του αμερικανικού πάτρωνα και των ευρωπαίων πελατών του.


* Η διακυβέρνηση Μπους


Δεν χρειάζεται να τονίσω πως ούτε τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού λόμπι στην Ουάσιγκτον, ούτε οι νεο-ηγεμονικές φαντασιώσεις των Βρετανών βοηθούν στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και των άλλων παγκόσμιων προβλημάτων που συνδέονται με αυτή. Αρα στον βαθμό που η ΕΕ έχει συμφέρον να αμβλυνθεί ο γεωμετρικά αυξανόμενος αντιδυτικισμός που επικρατεί στον Τρίτο Κόσμο και που σε ένα μεγάλο βαθμό συνδέεται με τη διεθνή τρομοκρατία – και στον βαθμό που έχει συμφέρον να καλυτερεύσει τις σχέσεις της με τους αραβικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς που ζουν εντός και εκτός των συνόρων της, τότε είναι προφανές πως τα γεωπολιτικά συμφέροντά της είναι διαφορετικά από τα κυρίαρχα αγγλοσαξονικά συμφέροντα.


Αν η εξάρτηση των αμερικανικών κυβερνήσεων από το εβραϊκό λόμπι και η ψυχαναγκαστική προσήλωση των Βρετανών στην «ιδιαίτερη σχέση» με τις ΗΠΑ αποτελούν δύο μακροχρόνιες σταθερές παραμέτρους που διαχωρίζουν τα αγγλοσαξονικά από τα ευρωπαϊκά / ηπειρωτικά συμφέροντα, η άνοδος στην εξουσία του Τζορτζ Μπους του νεότερου ενέτεινε αυτές τις διαφορές. Ο αμερικανικός ηγέτης από την αρχή της προεδρίας του ακολούθησε μια πολιτική που βασιζόταν σε έναν συνδυασμό εθνικιστικής αλαζονείας, μυωπικής αντίληψης των αμερικανικών συμφερόντων και παντελούς άγνοιας του πώς λειτουργεί ο μεταβιομηχανικός, μετανεωτερικός κόσμος. Ετσι λόγω μιας εγωκεντρικής εμμονής να διορθώσει το λάθος του πατέρα του που δεν ανέτρεψε τον Χουσεΐν όταν είχε τη δυνατότητα και λόγω της επιρροής μιας ομάδας ανεγκέφαλων συμβούλων-γερακιών, ξεκίνησε αποφασισμένος να θεμελιώσει την παγκόσμια αμερικανική κυριαρχία διά της οδού της «gunboat diplomacy» (διπλωματία μέσω των όπλων).


Αυτού του είδους η σκληρή real politik ήταν αποτελεσματική τον 19ο αιώνα, όπου όντως η στρατιωτική υπεροχή μεταφραζόταν λίγο – πολύ αυτόματα στην ικανότητα επιβολής των όρων του γεωπολιτικού παιχνιδιού σε εχθρούς και φίλους. Στον σημερινό όμως κόσμο τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά. Ούτε η κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου ούτε η συντριπτική αμερικανική στρατιωτική και οικονομική υπεροχή μπορούν να διασφαλίσουν την άνευ όρων υπακοή στα προστάγματα της Ουάσιγκτον. Ο κόσμος άλλαξε τόσο ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες που οι θεωρίες περί πολέμου και κυριαρχίας του Κλάουσβιτς και του Κ. Σμιτ δεν είναι τόσο πειστικές όσο ήταν στο παρελθόν.


Σήμερα όταν, στη βάση μιας στρατιωτικής υπεροχής, ο ηγεμών προσπαθεί να πετύχει γεωπολιτικούς στόχους αγνοώντας την παγκόσμια κοινή γνώμη και τη ραγδαία αυξανόμενη αλληλεξάρτηση του «παγκόσμιου χωριού», οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε αποτελέσματα που αντί να εδραιώνουν υπονομεύουν την ηγεμονία του.


Κοιτώντας τη διακυβέρνηση του Μπους του νεότερου στο σύνολό της, νομίζω πως η παραπάνω διαπίστωση επαληθεύεται πλήρως. Στο σχετικά σύντομο διάστημα των δύο ετών ο αμερικανός πρόεδρος κατάφερε να τορπιλίσει τις προσπάθειες της παγκόσμιας κοινότητας για έναν λιγότερο βάρβαρο και πιο ορθολογικό τρόπο ελέγχου του παγκόσμιου συστήματος στα θέματα της οικολογίας, της φτώχειας και της διεθνούς νομιμότητας. Επιπλέον, αντί να αμβλύνει το πρόβλημα της παγκόσμιας τρομοκρατίας, το επιδείνωσε, αφού, ως αποτέλεσμα της «καουμπόικης» πολιτικής του, ο αντιαμερικανισμός έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη: έχει εξαπλωθεί όχι μόνο στις λαϊκές τάξεις του αραβικού και μουσουλμανικού αλλά και του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο πως ο καουμπόικος τρόπος κυριαρχίας / διακυβέρνησης οδήγησε στην εξαφάνιση των ατυχών ιθαγενών πληθυσμών του Φαρ Ουέστ τον 19ο αιώνα, αλλά δεν είναι δυνατό να οδηγήσει σήμερα ούτε στην πάταξη των τρομοκρατών, ούτε στην εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης.


Η περίπτωση της Βόρειας Κορέας δείχνει ξεκάθαρα το φιάσκο της πολιτικής των αμερικανικών γερακιών. Η κυβέρνηση Κλίντον (όπως σωστά τόνισε πρόσφατα η Μάντλιν Ολμπραϊτ) ακολουθώντας μια κατευναστική, προσεκτική και ευέλικτη πολιτική έναντι του ολοκληρωτικού βορειοκορεατικού καθεστώτος είχε δημιουργήσει τις βάσεις για την εξεύρεση μιας ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών. Μια σειρά από αδέξιους και απερίγραπτα βλακώδεις χειρισμούς της κυβέρνησης Μπους (ένταξη της Β. Κορέας στον «άξονα του κακού», προβοκατόρικες δηλώσεις των συμβούλων του πως οι ΗΠΑ μπορούν να ανατρέψουν συγχρόνως και τον Σαντάμ και τον Κιμ Ιλ Σουνγκ, παράνομη αμερικανική επέμβαση για έλεγχο βορειοκορεατικού πλοίου που νόμιμα μετέφερε συμβατικό οπλισμό κτλ.) κατέστρεψαν την επίπονη δουλειά υποδομής της κυβέρνησης Κλίντον και οδήγησαν σε μια εκρηκτική κατάσταση στη Νοτιοανατολική Ασία. Ετσι ο μεγαλομανής, ημιπαράφρων αλλά στρατηγικά έξυπνος κορεάτης δικτάτωρ αποφάσισε να αποσύρει τη χώρα του από το σύμφωνο της μη εξάπλωσης ατομικών όπλων, έδωσε σε όλους να καταλάβουν πως θα συνεχίσει τις προσπάθειες της χώρας του για την κατασκευή πυρηνικών όπλων μακράς εμβέλειας και με το ατομικό οπλοστάσιο που ήδη διαθέτει όχι μόνο απειλεί τη Νότια Κορέα αλλά ανοίγει τον δρόμο για τον πυρηνικό εξοπλισμό της απειλούμενης Ιαπωνίας. Ετσι οι ρόλοι αντιστρέφονται: δεν είναι ο Αμερικανός Γολιάθ αλλά ο Βορειοκορεάτης Δαυίδ που θέτει πια τους όρους για την επανέναρξη διαπραγματεύσεων.


* Μερικά συμπεράσματα


Α) Οι ΗΠΑ έπαιξαν έναν εξαιρετικά εποικοδομητικό ρόλο κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων. Βοήθησαν στην πάταξη των δεξιών ολοκληρωτισμών και στην ανοικοδόμηση των δυτικοευρωπαϊκών δημοκρατιών. Σήμερα όμως η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Για δομικούς λόγους (εβραϊκό λόμπι, προσπάθεια διατήρησης ενός μονοπολικού συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης) αλλά και για συγκυριακούς (αλλοπρόσαλλη συγκρουσιακή πολιτική της κυβέρνησης Μπους), οι ΗΠΑ ακολουθούν ένα δρόμο που οδηγεί στη διαιώνιση του παλαιστινιακού δράματος, στον πολλαπλασιασμό των εστιών που ευνοούν τις τρομοκρατικές ενέργειες και, πιο γενικά, στη δημιουργία άκρως επικίνδυνων καταστάσεων στη Μέση Ανατολή και στη Νοτιοανατολική Ασία.


Β) Η σημερινή αμερικανική πολιτική είναι αντίθετη με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της ΕΕ. Οι λαοί της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν έχουν πια συμβατικού τύπου ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες και ως εκ τούτου έχουν κάθε συμφέρον να δοθεί μια δίκαιη λύση στο Παλαιστινιακό – αφού μια τέτοια λύση αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την άμβλυνση της τρομοκρατίας και την προώθηση μιας συνεργασίας μεταξύ των Δυτικοευρωπαίων και του αραβικού κόσμου.


Γ) Η προώθηση των παραπάνω ευρωπαϊκών συμφερόντων προϋποθέτει την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ και την αυτονόμησή της από την Ουάσιγκτον. Αυτή η αυτονόμηση είναι σήμερα δυνατή, παρ’ όλη την αμερικανική στρατιωτική υπεροχή έναντι των Ευρωπαίων. Η ηπειρωτική Ευρώπη δεν έχει πια ούτε επικίνδυνους γείτονες, ούτε ηγεμονικές φιλοδοξίες.


Δ) Τα εμπόδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι και εξωτερικά και εσωτερικά. Οσον αφορά τα πρώτα, οι ΗΠΑ πριν από την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης ήθελαν μια πολιτικά ενωμένη Ευρώπη, ικανή να λειτουργήσει σαν αντίβαρο στον σοβιετικό επεκτατισμό. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ η Ουάσιγκτον προτιμά μια πολιτικά κατακερματισμένη Ευρώπη, μια Ευρώπη ανίκανη να εναντιωθεί στις αμερικανικές γεωπολιτικές βλέψεις. Οσο για τα εσωτερικά εμπόδια, περά από τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών-μελών, υπάρχει το χρόνιο πρόβλημα της βρετανικής προσκόλλησης στο αμερικανικό άρμα. Ετσι η «ιδιαίτερη σχέση» ΗΠΑ – Μεγάλης Βρετανίας, όπως πολύ σωστά είχε προβλέψει ο Ντε Γκολ πριν από δεκαετίες, συστηματικά υπονομεύει κάθε σοβαρή προσπάθεια ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης.


Ε) Οι μεγάλες ευρωπαϊκές, ηπειρωτικές δυνάμεις (δηλαδή η Γαλλία και η Γερμανία), σε συμμαχία με τις μικρότερες, πρέπει να απορρίψουν τη θατσερική θεώρηση της ΕΕ ως μιας μεγάλης αγοράς – μιας θεώρησης που πλήρως αποδέχεται ο Τόνι Μπλερ. Μόνο αν οι Βρυξέλλες, όχι μόνο στο επίπεδο της ρητορείας αλλά και σε αυτό της πράξης, αυτονομηθούν από την Ουάσιγκτον, μόνο τότε θα μπορέσουν να αναπτύξουν μια εναλλακτική γεωπολιτική στρατηγική πιο συμβατή με τα ουσιαστικά συμφέροντα της Γηραιάς Ηπείρου.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.