Στο σχέδιο Αναν για τη λύση του κυπριακού προβλήματος περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η δημιουργία μιας Επιτροπής Συμφιλίωσης, η οποία θα έχει ως στόχο την «προώθηση της κατανόησης, της ανεκτικότητας και του αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων». Η συμφιλίωση νοείται ως μια διαδικασία που θα πρέπει να στηριχθεί σε μια διαφορετική ανάγνωση του παρελθόντος και στη συνακόλουθη αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων.


Η μέθοδος αυτή για την προσέγγιση δύο «αντίπαλων» ή «εχθρικών» εθνικών ομάδων μέσω της εκπαίδευσης και ειδικότερα μέσω της διδασκαλίας της ιστορίας είναι παλαιά και οικεία σε όσους ασχολούνται με παρόμοια θέματα. Εχει εφαρμοστεί στο παρελθόν στο πλαίσιο των γερμανογαλλικών και των γερμανοπολωνικών σχέσεων αλλά παρόμοιες πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί και στα Βαλκάνια τόσο τη δεκαετία του ’80 όσο και τη δεκαετία του ’90. Η διαφορά με τις δύο περιπτώσεις της Δ. Ευρώπης είναι ότι ξεκίνησαν ως πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών και της κοινωνίας πολιτών γενικότερα ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση προηγείται η πολιτική πρωτοβουλία και μάλιστα από τη διεθνή κοινότητα. Βεβαίως και στην περίπτωση της Κύπρου πρωτοβουλίες προσέγγισης έχουν επιχειρηθεί και από διανοούμενους των δύο μερών – αλλά και εκτός Κύπρου – παρά τις αντιδράσεις και το κυρίαρχο κλίμα καχυποψίας.


Οι ως τώρα πρωτοβουλίες δεν είχαν σταθερά και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Εφόσον όμως υιοθετηθεί ένα σχέδιο συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων σε ένα ενιαίο κράτος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τρόπος που ερμηνεύεται το παρελθόν θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Αναθεώρηση δεν σημαίνει διαστρέβλωση ή απόκρυψη των ιστορικών δεδομένων ώστε να επιτευχθεί μια εξιδανικευμένη και ψευδής εικόνα για το παρελθόν· σημαίνει όμως να εντάξουμε τον άλλο ως ιστορικό υποκείμενο στη δική μας αφήγηση για το παρελθόν.


Οπως έχουν δείξει μια σειρά από μελέτες (Ν. Kizilyurek, Γ. Παπαδάκης, Λ. Κουλλαπής, Κ.Β. Μαυράτσας), τόσο ο τρόπος που γράφεται και διδάσκεται η ιστορία όσο και η διάχυτη εικόνα για το παρελθόν στις δύο κυπριακές κοινότητες προωθούν τον διχασμό: απωθούν μνήμες συνύπαρξης και καλλιεργούν μνήμες αντιπαλότητας. Πράγματι, στην Κύπρο φαίνεται πως στέκει ακόμη όρθιο το τελευταίο «τείχος» στην Ευρώπη, τείχος πραγματικό και συμβολικό που διχάζει τον χώρο και τη μνήμη. Ο χάρτης του νησιού είναι η πιο εύγλωττη εικόνα αυτού του διχασμού, ο οποίος μεταφέρεται από τον χώρο στον χρόνο. Στην Κύπρο υπάρχουν δύο διαφορετικά παρελθόντα με διαφορετικές χρονολογίες, διαφορετικούς ήρωες, διαφορετικά σημεία αυτοπροσδιορισμού. Για τις νεότερες γενιές – όσους γεννήθηκαν από τη δεκαετία του ’70 και εξής – δεν υπάρχει καν η μνήμη ενός κοινού βιωμένου παρελθόντος. Λείπει δηλαδή τελείως η εμπειρία της συνύπαρξης την οποία κουβαλούν οι παλαιότερες γενιές – μαζί με τα τραύματά τους.


Η αφήγηση του ελληνοκυπριακού παρελθόντος ξεκινά από την αρχαιότητα και εντάσσει την ιστορία της Κύπρου στην ευρύτερη αφήγηση της ιστορίας του Ελληνισμού. Η Κύπρος νοείται ως τμήμα και μέλος του Ελληνισμού, έτσι ώστε το σύγχρονο σύνθημα της «ένωσης» να ανάγεται συνειρμικά στην αρχαιότητα. Αντίθετα, η αφήγηση του τουρκοκυπριακού παρελθόντος ξεκινά από την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου το 1571 για να εντάξει με τη σειρά της την ιστορία της Κύπρου στην ευρύτερη ιστορία του τουρκικού έθνους. Οι συσχετισμοί αυτοί γίνονται περισσότερο προφανείς με τη χρήση των ελληνικών και τουρκικών εθνικών συμβόλων αντίστοιχα (ελληνική σημαία, τουρκική σημαία και εικόνα του Ατατούρκ κτλ.) σε δημόσιους χώρους, όπως μουσεία, μνημεία, σχολεία. Η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή ταυτότητα υπάγονται συνεπώς σε υπερκείμενες – «μητρικές» – εθνικές ταυτότητες, γεγονός που αναστέλλει την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης κυπριακής εθνικής ταυτότητας.


Και στις δύο κοινότητες η καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης παρουσιάζεται ως ιδιαιτέρως σημαντική, όπως δείχνουν τα συνθήματα «Δεν ξεχνώ» και «Unutmayacagiz» αντίστοιχα. Ωστόσο το μεν πρώτο αναφέρεται στην τουρκική εισβολή του 1974, το δε δεύτερο στη δεκαετία του ’60 και στις βίαιες ενδοκυπριακές συγκρούσεις. Συνεπώς, η μνήμη που προβάλλεται και καλλιεργείται είναι η μνήμη της σύγκρουσης και του πόνου. Η σύγκρουση αυτή βρίσκει την ερμηνεία και τη νομιμοποίησή της μέσα στο γενικό ιστορικό πλαίσιο της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης σε σημείο που να μοιάζει αναπόφευκτη, εγγενής και εν τέλει «μοιραία».


Η σύγκρουση αντανακλάται εν πολλοίς και στη διδασκαλία της ιστορίας – αν όχι στα σχολικά βιβλία, στο ίδιο το μάθημα. Μια τέτοια διδασκαλία δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ανασταλτικά στην προσέγγιση των δύο κοινοτήτων. Εξάλλου η ιστορία έχει ιδιαίτερο συμβολικό βάρος στην κυπριακή κοινωνία, όπως φάνηκε πρόσφατα με τις αντιδράσεις για το ελληνικό σχολικό εγχειρίδιο της ιστορίας της Γ’ Λυκείου – αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν πρώτα στην Κύπρο και με αφορμή μια φράση που αναφερόταν στην κυπριακή ιστορία.


Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η σύγκρουση αποτέλεσε στοιχείο της συνύπαρξης. Αλλωστε αυτό αποτελεί κοινό τόπο της ιστορίας. Ούτε μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η γνώση της ιστορίας είναι αυτή που θα οδηγήσει στην πολιτική λύση. Εν τούτοις, μια αναθεωρημένη ματιά στο παρελθόν, απαλλαγμένη από στερεότυπα και μύθους, μπορεί να βοηθήσει τους Κυπρίους να αποδεχθούν πρωτίστως ο ένας τον άλλον. Μόνο έτσι άλλωστε μπορεί να γκρεμιστεί το τείχος που τους χωρίζει.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.