Η τακτική της συνταγματικής κατοχύρωσης και η μετέπειτα επιχείρηση νομοθετικής ρύθμισης του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών εξελίσσεται, όπως άλλωστε διαφαινόταν ευθύς εξαρχής, σε πραγματικό ναυάγιο της πολιτικής σοβαρότητας και της θεσμικής αξιοπιστίας του Πρωθυπουργού. Συγκεκριμένα, οι λόγοι που τον οδήγησαν να αποφασίσει τη συνταγματική καθιέρωση αυτού του απόλυτου ασυμβιβάστου, αλλά και ο τρόπος που επέλεξε για να φθάσει σε μια τέτοια καθιέρωση δείχνουν τόσο τις πραγματικές διαστάσεις του «εκσυγχρονισμού» τύπου Σημίτη όσο και τους πραγματικούς στόχους που επιδιώκει το ως άνω ασυμβίβαστο. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι η χρέωση μιας τέτοιας συνταγματικής «πρωτοβουλίας» προσωπικώς στον Πρωθυπουργό δικαιολογείται, πρώτον, από το ότι χωρίς τη δική του επίνευση ο Εισηγητής της Πλειοψηφίας στην αναθεώρηση του Συντάγματος προφανώς δεν θα είχε προβεί σε μια παρέμβαση με σημαντικές επιπτώσεις στο σύνολο της κοινοβουλευτικής μας ζωής· και, δεύτερον, από τις ρητές δηλώσεις – που ουδέποτε διαψεύσθηκαν, έστω και ανεπισήμως – του βουλευτή του ΠαΣοΚ και τέως υπουργού κ. Ευ. Γιαννόπουλου, μέσα και έξω από τη Βουλή, που έκαναν λόγο για προσωπική επιλογή του κ. Σημίτη.


Αξίζει, νομίζω, την κρίσιμη αυτή στιγμή για τη Βουλή και τους βουλευτές να αναδείξει κανείς τους πολιτικούς μαιάνδρους που διέγραψε η θεσμοθέτηση του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών.


* Πώς θολώθηκαν τα νερά


Ι. Υπενθυμίζω ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματος, η ανάγκη αναθεώρησής του διαπιστώνεται με απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της σε δύο ψηφοφορίες, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους έναν τουλάχιστον μήνα. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν. Αφού η αναθεώρηση αποφασισθεί από τη Βουλή, η επόμενη Βουλή, κατά την πρώτη σύνοδό της, αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις. Αν δε η πρόταση για την αναθεώρηση έλαβε την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι δε και την πλειοψηφία των τριών πέμπτων, η επόμενη Βουλή μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις μόνο με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της.


Α. Μέσα σε αυτό το αναθεωρητικό πλαίσιο κατά την πρώτη φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος – ήτοι στη Βουλή του 1996 – τέθηκε και το ζήτημα της αναθεώρησης του άρθρου 57, το οποίο αφορά τα ασυμβίβαστα των βουλευτών. Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της Βουλής εκείνης είχε την άποψη ότι λόγοι διαφάνειας και υπεράσπισης του κύρους του Κοινοβουλίου και των βουλευτών επέβαλλαν τη θέσπιση συγκεκριμένων περιορισμών στην επαγγελματική δραστηριότητα των βουλευτών και για να αφιερώνονται περισσότερο στα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα και για να μη δίνουν λαβή δημιουργίας σκιών και φημών ως προς την επικίνδυνη ώσμωση του βουλευτικού αξιώματος με ασυμβίβαστες προς αυτό επαγγελματικές δραστηριότητες.


Β.Για τον λόγο αυτόν οι εισηγητές των κομμάτων που μετείχαν στη Βουλή του 1996 πρότειναν τη διατύπωση του άρθρου 57 του Συντάγματος έτσι ώστε να καθιερώνει μεν τον κανόνα της δυνατότητας του βουλευτή να ασκεί το επάγγελμά του, πλην όμως με πολλαπλές αλλά συγκεκριμένες και ρητώς διατυπωμένες εξαιρέσεις ασυμβιβάστων. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και το σύνολο των βουλευτών της Βουλής εκείνης. Ουδέποτε όμως και από ουδέν κόμμα ετέθη, κατά την πρώτη φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος, θέμα απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών.


1. Ετσι η αρμόδια Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή πρότεινε με ευρεία πλειοψηφία την αναθεώρηση του άρθρου 57 έχοντας ως «στόχο τον επανακαθορισμό των ασυμβιβάστων προς το βουλευτικό αξίωμα έργων, ιδιοτήτων και δραστηριοτήτων με βάση τα σύγχρονα δεδομένα ως προς τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους».


2. Στη συνέχεια η Ολομέλεια της Βουλής, το 1998, υιοθετώντας πλήρως αυτή τη γραμμή – και πάλι χωρίς να τεθεί οιοδήποτε θέμα απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου – έλαβε σε δύο διαφορετικές ψηφοφορίες και με πλειοψηφία 267 και 266 βουλευτών, αντιστοίχως, την απόφαση αναθεώρησης του άρθρου 57 του Συντάγματος ως προς τα επαγγελματικά ασυμβίβαστα των βουλευτών.


Γ.Βεβαίως δεν αγνοώ το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 2 του Συντάγματος, στην πρώτη αυτή φάση διαπιστώθηκε μόνον η ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος και καθορίστηκαν οι αναθεωρητέες διατάξεις. Πλην όμως θα ήταν μέγιστη πολιτική και θεσμική υποκρισία να μη ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, με βάση την πρακτική που υιοθετήθηκε κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, στην πρώτη αυτή φάση όχι μόνο συζητήθηκαν και οι γενικοί άξονες της αναθεώρησης, αλλά είναι οι άξονες αυτοί οι οποίοι και επηρέασαν τις πλειοψηφίες που διαμορφώθηκαν κατά τις σχετικές ψηφοφορίες. Ετσι όλοι γνωρίζουν ότι ήταν ακριβώς η σχεδόν ομόφωνη απόφαση αναθεώρησης του άρθρου 57 προς την κατεύθυνση της καθιέρωσης του κανόνα της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος εκ μέρους των βουλευτών, με συγκεκριμένες εξαιρέσεις επαγγελματικών ασυμβιβάστων, που κατέστησε δυνατή τη διαμόρφωση μιας τόσο ευρείας πλειοψηφίας, η οποία επέτρεψε με τη σειρά της στην Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή να αποφασίσει μόνο με την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (και όχι πια με την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων). Αν δε ληφθεί υπόψη αυτή η διαπίστωση, τότε ευλόγως μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι οι «οπαδοί» του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου, εκμεταλλευόμενοι την ως άνω διάταξη του Συντάγματος – κατά κυριολεξία ερμηνεύοντάς την και εφαρμόζοντάς την καταχρηστικώς -, καλλιέργησαν εσφαλμένες εντυπώσεις σε πολλούς βουλευτές για να στρέψουν την ψήφο τους υπέρ της ανάγκης αναθεώρησης και του άρθρου 57 του Συντάγματος.


* Πώς εκδηλώθηκαν οι προθέσεις


ΙΙ. Αλλά και κατά τη δεύτερη φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος, μετά τις εκλογές του 2000, ενώπιον της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής η διαδικασία αναθεώρησης του άρθρου 57 ξεκίνησε με τους ίδιους ακριβώς οιωνούς.


Α.Ετσι στην αρμόδια Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή ο ίδιος ο εισηγητής της πλειοψηφίας αλλά και όλοι οι εισηγητές των άλλων κομμάτων έκαναν λόγο για καθιέρωση μέσω των διατάξεων του άρθρου 57 του Συντάγματος συγκεκριμένων εξαιρέσεων από τον κανόνα της δυνατότητας του βουλευτή να ασκεί το επάγγελμά του. Δηλαδή για κατ’ εξαίρεση, και μόνο, καθιέρωση ορισμένων επαγγελματικών ασυμβιβάστων. Και είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό ότι στην Επιτροπή αυτή, με ευρεία μάλιστα πλειοψηφία, προτάθηκε η διατύπωση του άρθρου 57 ώστε να καθορίζει λεπτομερώς ποια συγκεκριμένα έργα και ποιες συγκεκριμένες δραστηριότητες είναι ασυμβίβαστες με τα καθήκοντα του βουλευτή. Και πάλι πουθενά και ουδείς λόγος για απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο.


Β.Και φθάνουμε στο τέρμα της διαδικασίας της αναθεώρησης του Συντάγματος, ήτοι στη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής. Τότε και μόνο – και ύστερα από συνεννόηση και συμφωνία με τον Πρωθυπουργό, όπως προανέφερα – ο εισηγητής της πλειοψηφίας αιφνιδίασε την Εθνική Αντιπροσωπεία προτείνοντας, για πρώτη φορά, την καθιέρωση του κανόνα του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών!


1. Εχοντας λοιπόν ήδη δρομολογήσει την πλειοψηφία των τριών πέμπτων κατά την πρώτη φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος κατάφεραν, παραβιάζοντας βεβαίως την ουσία της εμπιστοσύνης που οι ίδιοι προκάλεσαν στο προγενέστερο στάδιο της αναθεωρητικής διαδικασίας, να υιοθετηθεί ο κανόνας του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών, αυτή τη φορά με 166, και μόνο, ψήφους! Είναι προφανές λοιπόν πως αν είχαν εκδηλώσει ευθύς εξαρχής – ήτοι από την πρώτη φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος – τις πραγματικές τους προθέσεις ο Πρωθυπουργός και ο εισηγητής της πλειοψηφίας, δεν θα είχε καταστεί δυνατή η αναθεώρηση του άρθρου 57 με τη μορφή που τελικώς έλαβε.


2. Τη θεσμική αναξιοπιστία και την πολιτική ασυνέπεια των εμπνευστών αυτού του ασυμβιβάστου απεικονίζει γλαφυρά η ίδια η οριστική τραγελαφική διατύπωση του άρθρου 57 παρ. 1 του Συντάγματος, που διεκδικεί παγκόσμια και διαχρονική πρωτοτυπία νομοτεχνικής προχειρότητας και αντιφατικότητας. Ετσι οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού αρχίζουν – όπως άλλωστε είχε παγιωθεί αρχικώς η διατύπωσή τους – με τον κανόνα της δυνατότητας άσκησης επαγγέλματος εκ μέρους των βουλευτών και την καθιέρωση μιας σειράς ρητών και συγκεκριμένων επαγγελματικών ασυμβιβάστων, καταλήγουν: «Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την άσκηση οιουδήποτε επαγγέλματος»! Δηλαδή οι ίδιες συνταγματικές διατάξεις καθιερώνουν δύο, εντελώς διαφορετικούς, κανόνες και μάλιστα μετατρέποντας διαδοχικά τον κανόνα σε εξαίρεση και την εξαίρεση σε κανόνα.


* Οταν όλα αποκαλύπτονται


ΙΙΙ. Αλλά για να φθάσουν ως και σε αυτή την περιστασιακή πλειοψηφία των 166 βουλευτών στην Ολομέλεια της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, που επέτρεψε την υπό τους ως άνω όρους καθιέρωση του κανόνα του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών, ο Πρωθυπουργός και ο εισηγητής της πλειοψηφίας χρησιμοποίησαν και το ακόλουθο τέχνασμα: Πρόσθεσαν στο άρθρο 57 παρ. 1 διάταξη, σύμφωνα με την οποία «νόμος ορίζει τις δραστηριότητες που είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, καθώς και τα σχετικά με τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα και τον τρόπο επανόδου των βουλευτών στο επάγγελμά τους μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας». Φρόντισαν όμως να «διευκρινίσουν», με τη μορφή μεταβατικής διάταξης (άρθρο 115 παρ. 7), ότι «το προβλεπόμενο στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57 επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευση του προβλεπόμενου στην ίδια διάταξη νόμου και το αργότερο την 1.1.2003».


Α.Από όλη αυτή την πρωτοφανή σε πολυπλοκότητα διατύπωση προκύπτει σαφώς πως ακόμη και αυτή η προαναφερθείσα πλειοψηφία των 166 βουλευτών στην Ολομέλεια της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής επιτεύχθηκε μόνον αφού:


1. Προβλέφθηκε η διά νόμου δυνατότητα καθιέρωσης συγκεκριμένων, συμβατών με το βουλευτικό αξίωμα, δραστηριοτήτων, πράγμα που φαινόταν ότι απέτρεπε το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο.


2. Δόθηκε η εντύπωση ότι αφηνόταν ο απαραίτητος χρόνος για την έγκαιρη κατάθεση στη Βουλή και ψήφιση ενός τέτοιου νόμου.


Β.Και εδώ φθάνουμε στην πεμπτουσία, κυριολεκτικώς, της πρωθυπουργικής αναξιοπιστίας.


1. Βλέποντας ότι παρέρχεται ο χρόνος, χωρίς η κυβέρνηση να φέρνει προς ψήφιση στη Βουλή τον εκτελεστικό αυτόν νόμο, ζητήσαμε εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας από τον Πρωθυπουργό να απαντήσει σε σχετική ερώτηση στη Βουλή (αριθ. 2787/13.11.2001) ως προς το αν και πότε προτίθεται να ανταποκριθεί στις αντίστοιχες συνταγματικές του υποχρεώσεις. Και, ω του θαύματος, δύο εβδομάδες μετά ο κ. Σημίτης διαβεβαίωνε τη Βουλή των Ελλήνων ότι ο νόμος αυτός θα είχε ψηφισθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες, ήτοι ως την 31.12.2002.


2. Ακόμη δε και τον Νοέμβριο του προηγουμένου έτους ο υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης με τη σειρά του διαβεβαίωνε, urbi et orbi, ακόμη και από τηλεοράσεως, ότι ο ως άνω εκτελεστικός του άρθρου 57 παρ. 1 του Συντάγματος νόμος θα είχε ψηφισθεί πριν από την 31.12.2002.


3. Φυσικά ουδεμία από τις δεσμεύσεις αυτές τηρήθηκε. Ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, προφανώς εσκεμμένα και ύστερα από έναν απαράδεκτο σχεδιασμό αιφνιδιασμού της Βουλής και των βουλευτών – εδώ ακριβώς φάνηκε «πού το πήγαιναν» ευθύς εξαρχής -, άφησαν να περάσουν οι προαναφερθείσες προθεσμίες του άρθρου 115 παρ. 7 του Συντάγματος και μέσω της μεθοδευμένης αυτής νομοθετικής ολιγωρίας να καθιερωθεί το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών.


4. Αποκορύφωμα όμως αυτής της πολιτικής υποκρισίας και ανευθυνότητας είναι το γεγονός ότι μέσα στις γιορτές κατατέθηκε από την κυβέρνηση στη Βουλή σχέδιο νόμου το οποίο, αφού βεβαίως διακηρύσσει ρητώς τον κανόνα του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών, προβαίνει σε σειρά φαύλων παροχών ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού περιεχομένου, που βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία τόσο με την όλη κοινωνική πραγματικότητα όσο και με τις ρυθμίσεις που ισχύουν για όλους τους πολίτες. Δηλαδή ο «εκσυγχρονιστής» κ. Σημίτης επιχειρεί να «χρυσώσει το χάπι» του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών με χαριστικές παροχές που φέρνουν τους βουλευτές σε αντίθεση με την κοινωνία, υποσκάπτουν το κύρος τους – το οποίο τελευταία βάλλεται από πολλές πλευρές και όλοι αντιλαμβάνονται γιατί – και υποβαθμίζουν το επίπεδο του κοινοβουλευτικού μας βίου. Με τον τρόπο αυτόν ο κ. Σημίτης προσπαθεί να «τεκμηριώσει», κατά την προσφιλή του τακτική, ότι «όλοι είναι ίδιοι»!!!


Διατύπωσα ευθύς εξαρχής και εξακολουθώ πάντα να υποστηρίζω την άποψη – τα όσα διαδραματίζονται συνεχώς απλώς ενισχύουν τη θέση μου αυτή – ότι το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, με τον τρόπο με τον οποίο καθιερώθηκε, επιδιώκει τη δημιουργία ανεπάγγελτων βουλευτών, χωρίς επαφή με την κοινωνία, πειθήνιων οργάνων της εκάστοτε ηγετικής κομματικής νομενκλατούρας. Συνιστά επίσης επικίνδυνο και επώδυνο για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας και της πολιτικής μας ζωής ανάχωμα, το οποίο εμποδίζει την είσοδο στην πολιτική κονίστρα ανθρώπων με κοινωνική καταξίωση και ελευθερία γνώμης. Θέλει να διαμορφώσει κρατικοδίαιτους βουλευτές, οι οποίοι θα παραμείνουν εσαεί αιχμάλωτοι της πολιτικής, χωρίς επαφή με το κοινωνικό σύνολο και τις ανάγκες του. Φυσικά το Σύνταγμα είναι απολύτως σεβαστό από όλους μας, ακόμη και όταν διαφωνεί κανείς με τις ρυθμίσεις του. Ουδείς άρα διανοείται να το παραβιάσει. Ας μην ανησυχούν λοιπόν σχετικώς τα γνωστά «εκσυγχρονιστικά» δημοσιογραφικά φερέφωνα. Πλην όμως διαθέτουμε, νομίζω – και ελπίζω τα ως άνω φερέφωνα να μην έχουν αντίρρηση -, στη Νέα Δημοκρατία όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να καταψηφίσουμε και να καταγγείλουμε τους νόμους εκείνους οι οποίοι με φαύλες και αντισυνταγματικές παροχές προς τους βουλευτές επιχειρούν έναν απαράδεκτο εκμαυλισμό πολιτικών συνειδήσεων. Τους νόμους οι οποίοι, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώνουν δραματικά την ιδεολογία της μετριότητας και τη νοοτροπία των μειωμένων προσδοκιών του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Τους νόμους που, με αφορμή το επαγγελματικό ασυμβίβαστο για τους βουλευτές, αναδεικνύουν ένα είδος κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση συμβιβασμού με τον κατήφορο που έχει πάρει η πολιτική μας ζωή σήμερα. Τρέφουμε δε την ελπίδα πως η συζήτηση για τον προαναφερθέντα «εκτελεστικό» του άρθρου 57 παρ. 1 του Συντάγματος νόμο στη Βουλή – αν ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση φθάσουν ως τη συζήτησή του στη Βουλή – θα δείξει ότι υπάρχουν και άλλοι, πολλοί μάλιστα, βουλευτές, ακόμη και από τον χώρο του κυβερνώντος κόμματος, οι οποίοι δεν συμβιβάζονται με έναν τέτοιο θεσμικό και πολιτικό αναχρονισμό.


Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.