Θα ασχοληθώ με τρεις βασικούς τύπους θρησκευτικότητας – τον σχολαστικό, τον ιδεολογικό και τον πνευματικό. Η εξέταση θα γίνει στον χώρο που ο Βέμπερ αποκαλεί ιδεοτυπική ανάλυση: θα εξετάσω δηλαδή τον κάθε τύπο στην απόλυτα «λογική» μορφή του χωρίς να παραγνωρίζω πως αυτή την ιδεατή, την απόλυτα καθαρή μορφή δεν την συναντούμε ποτέ στην πραγματικότητα. Σε κάθε συγκεκριμένο πλαίσιο βλέπουμε πάντα ένα συνδυασμό σχολαστικών, ιδεολογικών και πνευματικών στοιχείων – με την κυριαρχία του ενός πάνω στα άλλα δύο.


* Η σχολαστική πνευματικότητα


Σε αυτή την περίπτωση το θρησκευόμενο άτομο προσκολλάται κατά αυτόματο, μηχανιστικό τρόπο στα «ιερά κείμενα» ή στους παραδοσιακούς θρησκευτικούς κανόνες – χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια κριτικής εξέτασης άρα και ουσιαστικής εσωτερίκευσης αυτών των κανόνων. Σε παραδοσιακά κοινωνικά πλαίσια, όπου η ατομικοποίηση δεν είναι αναπτυγμένη, η ανεπεξέργαστη, αυτόματη αποδοχή του καθετί που έρχεται από μια μακραίωνη θρησκευτική παράδοση δεν δημιουργεί προβλήματα ούτε για το υποκείμενο ούτε για την κοινωνία. Απεναντίας, λειτουργεί σαν ένας αποτελεσματικός τρόπος νοηματοδότησης της ζωής, νομιμοποίησης της θρησκευτικής και λαϊκής εξουσίας και οργάνωσης του καθημερινού βίου.


Στα μεταπαραδοσιακά όμως πλαίσια του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου, όπου η ατομικοποίηση είναι εξαιρετικά προχωρημένη, ο άνθρωπος καλείται – ή μάλλον είναι υποχρεωμένος – να κάνει τις δικές του επιλογές, είναι υποχρεωμένος (όπως σωστά υποστηρίζει ο γνωστός κοινωνιολόγος Α. Γκίντενς) να κατασκευάσει τον δικό του τρόπο ζωής, τη δική του βιογραφία. Σε αυτή τη μεταμοντέρνα κατάσταση η τυφλή, μηχανιστική προσκόλληση στην παράδοση (όσο καταξιωμένη και αν είναι) οδηγεί λιγότερο στην ουσιαστική πίστη και περισσότερο στην πανικόβλητη φυγή από το υπαρξιακό άγχος, τον φόβο του θανάτου και του απόλυτου κενού που ο μεταμοντέρνος τρόπος ζωής επισείει. Οδηγεί, με άλλα λόγια, σε αυτό που ο Χάιντεγκερ αποκάλεσε μη αυθεντικό τρόπο του ζην, οδηγεί σε έναν καταναγκαστικό μηχανισμό κατασκευής μιας σιγουριάς / θαλπωρής που είναι τόσο ψεύτικη όσο και η ανακούφιση που οι διάφορες ουσίες ή ο ακραίος καταναλωτισμός προσφέρουν στον μετανεωτερικό άνθρωπο.


Σε ένα πιο συστηματικό επίπεδο τώρα, αν παραδεχθούμε πως κάθε θρησκευτικότητα ενέχει μία δογματική, μία θεολογική και μία υπαρξιακή / βιωματική διάσταση – τότε θα έλεγα πως στο δογματικό επίπεδο η σχολαστική θρησκευτική νοοτροπία επιμένει στη μη μεταφορική, κυριολεκτική ερμηνεία των ιερών πηγών. Αν, για παράδειγμα, οι γραφές μάς λένε πως ο κόσμος έγινε σε 7 μέρες, αυτό πρέπει να γίνει αποδεκτό στην κυριολεξία. Πρέπει να αγνοήσουμε δηλαδή το τι μας λέει η επιστήμη για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου. Ετσι οι θεωρίες του Κοπέρνικου, του Δαρβίνου ή του Αϊνστάιν πάνω σε αυτά τα θέματα προέρχονται «εκ του πονηρού» και πρέπει να καταπολεμηθούν. Και το ίδιο ισχύει στο επίπεδο της ηθικής. Αν, παραδείγματος χάρη, στα ισλαμικά ιερά κείμενα η ποινή της μοιχαλίδας είναι ο διά λιθοβολισμού θάνατος, αυτός ο κανόνας πρέπει να ισχύει σήμερα όπως ίσχυε και πριν από αιώνες.


Οσο για τη δεύτερη, τη θεολογική διάσταση της θρησκευτικότητας (δηλαδή της διάστασης που προσπαθεί μέσω μιας καθαρά γνωσιακής, φιλοσοφικής ανάλυσης να φέρει πιο κοντά την επιστήμη και τη θρησκεία), στην περίπτωση της σχολαστικής θρησκευτικότητας τα θεολογικά πονήματα νομιμοποιούνται μόνο όταν αμφισβητούν την εγκυρότητα της επιστημονικής έρευνας (βλέπε π.χ. τα θεολογικά επιχειρήματα στις ΗΠΑ εναντίον του δαρβινισμού και της διδασκαλίας του στα σχολεία). Τέλος σε ό,τι αφορά την υπαρξιακή διάσταση, η σχολαστική θρησκευτικότητα την υποβιβάζει. Το θρησκευτικό βίωμα, η άμεση, αμεσολάβητη επαφή με το θείο αντιμετωπίζεται με καχυποψία αφού σε τελική ανάλυση μπορεί να υποσκάψει το «γράμμα» του θείου νόμου, ενός νόμου που πρέπει να παραμένει αμετάβλητος εις τους «αιώνας των αιώνων». Είναι ακριβώς στη βάση μιας τέτοιας λογικής που τα ιερά κείμενα των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων συχνά μετατρέπονται από μέσα θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης και ανάτασης σε αυτοσκοπούς, σε είδωλα κενά κάθε πνευματικού ενδιαφέροντος.


* Η θρησκευτική ιδεολογία


Σε αυτή την περίπτωση ο κεντρικός στόχος δεν είναι τόσο η απολυτοποίηση των ιερών κειμένων όσο η κινητοποίηση των πιστών σε μια προσπάθεια περιχαράκωσης ή επέκτασης μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής πίστης. Η βασική λογική πίσω από κάθε τέτοια προσπάθεια είναι πως η γνήσια θρησκευτικότητα, η γνήσια πίστη είναι μία και μόνο και τυχαίνει να είναι το μονοπώλιο μιας συγκεκριμένης εκκλησίας, σέκτας, εθνότητας κτλ. Ετσι η θρησκευτική πίστη μετατρέπεται σε ιδεολογικό όπλο αμυντικού ή/και επιθετικού χαρακτήρα. Στην αμυντική περίπτωση η θρησκευτική ιδεολογία μάς παροτρύνει να προστατέψουμε την πίστη μας, τη «μόνη αληθινή πίστη», από κάθε εσωτερική ή εξωτερική εστία «μολύνσεως». (Ενα χτυπητό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας είναι η πρόσφατη αντίδραση μοναχών του Αγίου Ορους στην επικοινωνία Πατριάρχη – Πάπα σε θέματα οικολογίας – με βάση το ιδεολογικό σλόγκαν κάτω ο Παπισμός, «Ορθοδοξία ή θάνατος» κτλ.).


Στην περίπτωση της επιθετικής χρήσης της θρησκευτικής ιδεολογίας, εδώ επιδιώκεται με διάφορα θεμιτά ή αθέμιτα μέσα ο προσηλυτισμός των «απίστων» και η επέκταση της «αληθινής πίστης» στα πέρατα της οικουμένης. Σύμφωνα με αυτή τη νοοτροπία, ο προσηλυτισμός / επέκταση είναι το καθήκον κάθε αληθινού πιστού, αφού μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να βρουν τη σωτηρία τους όλοι αυτοί που αγνοούν ή απορρίπτουν συνειδητά τον «αληθινό λόγο του Θεού». Είναι ακριβώς με αυτόν τον τρόπο που νομιμοποιήθηκαν και εξακολουθούν να νομιμοποιούνται οι διάφοροι «ιεροί πόλεμοι» – από τις σταυροφορίες ως τον ισλαμικό τζιχάντ. Και όπως ο θρησκευτικός επεκτατισμός δεν μπορεί να απομονωθεί από γεωπολιτικούς υπολογισμούς, οδηγούμαστε αργά ή γρήγορα σε μια κατάσταση όπου η θρησκευτικότητα πολύ λίγο διαφέρει από τις τρέχουσες κομματικοκρατικές ιδεολογίες.


Βέβαια η ταύτιση του θρησκευτικού με το πολιτικό είναι αναπόφευκτη στις ισλαμικές κοινωνίες, τα ιερά κείμενα των οποίων εναντιώνονται στον διαχωρισμό κρατικής και θρησκευτικής εξουσίας. Αλλά και σε μη θεοκρατικά καθεστώτα, όπως το δικό μας, ο για διάφορους ιστορικούς λόγους μη διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους προσφέρει την ευκαιρία σε διάφορους «ιερείς-στρατηλάτες» (όπως ο Αρχιεπίσκοπός μας) να μάχονται από τον εκκλησιαστικό άμβωνα για τις «χαμένες πατρίδες», για τα ιερά και τα όσια της ελληνικής φυλής, για την ανωτερότητα του αθάνατου ελληνικού πνεύματος, για τη μη ίση μεταχείριση από το κράτος των «αιρετικών» και αλλόθρησκων κτλ., κτλ.


Τέλος, λίγα λόγια για τις τρεις διαστάσεις της ιδεολογικής θρησκευτικότητας. Στον δογματικό χώρο η έμφαση δίνεται στην κυριολεκτική παρά στη μεταφορική ερμηνεία των ιερών κειμένων. Στον θεολογικό χώρο η φιλοσοφία και η επιστήμη επιστρατεύονται για να αποδείξουν την ανωτερότητα της συγκεκριμένης πίστης και του έθνους / φυλής που την εκπροσωπεί. Οσο για την υπαρξιακή / βιωματική διάσταση της πίστης, αυτή εκτοπίζεται από μια θρησκευτική ιδεολογία που καλλιεργεί τη μισαλλοδοξία, τον εθνικιστικό σοβινισμό και την πατριδοκαπηλική κομπορρημοσύνη. Δεν χρειάζεται να τονίσω πως οι παραπάνω στάσεις βρίσκονται στον αντίποδα κάθε γνήσιας πνευματικότητας.


* Η πνευματική θρησκευτικότητα


Εδώ η έμφαση δίνεται στην άμεση εμπειρία του ατόμου με το θείο – είτε αυτό που ονομάζουμε θείο βιώνεται σαν μια εξωτερική / υπερφυσική δύναμη είτε σαν μια εσωτερική διάσταση της ανθρώπινης ψυχής (όπως στις πιο φιλελεύθερες εκδοχές της χριστιανικής θεολογίας). Και είναι ακριβώς αυτή η άμεση, αδιαμεσολάβητη εμπειρία του θρησκευόμενου ανθρώπου με το θείο που πολλές φορές οδηγεί σε αυτό που ονομάζουμε «αγιοσύνη» – δηλαδή σε μια κατάσταση βαθιάς συμπόνιας του ατόμου προς τον εαυτό του, προς τον άλλο και προς τον ζωικό και φυσικό κόσμο (βλέπε πάνω σε αυτό το έργο του Κρισναμούρτι). Σε μια τέτοια κατάσταση το ηθικό, δηλαδή οι κανόνες σωστής συμπεριφοράς προς τον άλλο, δεν επιβάλλονται από ιερά κείμενα, θρησκευτικούς κώδικες ή φετφάδες της θρησκευτικής ηγεσίας. Οι κανόνες συμπεριφοράς αναδύονται αβίαστα, απρογραμμάτιστα, σε ένα πλαίσιο που το εγώ προσεγγίζει τον άλλο, τον ξένο, τον περιθωριοποιημένο χωρίς υπολογισμούς, χωρίς εργαλειακές σκοπιμότητες, χωρίς φανατικούς αποκλεισμούς (βλέπε το έργο του εβραίου φιλοσόφου / θεολόγου Μ. Μπούμπερ). Οπως τονίζει και ένας άλλος μεγάλος εβραίος θεολόγος και φιλόσοφος, ο Ε. Λεβινάς, το ηθικό και το θρησκευτικό αναδύονται σε μια ανοιχτή κατάσταση όπου το άτομο ανταποκρίνεται χωρίς επιφυλάξεις και όρους στην κραυγή του άλλου για βοήθεια. Σε αυτόν τον χώρο της ουσιαστικής ελευθερίας, το νοησιαρχικό, το εγκεφαλικό στοιχείο περιθωριοποιείται. Επεμβαίνει όχι για να επιβάλει αλλά για να απομακρύνει, να εξουδετερώσει καθετί που εμποδίζει την ανοιχτή, άνευ όρων επικοινωνία του ατόμου με τον άλλο. Οπως μας λέει η αποφατική θεολογία (ορθόδοξη και μη), το άνοιγμα προς το ηθικό και το θείο προϋποθέτει όχι την καταφατική αλλά την αποφατική λειτουργία του νου. Ο νους λειτουργεί με σκοπό το παραμέρισμα των σκέψεων που εμποδίζουν τη σιωπή, την ακινησία, το ησυχαστικό άνοιγμα της ψυχής προς τον θείο και τον ανθρώπινο έρωτα.


Οσο για τις τρεις διαστάσεις της πνευματικής θρησκευτικότητας: στο δογματικό επίπεδο τα ιερά κείμενα δεν θεωρούνται αυτοσκοποί αλλά βοηθητικά εργαλεία στην αναζήτηση του θείου. Από τη στιγμή που οι «ιερές πηγές» παύουν να λειτουργούν ως είδωλα, τότε γίνεται προφανές πως η κυριολεκτική ερμηνεία τους, δηλαδή η φανατική προσκόλληση στο «γράμμα» του θείου νόμου, οδηγεί σε όλων των ειδών τους παραλογισμούς. Γίνεται επίσης προφανές πως όπως αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες έτσι θα αλλάζουν και οι ερμηνείες των ιερών κειμένων. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που χρειάζεται μια αδιάκοπη θεολογική διεργασία και σκέψη ικανή να συμφιλιώνει τη θρησκευτικότητα με τις επιστημονικές ανακαλύψεις και τις κοινωνικές αλλαγές. Τέλος, δεν χρειάζεται να τονίσω πως στην πνευματική θρησκευτικότητα το βάρος δίνεται στο υπαρξιακό βίωμα, στο άνευ όρων άνοιγμα του ατόμου προς τον συνάνθρωπό του και στη μυστική, αδιαμεσολάβητη σχέση του με το θείο. Είναι ακριβώς σε αυτόν τον υπαρξιακό χώρο που αναδύονται οι οικουμενικές αξίες, οι κοινές αξίες της αγάπης, της συμπόνιας και της συμπαράστασης προ τον άλλον που βρίσκουμε στη βάση όλων των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων, από τον ινδουισμό, τον βουδισμό και τον ταοϊσμό μέχρι τον ιουδαϊσμό, τον χριστιανισμό και τον ισλαμισμό.


Δεν είμαι σίγουρος αν η θρησκευτικότητα, σαν τρόπος νοηματοδότησης και οργάνωσης του ανθρώπινου βίου, θα επιβιώσει στον 21ο αιώνα. Είμαι όμως σίγουρος πως αν επιβιώσει, δεν θα είναι ούτε με τη σχολαστική ούτε με την ιδεολογική της μορφή. Μόνο η πνευματική θρησκευτικότητα έχει τη δυνατότητα επιβίωσης σε έναν όλο και πιο αλληλεξαρτώμενο και ιλιγγιωδώς μετασχηματιζόμενο κόσμο. Μόνο η πνευματική θρησκευτικότητα μπορεί να χτίσει γέφυρες μεταξύ των θρησκευτικών παραδόσεων χωρίς να καταργήσει τις δογματικές και θεολογικές τους διαφορές. Μόνο η πνευματική θρησκευτικότητα μπορεί να μας μάθει να σεβόμαστε τη θρησκευτική διαφορετικότητα. Και με σεβασμό δεν εννοώ τον τύπο της ανοχής και την κεκαλυμμένη υπεροψία με την οποία οι «πεφωτισμένοι» ιερείς μας αντιμετωπίζουν σήμερα τη θρησκευτική ετερότητα: δηλαδή σαν αναγκαίο κακό, σαν ένα ατύχημα της ιστορίας που οδήγησε τους αλλόθρησκους μακριά από την «αληθινή» (δηλαδή ορθόδοξη) πίστη, καθώς και μακριά από τη μοναδική οδό σωτηρίας μέσω του Ιησού Χριστού, της Αγίας Τριάδος κτλ.


Αυτού του είδους η υπερφίαλη θρησκευτική υπεροψία (που την βλέπουμε κυρίως στους μονοθεϊσμούς της αβρααμικής παράδοσης) οδηγεί αναπόφευκτα στη δημιουργία πρώτης και δεύτερης κατηγορίας θρησκευομένων: αυτών που έχουν τη δυνατότητα σωτηρίας και αυτών που, επειδή είχαν την ατυχία να γεννηθούν ή να μεγαλώσουν σε ένα «αιρετικό» ή αλλόθρησκο περιβάλλον, δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Αυτού του είδους η στενόμυαλη επιχειρηματολογία, η οποία στη Δύση βασίζεται σε μια χριστοκεντρική εννοιολόγηση του σύμπαντος, δεν οδηγεί σε ουσιαστικό σεβασμό του άλλου, οδηγεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην απλή ανοχή του θρησκευτικά διαφορετικού. Μόνο η πνευματική θρησκευτικότητα μπορεί να ξεπεράσει αυτού του είδους τον θρησκευτικό κρυπτοϊμπεριαλισμό κηρύσσοντας ξεκάθαρα πως οι δρόμοι προς το θείο είναι πολλοί και πως η προσπάθεια διαχωρισμού της «αληθινής» από τις λιγότερο αληθινές θρησκευτικές παραδόσεις είναι και στρουθοκαμηλική και βαθιά αντιπνευματική.


Και, για να τελειώσω με μια αισιόδοξη νότα, υπάρχουν σοβαρές εμπειρικές έρευνες (βλέπε το έργο του Ινγκλχάρτ) που δείχνουν πως σε παγκόσμια κλίμακα ένα μεγάλο μέρος της νέας γενιάς αρχίζει να προσανατολίζεται σε μεταϋλιστικές αξίες και τρόπους ζωής. Αυτός ο αναδυόμενος νέος κόσμος δεν απορρίπτει μόνο τον ανεγκέφαλο καταναλωτισμό και την «προντουκτιβιστική» ιδεολογία που τον στηρίζει, αλλά και τους φανατισμούς, τις μισαλλοδοξίες και τις κούφιες ιδεολογίες των κομμάτων και των εκκλησιαστικών κατεστημένων. Ενδιαφέρεται λιγότερο για τις χρηματιστηριακές αξίες και περισσότερο για τις οικουμενικές αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης και της περιβαλλοντικής ευαισθησίας, η πνευματική θρησκευτικότητα έχει αρχίσει να ανθεί – ενώ έχει τεράστιες δυνατότητες παραπέρα ανάπτυξης. Μέσα και έξω από τον χώρο των οργανωμένων θρησκειών. Αν και κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμη ορατό στην Ελλάδα, οι βαθύτερες τάσεις εξελίσσονται προς αυτή την κατεύθυνση και στη χώρα μας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.