Υπάρχουν δύο συζητήσεις για τη «μεταμοντέρνα κατάσταση» και τη «μεταμοντέρνα σκέψη». Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση και μια ανιαρή συζήτηση. Επικοινωνούν μεταξύ τους οριακά αλλά ευτυχώς αποκλίνουν ακόμη καίρια. Η πρώτη συζήτηση διεξάγεται εντός και παράλληλα με μια σύνθετη συγχρονία και εμπεριέχει μια μεγάλη ποικιλία θέσεων και μια ευρεία προβληματική. Δεν αποκλείει την αντιπαράθεση και δεν διασφαλίζει τη συμφωνία. Δεν την προϋποθέτει όμως προγραμματικά γιατί, διαφορετικά, τι συζήτηση θα ήταν.


Η δεύτερη εξαντλείται στη «σταυροφορία κατά του μεταμοντερνισμού» σε όλα τα μέτωπα – τόσο επιστημονικά όσο και πολιτικά. Στο εσωτερικό της, αυτή η συζήτηση είναι πραγματικά ανιαρή και φτωχή διότι χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή άρνηση στοιχειώδους έστω ενασχόλησης με το αντικείμενο στο οποίο υποτίθεται ότι επιδιώκει να ασκήσει κριτική. Συμπυκνώνεται στη θέση «ο μεταμοντερνισμός λέει…». Το τι λέει ή μάλλον τι του αποδίδεται ότι λέει εξαντλείται συνήθως σε γενικότητες όπως «όλα είναι κείμενα», «όλα είναι σχετικά», «δεν υπάρχει πραγματικότητα», «δεν υπάρχει κοινωνία».


Αυτή η δεύτερη συζήτηση χαρακτηρίζεται από ένα παράδοξο. Είναι ανιαρή και ελάχιστα δημιουργική διανοητικά στο εσωτερικό της. Είναι όμως ενδιαφέρουσα ως αντικείμενο παρατήρησης και ανάλυσης γιατί αποτελεί ερήμην της μέρος της μεταμοντέρνας κατάστασης. Εγγράφεται δηλαδή με διαφορετικούς όρους και κώδικες σε επί μέρους «τοπικά» πλαίσια – εθνικά, πολιτικά, ακαδημαϊκά. Συναιρεί ετερόκλητες και εκ πρώτης όψεως δομικά μη συσχετικές επιστημονικές και πολιτικές θέσεις. Διεξάγεται με όρους μυστικοποίησης και δαιμονοποίησης ενός πρωτεϊκού «Αλλου» (που συνιστά, στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ο μεταμοντερνισμός). Αναπτύσσει νοσταλγικούς λόγους διασφάλισης τάχα απειλούμενων επιστημονικών, πολιτικών και κοινωνικών ταυτοτήτων. Συμπορεύεται τελικά με χώρους που θεωρεί αντίπαλους προς αυτήν.


Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη «συζήτηση-σταυροφορία κατά του μεταμοντερνισμού» στον ελληνικό επιστημονικό αλλά και ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό χώρο. Τι προκύπτει από την ανάγνωσή της; Κατά τη γνώμη μου, προκύπτουν πολλά αλλά κυρίως δύο διαπιστώσεις οφείλουν να υπογραμμισθούν:


Α. Η εμμονή στη θέση «ο μεταμοντερνισμός λέει…» εστιάζει σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον της σε γνωσιοθεωρητικά ζητήματα και υπογραμμίζει μονίμως τον κίνδυνο της γνωστικής αναστολής αλλά και της αναίρεσης του ορθού λόγου που ενέχεται σε αυτά που ισχυρίζονται οι θεωρητικοί του μεταμοντέρνου. Ελάχιστα όμως ενδιαφέρεται αυτή η συζήτηση για το πλαίσιο εντός του οποίου συγκροτήθηκαν οι επιστημολογικές αναζητήσεις της μεταμοντέρνας σκέψης και το οποίο περιλαμβάνει μια μεγάλη προβληματική σχετική με την ανάπτυξη ηγεμονικών πολιτικών και επιστημονικών λόγων μέσα και έξω από τον δυτικό κόσμο, πρακτικών αποκλεισμού της οπτικής της ετερότητας, στρατηγικών λογοκρισίας στο όνομα της μιας και μοναδικής αλήθειας. Αρνούμενη συνειδητά ή ασυνείδητα να κατανοήσει την ουσιαστική πολιτική διάσταση και το υπόβαθρο αυτών που «ο μεταμοντερνισμός λέει…», η συζήτηση-σταυροφορία καταφεύγει στην εύκολη καταγγελία του «σχετικισμού» στο όνομα των αντικειμενικών γεγονότων και καταστάσεων που συνέβησαν, συμβαίνουν και ενδεχομένως θα συμβούν. Σε τι διαφοροποιείται όμως τελικά η φοβική θέση περί γνωστικής αναστολής από το ερμητικά κλειστό διανοητικό σύμπαν των κάθε λογής δογματισμών, φονταμενταλισμών και ρατσισμών που μας περιβάλλουν και από τους οποίους υποτίθεται ότι αποστασιοποιείται;


Β. Η άποψη «ο μεταμοντερνισμός λέει…» εξισώνεται συχνά ή τουλάχιστον λειτουργεί παράλληλα με την άποψη «η αμερικανική επιστήμη λέει…» ή ακόμη και με την άποψη «ο καπιταλισμός λέει…». Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, ένα μεγάλο μέρος της μεταμοντέρνας σκέψης, που εστιάζει το ενδιαφέρον του σε ζητήματα πολυπολιτισμικότητας, ταυτοτήτων, πολιτισμικών κοινοτήτων, εμφανίζεται να αναπαράγει και να προωθεί έναν ηγεμονικό, αμερικανικών προδιαγραφών, λόγο που συναινεί τελικά στις αυτοκρατορικές βλέψεις της υπερ-δύναμης. Αυτή η άποψη θα μπορούσε πραγματικά να συζητηθεί αν δεν συστεγαζόταν με μια αναγωγιστική και συνωμοτική λογική που εδραιώνει αυθαίρετες συνδέσεις ανάμεσα σε θεωρητικές αναλύσεις και πλανητικές πολιτικές στρατηγικές. Αρνούμενη και πάλι, συνειδητά ή ασυνείδητα, η «συζήτηση-σταυροφορία κατά του μεταμοντερνισμού» να κατανοήσει τον αντιρρητικό λόγο που συνέχει πολλές από τις θέσεις στις οποίες αποπειράται να ασκήσει κριτική αλλά και τη ριζοσπαστική πολιτική παρέμβαση των φορέων τους στο συντηρητικό αμερικανικό πλαίσιο, καταφεύγει ξανά στην καταγγελία ενός «αμερικανοτραφούς μεταμοντερνισμού». Σε τι διαφοροποιείται όμως τελικά αυτή η προσέγγιση από τους κάθε λογής θρησκευτικούς και μη εθνικισμούς που μας περιβάλλουν και ανασύρουν έναν λαϊκίστικο αντιαμερικανισμό και μια συνεχή καταγγελία αυτού που ονομάζουν «αμερικανοτραφή διανόηση» ως ανάχωμα στους κινδύνους που διατρέχει το έθνος απέναντι στην παγκοσμιοποίηση;


Η συζήτηση με βάση την άποψη «ο μεταμοντερνισμός λέει…» είναι πραγματικά μια ανιαρή συζήτηση. Διεξάγεται με συνθήματα, συγκροτεί στερεότυπα και τροφοδοτεί φοβίες. Θα ήταν άσκοπο να εμπλακεί κανείς μαζί της αν δεν ελλόχευε ο κίνδυνος να εδραιώσει τις κατηγορίες της μέσα σε ένα εντελώς μυωπικό και συντηρητικό επιστημονικοπολιτικό λόγο που αυτο-αναγορεύεται σε ριζοσπαστικό ενώ απλώς αναστέλλει την όποια κριτική νοσταλγώντας την «Αλεξάνδρεια που φεύγει». Είναι καιρός να την εγκαταλείψουμε και να σκεφτούμε τον κόσμο μέσα στη μεταμοντέρνα κατάσταση. Καλώς ή κακώς σε αυτή θα ζήσουμε και στα δικά της όρια θα ανασυνθέσουμε το παρελθόν αλλά και το παρόν και το μέλλον μας. Τόσο οι θεωρητικοί όσο και οι πολιτικοί λογαριασμοί είναι ανοιχτοί και βασανιστικοί. Είναι καιρός να θυμηθούμε πως τις κοινωνίες δεν τις εξαφανίζει ο μεταμοντερνισμός. Η άποψη «κοινωνία δεν υπάρχει» ανήκει στη Μάργκαρετ Θάτσερ. Μάλλον όλοι θα συμφωνήσουμε πως η κυρία Θάτσερ δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των θεωρητικών του μεταμοντέρνου. Αν αφήσουμε τις ταμπέλες, μπορεί να συμφωνήσουμε ότι μας ενδιαφέρει να στοχαστούμε και να δράσουμε απέναντι στις απόψεις τις δικές της και πολλών άλλων.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.