Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν εκείνες οι φωνές που μιλούν για την επιτακτική ανάγκη της ανανέωσης στον δημόσιο βίο της χώρας, με αιχμή βέβαια τη συμμετοχή και ανάδειξη νέων ανθρώπων στα κόμματα.


Οι φωνές αυτές, όχι σπάνια, αντιμετωπίζονται από τον πολιτικό κόσμο με καχυποψία καθώς πολλοί θεωρούν ότι πρόκειται για έναν απλοϊκό τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης που μαστίζει την αξιοπιστία και τη δυναμική των κομμάτων. Αλλοτε πάλι αντιμετωπίζονται με αρνητική και επικριτική διάθεση καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι μια τέτοια προσέγγιση περιορίζεται στο να ταυτίζει την πολιτική με την επικοινωνία και τις «μαγικές» πλέον ικανότητές της.


Η καχυποψία και ο αρνητισμός που προηγουμένως περιέγραψα δεν έχουν μονοσήμαντα κίνητρα. Δεν είναι μόνο η φοβική αντίδραση του πολιτικού κατεστημένου που αισθάνεται να απειλείται από μια δυσδιάκριτη αλλά πάντως ορατή νέα γενιά που θα θέσει εν αμφιβολία την πολιτική του κυριαρχία και τον πρωταγωνιστικό του ρόλο. Συχνά υπάρχει μια βάσιμη επιφύλαξη σε σχέση με το αν η συζήτηση αφορά μια ουσιαστική νέα εισφορά στον δημόσιο λόγο της χώρας και στα πολιτικά ήθη της ή πρόκειται απλώς για τη διαδοχή των παλαιών από νεότερα πολιτικά στελέχη που ανυπόμονα περιμένουν να ανοίξει η επετηρίδα, για να έρθει η δική τους σειρά και να πράξουν με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο ό,τι και οι προκάτοχοί τους.


Είναι προφανές ότι η ανάγκη για ανανέωση στα πολιτικά κόμματα αλλά και σε άλλες εκφράσεις του δημόσιου βίου, όπως καταγράφεται στα εκλογικά αποτελέσματα, στις δημοσκοπήσεις και σε άλλους δείκτες, αναδεικνύει μια γνήσια ανάγκη του κοινωνικού σώματος.


Πρόκειται για μια ανάγκη που γέννησε το ίδιο το πολιτικό σύστημα και θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με θετική δράση, με ριζοσπαστισμό και τόλμη, χωρίς μικροϋπολογισμούς και εικονολατρικές διαθέσεις.


Η ανάγκη της ανανέωσης είναι βέβαιο ότι πρέπει πρωτίστως να αναγνωρισθεί από τα ίδια τα κόμματα. Από τις πολιτικές παρατάξεις που πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες τους και να αναζητήσουν τη δημιουργική μετάγγιση ιδεών και σκέψεων νέων ανθρώπων.


Σήμερα τα κόμματα παρουσιάζονται με λόγο και πρωτοβουλίες που αφήνουν παγερά αδιάφορη τη συντριπτική πλειονότητα των νέων. Εχουν περιορισμένη αναφορά στη νέα γενιά και ελάχιστο αριθμό νέων στελεχών.


Αυτή η διακριτή απουσία των νέων ανθρώπων ή η περιορισμένη παρουσία τους δυστυχώς κυριαρχεί σε όλο το φάσμα του δημόσιου βίου και των μαζικών κινημάτων. Στις πρόσφατες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές αλλά και σε άλλες αρχαιρεσίες, όπως αυτές των επιμελητηρίων ή των επιστημονικών συλλόγων της χώρας και των συνδικάτων, οι νέοι άνθρωποι παραμένουν ισχνή μειοψηφία στις λίστες των υποψηφίων. Επαναλαμβάνεται δηλαδή η αναλογία που συναντά κανείς στα ψηφοδέλτια των πολιτικών κομμάτων.


Την ίδια στιγμή είναι βέβαιο ότι η ελληνική κοινωνία έχει στραμμένες τις ελπίδες της αλλά και την εμπιστοσύνη της στους νέους ανθρώπους από τους οποίους περιμένει νέα ποιοτικά δείγματα γραφής, ήθος, νεωτερικότητα στις ιδέες και στον τρόπο εφαρμογής τους, αποτελεσματικότητα και βέβαια σκληρή δουλειά. Περιμένει ακόμη ένα διαφορετικό πρότυπο άσκησης εξουσίας, απαλλαγμένο από αλαζονείες ή καθεστωτικές συμπεριφορές.


Είναι λοιπόν, θα έλεγα, μια ανάγκη που φαίνεται να αποκτά έναν νομοτελειακό χαρακτήρα για εκείνους που θέλουν και μπορούν να είναι όχι μόνο στη θεωρία διαρκώς προσανατολισμένοι στο μέλλον αλλά και να το διαμορφώνουν στην πράξη με αυθεντικό τρόπο.


Η πρόκληση αφορά πρωτίστως τα κόμματα.


Είναι εκείνα που πρέπει να χτίσουν μια αμφίδρομη σχέση επικοινωνίας και εμπιστοσύνης με τους νέους ανθρώπους. Είναι εκείνα που πρέπει να εντάξουν όχι στους εφήμερους εκλογικούς τους σχεδιασμούς αλλά στην καθημερινή πολιτική τους συγκρότηση, λειτουργία και εκπροσώπηση ολοένα και περισσότερους ικανούς και δημιουργικούς νέους ανθρώπους.


Είναι εκείνα που πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ανανέωσης όχι ως επικοινωνιακό τρυκ που θα επιχειρήσει – είναι βέβαιο χωρίς αποτέλεσμα – να εξωραΐσει την εικόνα τους, αλλά ως μια ειλικρινή και ουσιαστική διαδικασία εμπλουτισμού του υπάρχοντος στελεχικού δυναμικού με νέες δυνάμεις. Με νέους ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν ιστορία και παρελθόν, είναι πολύ πιθανόν όμως να μπορούν να δώσουν στο μέλλον τη δύναμη των ιδεών τους, την καθαρή και πρωτότυπη σκέψη τους, τη δυνατότητα γνήσιας επικοινωνίας με δυναμικές ομάδες της κοινωνίας που σήμερα αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται. Αυτό σημαίνει αυξημένη συμμετοχή νέων ανθρώπων στα ψηφοδέλτια των κομμάτων καθώς και σε πολιτικά όργανα. Ανάθεση υπεύθυνων πολιτικών ρόλων σε νέους ανθρώπους, επένδυση σε νέα στελέχη που τα κόμματα θα εμπιστευθούν και θα τα στηρίζουν σε μαζικούς χώρους. Με δυο λόγια, πολιτική ενίσχυσης και ανάδειξης νέων ανθρώπων.


Την ίδια στιγμή, είναι η ώρα οι νέοι άνθρωποι να δηλώσουν παρόντες.


Ο Γκαίτε έλεγε ότι ο νέος άνθρωπος με την επανάσταση θα αρχίσει για να δικαιολογήσει την παρουσία του. Η συμμετοχή είναι σήμερα η ειρηνική επανάσταση της μεταμοντέρνας εποχής. Είναι αυτή που κλείνει τον δρόμο στην αυθαιρεσία, στον αυταρχισμό και στην αδράνεια.


Συμμετοχή παντού, σε κόμματα και κινήματα, σε συλλόγους και σωματεία, σε παρατάξεις και οργανώσεις, όπου χτυπά η καρδιά της κοινωνίας, προκειμένου ο χτύπος να γίνει σύγχρονος και ελκυστικός και να αντανακλά δράση και δυναμισμό.


Υπάρχει βέβαια ο αντίλογος ότι οι σημερινές συνθήκες σε όλους τους μαζικούς χώρους, σε κάθε πεδίο κοινωνικής δράσης, διώχνουν τους νέους ανθρώπους. Οτι οι πόρτες είναι κλειστές από όλους εκείνους που ανάλωσαν τη ζωή τους στη διαμόρφωση μηχανισμών και χαρακωμάτων. Οτι δεν υπάρχει ζωτικός χώρος για ένα νέο άνθρωπο ώστε να ακουστεί η φωνή του, να ακουστούν και οι δικές του ιδέες, οι δικές του προτεραιότητες και να υπάρξει μια άλλη δράση και λειτουργία. Οτι η εικονική πραγματικότητα που συντηρούν οι κομματικοί μηχανισμοί δεν αφήνει κανένα περιθώριο για πολιτική με ουσία, με φαντασία και δράση.


Είναι βέβαιο ότι ο δρόμος δεν είναι ανοικτός, ούτε τα πράγματα είναι εύκολα. Δεν μπορεί όμως αυτό να είναι το άλλοθι μιας εκκωφαντικής σιωπής και απουσίας που τελικά νομιμοποιεί πολλά από όσα σήμερα θα θέλαμε να αλλάξουμε. Είναι εύκολο και ανέξοδο να απαξιώνεις και να απορρίπτεις το τέλμα, την αδράνεια ή την υποκρισία. Η «μαγκιά» όμως είναι να δίνεις τη ψυχή σου για να τα αλλάξεις.


Αν θέλουμε λοιπόν να αλλάξουμε τα πράγματα, υπάρχει μόνο ο δρόμος της συμμετοχής. Η ανανέωση θα πρέπει να έχει δύο πρωταγωνιστές. Τα επιτελεία των κομμάτων πρωτίστως, που πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες τους, και στη συνέχεια νέους πολίτες αποφασισμένους να έχουν ρόλο και λόγο σε ό,τι τους αφορά.


Μόνο έτσι θα μιλήσουμε με όρους μέλλοντος και όχι παρελθόντος. Με αυτόν τον τρόπο προχωρούν οι κοινωνίες. Με αυτούς τους πρωταγωνιστές σχεδιάζεται το μέλλον. Με τους νέους ανθρώπους που γνωρίζουν τι μάχονται και γιατί μάχονται.


Η κυρία Μιλένα Αποστολάκη είναι μέλος του ΕΓ του ΠαΣοΚ.