Η Ευρώπη σαρώνεται από απεργίες. Ενα ευρύ κοινωνικό μέτωπο συγκρούεται με σοσιαλδημοκρατικές ή συντηρητικές κυβερνήσεις στη Γερμανία, στη Βρετανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία διαμαρτυρόμενο για την ανεργία, την πολιτική της λιτότητας και τις προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις. Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα έχουν λόγους να ανησυχούν για τις κυοφορούμενες αλλαγές στην οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης γιατί από τις πληροφορίες που έρχονται στο φως της δημοσιότητας ένα συμπέρασμα βγάζουν: το κράτος πρόνοιας με τις θεσμοθετημένες κοινωνικές κατακτήσεις σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο απειλείται με κατεδάφιση. Και από τον Τόνι Μπλερ ως τον Γκέρχαρντ Σρέντερ και από τον Ζακ Σιράκ ως τον Μπερλουσκόνι, όλοι με την ίδια μανία γκρεμίζουν ό,τι με αγώνες χτίστηκε τα προηγούμενα 45 χρόνια.


Η κοινή αυτή γραμμή των ευρωπαίων ηγετών, η οποία υλοποιεί στην πράξη τις υποδείξεις του τεχνοκρατικού κατεστημένου της Φραγκφούρτης και των Βρυξελλών αλλά και των εργοδοτικών οργανώσεων, επιχειρείται «να καθαγιαστεί» με την επίκληση της επείγουσας ανάγκης να βγει γρήγορα η ευρωπαϊκή οικονομία από την ύφεση και προπαντός να μην περιθωριοποιηθεί στον διεθνή ανταγωνισμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Πράγματι ενώ η αμερικανική οικονομία κατολίσθησε το 2001 πρώτη στην ύφεση, αφού ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ έπεσε στο 0,3% ύστερα από εννέα συνεχή χρόνια ανάπτυξης με ρυθμούς πάνω από 4%, είναι σήμερα πάλι η πρώτη που ανακάμπτει με 3% εφέτος και ίσως 4% του χρόνου. Αντίθετα η Ευρώπη παραδέρνει και εφέτος στην ύφεση και οι αισιόδοξες φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν βλέπουν ανάπτυξη μεγαλύτερη του 1,8% για το 2003.


Ο Βιμ Ντούιζενμπεργκ και οι επιτελείς του στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που έχουν «σβήσει» τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι, έχουν ανακηρυχθεί θεματοφύλακες του Μάαστριχτ και εκβιάζουν τις κυβερνήσεις. Πράγματι στο αίτημα των γερμανών κυρίως βιομηχάνων αλλά και των άλλων επιχειρηματιών της Ευρώπης για φθηνό χρήμα, προκειμένου να έρθει η ανάκαμψη, αρνούνται να μειώσουν τα επιτόκια (3,25% έναντι 1,25% στις ΗΠΑ), απαντώντας ότι εκείνο που προέχει είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές. Η ευρωπαϊκή οικονομία, ισχυρίζεται ο κ. Ντούιζενμπεργκ, είναι μια γηρασμένη οικονομία με απαρχαιωμένες δομές, σε αντίθεση με την ευέλικτη αμερικανική, και γι’ αυτό δεν μπορεί να βγει από το τούνελ. Εκβιάζει λοιπόν με τα επιτόκια, αξιώνοντας από τις κυβερνήσεις πρωτίστως αλλαγές στην αγορά εργασίας, δραστικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και εξυγίανση των συνταξιοδοτικών συστημάτων με αύξηση των ορίων ηλικίας.


Η γραμμή αυτή έχει περάσει τώρα και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αργά ή γρήγορα θα γίνει κοινή κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής στους «15», συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Ηδη το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία τίθεται υπό καθεστώς επιτήρησης λόγω υπερχρέωσης σημαίνει μακροχρόνια δημοσιονομική λιτότητα που θα θίξει πρωτίστως τα εισοδήματα. Αν ο κ. Σημίτης για προεκλογικούς λόγους προσπαθήσει να αποκλίνει από τη γραμμή αυτή, μετά τις εκλογές ο διάδοχός του θα υποστεί ό,τι παθαίνει τώρα ο κ. Σρέντερ. Οι φορολογούμενοι θα του στέλνουν τα πουκάμισά τους αφού θα τους τα έχει πάρει όλα! Από την άλλη πλευρά, το μεγάλο και κρίσιμο μέτωπο της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων θα ανοίξει αργά ή γρήγορα στη χώρα μας και δεν είναι τυχαίο ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος το θέτει από τώρα με έμφαση.


Δυστυχώς στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης το μοντέλο της οικονομικής πολιτικής το επιβάλλει ο «μεγάλος αδελφός» και η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει, αν δεν θέλει να περιθωριοποιηθεί.