Το μόνο γραπτό τεκμήριο για τη σχέση του Σολωμού με την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το πιστοποιητικό της βάπτισής του (8.6.1798) – μια «ληξιαρχική» πράξη, που δεν αρκεί, βέβαια, για να ανακηρυχθεί κανένας ακραιφνής ορθόδοξος χριστιανός. Αυτό που χαρακτηρίζει το θρήσκευμα και την πίστη ενός ανθρώπου με την κοινωνική θέση του Σολωμού είναι, κατ’ ουσίαν, η παιδεία, η κουλτούρα και η κοσμοθεωρία του:


Ο πρώτος δάσκαλος του Σολωμού ήταν ο καθολικός αβάς Don Santo Rossi, ιταλός πρόσφυγας στη Ζάκυνθο – και τα ιταλικά ήταν η γλώσσα της πρώτης (εξω)σχολικής του παιδείας. Καθολική ήταν και η παιδεία και η εκκλησιαστική και θρησκευτική κουλτούρα του Σολωμού κατά τη δεκάχρονη μαθητεία του στην Ιταλία (1808-1818), όπου είχε πάει με τη συνοδεία του δασκάλου και κηδεμόνα του Santo Rossi.


Σε ένα απόλυτα καθολικό περιβάλλον και με καθολικά θρησκευτικά και πολιτισμικά πρότυπα εκδηλώθηκε και καλλιεργήθηκε η ευσέβεια του Σολωμού από την πρώιμη παιδική του ηλικία· την καθολική Βίβλο σε λατινική και ιταλική γλώσσα άκουσε και διάβασε, τους καθολικούς ιεράρχες και τον Πάπα (ανα)γνώρισε ως τους πρώτους θρησκευτικούς ηγέτες του. Επιπλέον, βασική λογοτεχνική πηγή της μεταφυσικής του Παραδείσου και της Κόλασης ήταν, και για τον Σολωμό, η εγκόσμια καθολική «Βίβλος» κάθε μορφωμένου Ιταλού, η Θεία Κωμωδία (1307-1321) του «εθνικού» ποιητή τους Dante Alighieri.


Από την καθολική παράδοση και το εκκλησιαστικό τελετουργικό ήταν εμπνευσμένα και τα πρώτα ιταλικά ποιητικά δοκίμια του νέου Σολωμού στην Ιταλία (1815-1818): Η Καταστροφή της Ιερουσαλήμ, η Ωδή για πρώτη λειτουργία και το Σονέτο για έναν κατασκευαστή οργάνων – αλλά και αρκετά χρόνια μετά την επιστροφή στην πατρίδα του: δύο σονέτα στον θάνατο του Πάπα Πίου Η’ (1823) και ένα στον «λατίνο» επίσκοπο της Ζακύνθου Λουδοβίκο Σκάκοτς (1821).


Η πολιτική αποστράτευση του Σολωμού στην κερκυραϊκή του ωριμότητα (1829-1857) θα εκφραστεί με τη στροφή του από την πολιτική στη φιλοσοφία και από τον εξωτερικό στον εσωτερικό κόσμο· η στροφή αυτή θα τραφεί κυρίως από τη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού – αλλά και από τη μελέτη των μεγάλων πατέρων της καθολικής θεολογίας, του Ωριγένη (185-254) και του Αγίου Αυγουστίνου (354-430).


Την εντρύφηση του ώριμου Σολωμού στον καθολικό μυστικισμό προσεπιμαρτυρεί το ενδιαφέρον του για το έργο της γερμανίδας, καθολικής, μυστικίστριας του 12ου αιώνα Hildegard von Bingen. Αποφασιστικότερη σημασία για τη «θεολογία» του Σολωμού είχε η άμεση επαφή του με το έργο του γερμανού φιλοσόφου-τσαγκάρη Jakob Boehme (1575-1624), που άσκησε μεγάλη επίδραση στον μυστικισμό και τον ευσεβισμό των φιλοσόφων και ποιητών του γερμανικού ρομαντισμού (Hamann, Schelling, Novalis, Hegel, Baader), «γνωστών» και αυτών του ώριμου Σολωμού – αλλά και στον ρώσο μυστικιστή του 20ού αιώνα Ν. Berdjajev.


Αποδεικτική ισχύ για τη «θεολογία» του ώριμου Σολωμού έχει η μαρτυρημένη ειρωνική αποστροφή του για τον συγγραφικό ογκόλιθο του μεταθανάτιου αρνητή του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, τη μελέτη Περί μεσαιωνικού ελληνισμού (1852): «Καλέ, τι έπαθε ο Σπύρος; Εντυσε τον Εγελο με το φελόνι του παπά μας!». Ο Θεός, λοιπόν, του Σολωμού δεν ήταν ο «προσωπικός» Θεός των ελληνορθόδοξων παπάδων, ένας εξωκόσμιος δημιουργός του Κόσμου, αλλά, όπως στον μεγάλο δάσκαλό του, τον Hegel, το «απόλυτο» Πνεύμα, ένας ενδοκόσμιος Θεός, που ενοικεί στη Φύση. Θεός και Φύση είναι, και για τον Σολωμό, ταυτόσημα («Deus sive natura»), όπως είχε προδιδάξει τον Σολωμό και τους γερμανούς δασκάλους του ο πρόδρομος κήρυκας του νεότερου πανθεϊσμού Baruch Spinoza (1632-1677).


Η μεταγενέστερη, πολύ μετά την ανακήρυξη και της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας από τουρκοκρατούμενο Πατριαρχείο (1850), ιδεολογική κατασκευή ενός «ελληνορθόδοξου» Σολωμού (το ερμαφρόδιτο επίθετο «ελληνοχριστιανικός» ήταν ακριβώς επινόηση του Σπ. Ζαμπέλιου στη Μελέτη του τού 1852, που ανέφερα παραπάνω) δεν ήταν παρά ένα μικρό επεισόδιο στη μακρά πορεία για την ενσωμάτωσή του στο Πάνθεον της νεοελληνικής «εθνικής ιδεολογίας».


Η απεικόνιση π.χ. του Σολωμού από τον Φ. Κόντογλου ως ενός μελαψού, βλοσυρού και ασκητικού οσιομάρτυρα της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στις τοιχογραφίες του Δημαρχείου της Αθήνας, ακριβώς κατά την ελληνορθόδοξη Δικτατορία του Μεταξά (1938/39), είναι ίσως το πιο εύγλωττο, καθ’ ότι εικαστικό, δείγμα αυτής της προϊούσας ιδεολογικής «εθνικοποίησης» του Σολωμού και της μορφής του.


Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής Πανεπιστημίου.