Οταν η Γιούτα Λίμπαχ μιλά ενώπιον κοινού δεν χρησιμοποιεί την κλασική προσφώνηση «κυρίες και κύριοι» αλλά «κύριοι και κυρίες». Η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Ινστιτούτου Goethe, και μέχρι πρόσφατα η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, πιστεύει ότι η επιτυχία των γυναικών στην εποχή μας επιτρέπει πια πού και πού και μια γαλαντομία προς το άλλο φύλο, για παράδειγμα την πρόταξή του σε μια προσφώνηση σαν διακριτική υπενθύμιση γυναικείας ανωτερότητας. Ετσι απευθύνθηκε η Γιούτα Λίμπαχ και στο κοινό που γέμισε στις 15 Νοεμβρίου το αμφιθέατρο του Ινστιτούτου Goethe στην Αθήνα για την επετειακή εκδήλωση των πενήντα του χρόνων. Μικρή το δέμας, αλλά με μαχητικό πνεύμα, η Λίμπαχ είναι γόνος παλιάς γερμανικής οικογένειας που ανέδειξε γυναίκες προοδευτικές και πεισματάρες. Η προγιαγιά της είχε κλειστεί στη φυλακή για προσβολή του αυτοκράτορα κατά συρροή, ενώ η γιαγιά της υπήρξε μέλος της Βουλής της Βαϊμάρης στις τάξεις του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.


Ανέλαβε μόλις στα μέσα του χρόνου την προεδρία του Ινστιτούτου Goethe που έχει την έδρα του στο Μόναχο και διαθέτει 140 παραρτήματα σε 76 χώρες. Αλλά και μέσα σ’ αυτό το σύντομο διάστημα πρόλαβε να επισημάνει τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων που γίνονται με την επίκληση των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου, να ζητήσει από τους Ευρωπαίους περισσότερο σθένος έναντι των Αμερικανών, για παράδειγμα στο ζήτημα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης, και να προτείνει τη συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας των προσωπικών στοιχείων. «Αντιλαμβάνομαι τον ρόλο μου», μας είπε, «όχι μόνο ως πολιτιστικό, αλλά και ως πολιτικό. Πιστεύω ότι για να επιβιώσει ο κόσμος μας πρέπει να εφαρμοσθούν γενικά οι βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Γι’ αυτό και τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα ζητήματα πολιτικής κουλτούρας είναι συστατικό στοιχείο της δουλειάς του ινστιτούτου, πέρα από τον διάλογο των γλωσσών και των πολιτισμών».


Πριν από πενήντα χρόνια το Goethe άνοιξε το πρώτο παράρτημά του εκτός Γερμανίας στην Αθήνα χωρίς την παραμικρή αντίσταση από ελληνικής πλευράς, αν και οι μνήμες του πολέμου ήταν ακόμα νωπές. Η μικρή Ελλάδα αποδείχθηκε ελάχιστα μνησίκακη έναντι του πρώην πανίσχυρου δυνάστη της. Εκ των υστέρων ωστόσο η Λίμπαχ νιώθει ότι η πρώιμη δραστηριοποίηση του ινστιτούτου στην Αθήνα σήμαινε και μια σπουδή να είναι παρόν «σε έναν τόπο συμβολικό, εκεί που κάποτε γεννήθηκε η δημοκρατία». Πενήντα χρόνια μετά, η Λίμπαχ επισκέφθηκε για πρώτη φορά αυτές τις μέρες την Ακρόπολη πραγματοποιώντας έτσι το όνειρο κάθε καλλιεργημένου Γερμανού. Και πάνω στον αρχαίο λόφο, κάθε φορά που ένιωθε απαρατήρητη από τους επίσημους συνοδούς της, γλιστρούσε πάνω στους βράχους με μια ξαφνικά κοριτσίστικη σβελτάδα σαν για να αρπάξει το φως. Δεν πρόκειται για μια ειδική γερμανική αφέλεια, αλλά για ζήτημα παιδείας. Οι Γερμανοί μεγαλώνουν μαθαίνοντας ότι οι πνευματικοί τους πρόγονοι ήταν οι Ελληνες. «Εγώ και τα παιδιά μου», μας εκμυστηρεύθηκε η πρόεδρος του Goethe, «μεγαλώσαμε με την «Οδύσσεια» του Ομήρου και όχι με το γερμανικό έπος των Νιμπελούνγκεν. Αλλά μήπως και σήμερα οι πολιτικές μας συζητήσεις για τη δημοκρατία θα ήταν νοητές χωρίς τα «Ηθικά Νικομάχεια» του Αριστοτέλη και την πλατωνική σκέψη; Για να μη μιλήσουμε για την αρχαία Στοά που μας δίδαξε πρώτη ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι».


Το Ινστιτούτο Goethe της Αθήνας ανέπτυξε τη μεγαλύτερη ακτινοβολία του στην ελληνική κοινωνία κατά την περίοδο της δικτατορίας. Στους δικούς του χώρους μίλησε τότε ο συγγραφέας Gunter Grass, δικοί του άνθρωποι έφεραν στην Αθήνα τον Heinrich Boll, που ως πρόεδρος του διεθνούς ΡΕΝ είχε δώσει συνέντευξη Τύπου στη «Μεγάλη Βρεταννία» για τους έλληνες διωκόμενους συναδέλφους του, υπάλληλοι του ινστιτούτου ήταν συγγενικά συνδεδεμένοι με τον Gunter Wallraff που το 1974 αλυσοδέθηκε συμβολικά στην Πλατεία Συντάγματος, συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι την πτώση της χούντας. Το Goethe ήταν τότε μια φιλόξενη νησίδα για τους ασυμβίβαστους έλληνες διανοούμενους και χώρος συντήρησης ενός αντιδικτατορικού πνεύματος. Ας θυμηθούμε πόσο στήριξε την εποχή εκείνη αντιφρονούντες συγγραφείς ο υπεύθυνος του πολιτιστικού προγράμματος του ινστιτούτου, ο ελληνομαθέστατος και μειλίχιος Γιοχάννες Βάισερτ, που ζει σήμερα πλήρης ημερών έξω από το Ντύσελντορφ. Ανίατη γεροντική νόσος έχει απαλείψει από τη μνήμη του όλα τα έργα και τις ημέρες εκείνης της εποχής. Γι’ αυτόν και για όλους τους τότε συνεργάτες του ινστιτούτου η ομιλία του καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου στην επετειακή εκδήλωση ήταν μια χειρονομία αναγνώρισης και δικαιοσύνης. Είπε ένα απλό ευχαριστώ στο ινστιτούτο για τον ρόλο που έπαιξε στη δύσκολη εκείνη εποχή.


Με αυτή την προσφορά ήταν σόλοικο το Ινστιτούτο Goethe να λειτουργεί την τελευταία διετία με τη δαμόκλειο σπάθη της δήμευσης, προκειμένου να αποσπασθούν έτσι από το γερμανικό δημόσιο οι αποζημιώσεις για τους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων της σφαγής στο Δίστομο κατά τη γερμανική κατοχή. Τώρα που η δήμευση απετράπη με ανώτατη δικαστική απόφαση, η Γιούτα Λίμπαχ δίνει ένα μήνυμα κατανόησης, χωρίς να διαθέτει ωστόσο μεγάλη ελευθερία κινήσεων: «Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί επέφεραν μεγάλα δεινά στις ευρωπαϊκές χώρες και ειδικά στην Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να συζητιέται πάλι και πάλι για πάντα. Η γερμανική κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να καταβάλει αποζημιώσεις φοβούμενη ότι θα δημιουργήσει προηγούμενο. Στο συμβολικό επίπεδο όμως πρέπει να θέσουμε σε κίνηση μια σειρά πολιτιστικών ανταλλαγών, για να δείξουμε ότι οι νεότερες γενιές των Γερμανών θέλουν έναν ειρηνικό κόσμο χωρίς να κηδεμονεύουν κανέναν».


Το Ινστιτούτο Goethe είναι λογικό και αναμενόμενο στην εποχή της βαθμιαίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να μην μπορεί να παρέμβει πια στην ελληνική κοινωνία, όπως το έπραξε τον καιρό της χούντας. Το ότι η ελληνική κοινωνία δεν χρειάζεται πια καν τέτοιες παρεμβάσεις είναι μέτρο της δικής της εξέλιξης. Υπάρχουν όμως και οι συνειδησιακές εγγραφές, οι πιο προσωπικές, που είναι ευπρόσδεκτες, ακόμα και όταν προέρχονται από τον όποιον «εξωτερικό παράγοντα». Οσοι μαθαίναμε γερμανικά στο Goethe στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα ερχόμασταν αντιμέτωποι με αναγνώσματα αδιανόητα για τη στυφή παιδεία του ελληνικού σχολείου: με το «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» του Boll ή με το «Ενα ιπτάμενο άλογο» του Walser. Και τότε ο κόσμος μας μεγάλωνε υπέρογκα.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.