Ο πρόσφατος αγώνας του Παναθηναϊκού με τη Φενερμπαχτσέ υπήρξε αφορμή για σειρά άρθρων όχι μόνο από αθλητικούς συντάκτες αλλά και από πολιτικούς αναλυτές. Ξαφνικά, ενώ είχαμε συνηθίσει σε σχόλια για τις σέντρες και τα γκολ, την απόδοση των παικτών, τις ικανότητες του προπονητή και τη συμπεριφορά του διαιτητή έναντι των ομάδων – με το γνωστό λεξιλόγιο φιλάθλων και δημοσιογράφων -, ο αγώνας αυτός ερμηνεύτηκε και σχολιάστηκε μέσα στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής. Φυσικά αυτό δεν έγινε αυθόρμητα: ούτε οι οπαδοί των δύο ομάδων ούτε οι δημοσιογράφοι θα σκέφτονταν την ελληνοτουρκική φιλία αν δεν είχε προηγηθεί η σύνδεση από τις αντίστοιχες πολιτικές ηγεσίες. Το γεγονός αυτό μπορεί να σχολιαστεί προς δύο κατευθύνσεις: πρώτον, ως προς τη σχέση ποδοσφαίρου και πολιτικής και, δεύτερον, ως προς τη δυνατότητα ενός σπορ όπως το ποδόσφαιρο να προωθήσει μια συμφιλιωτική πολιτική.


Παρ’ όλο που υπάρχουν θεωρίες που υποστηρίζουν ότι τα σπορ είναι μια ιδιαίτερη μορφή παιχνιδιού και επομένως «αυτόνομα», ανεξάρτητα από τον «πραγματικό κόσμο» και ξεχωριστά από την πολιτική, τα σύγχρονα σπορ σπάνια υπήρξαν ανεξάρτητα από την πολιτική. Αρκεί να θυμηθούμε τη ναζιστική Ολυμπιάδα του 1936 στο Βερολίνο, τα μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, την τρομοκρατική επίθεση στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972. Και το ποδόσφαιρο, ειδικότερα, έχει δώσει πολλές φορές τη δυνατότητα να εκφραστούν πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές αντιθέσεις. Ο Μουσολίνι, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 για την προώθηση του φασιστικού ιδεώδους και της προσωπικής του ισχύος. Το 1970 εξάλλου ξέσπασε πραγματικός πόλεμος με χιλιάδες νεκρούς με αφορμή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ Ονδούρας και Σαλβαδόρ στα προκριματικά του Μουντιάλ. Πέρα από τα εθνικά σύμβολα που κυριαρχούν στις κερκίδες, στο γήπεδο μεταφέρονται συμβολικά οι εθνικές συγκρούσεις. Παραδοσιακοί «εχθροί» ξαναζούν μέσα από τον ποδοσφαιρικό αγώνα την αντιπαλότητά τους. Τα «αδύναμα» έθνη βρίσκουν την ευκαιρία μέσα από μια ποδοσφαιρική νίκη να νιώσουν ότι νικούν και ταπεινώνουν τον «ισχυρό» τους αντίπαλο – όπως συνέβη με τους αγώνες Ιράν-ΗΠΑ ή Γαλλίας-Σενεγάλης. Το γκολ βιώνεται ως πράξη εθνικής αξιοπρέπειας.


Η πολιτική λειτουργία των σπορ επεκτείνεται εξάλλου σε πολλούς άλλους τομείς: στην πολιτική κοινωνικοποίηση των νέων, όπως γινόταν στα αγγλικά κολέγια από τον 19ο αιώνα, στη σύνδεση πολιτικών κομμάτων με τη θετική εικόνα του επιτυχούς συναγωνισμού που εκπροσωπούν πρωταθλητές, στη δημιουργία από τα σπορ πολιτικά χρήσιμων πόρων. Το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα σπορ δημοφιλές, μαζικό, λαϊκό και με παγκόσμια εμβέλεια δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για τη χρήση του από την πολιτική εξουσία.


Είναι εν τούτοις δυνατό να χρησιμοποιηθεί το ποδόσφαιρο για την προώθηση διμερών σχέσεων συνεργασίας μεταξύ κρατών και φιλειρηνικής πολιτικής; Η απάντηση είναι, κατά τη γνώμη μου, αρνητική και βρίσκεται στην ίδια τη φύση του παιχνιδιού. Το ποδόσφαιρο εκπροσωπεί τις αξίες των σύγχρονων κοινωνιών που τονίζουν τον συναγωνισμό, την επίδοση και την ισότητα των ευκαιριών. Εχει χαρακτηριστεί «όπιο του λαού» και έχει περιγραφεί ως «σύγχρονη θρησκεία», όπου τα γήπεδα λειτουργούν ως σύγχρονοι «καθεδρικοί ναοί». Οι μεταφορές αυτές προσπαθούν στην ουσία να ερμηνεύσουν την έντονη συναισθηματική εμπειρία του θεατή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, το συναρπαστικό συλλογικό βίωμα της κερκίδας, το πάθος και την αφοσίωση του οπαδού της ομάδας.


Ταυτόχρονα το ποδόσφαιρο εκφράζει κατ’ εξοχήν ανδρικές αξίες, παρακολουθείται σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες θεατές και είναι, σε σημαντικό βαθμό, τόπος κατασκευής της ανδρικής ταυτότητας. Η όλη οργάνωση του παιχνιδιού εξάλλου παραπέμπει στον πόλεμο, ενώ μια σειρά από παρομοιώσεις από τις πολεμικές συγκρούσεις για την περιγραφή του ποδοσφαιρικού αγώνα αφήνουν να εννοηθεί ότι το γήπεδο είναι ένα πεδίο μάχης όπου αναμετρούνται δύο ομάδες-στρατοί. Ο χώρος του γηπέδου είναι επίσης ένας χώρος βίας, τόσο μεταξύ αθλητών όσο και μεταξύ θεατών. Και αν το «σκληρό» παιχνίδι έχει αρχίσει να περιορίζεται με τα – ατυχή καμιά φορά και εκνευριστικά συχνά – σφυρίγματα των διαιτητών και τη θέσπιση όλο και πιο αυστηρών κανονισμών, η χουλιγκανική βία ανθεί. Χτίζεται εκεί ένα άλλο μέτωπο, ανάμεσα σε θεατές και αστυνομικούς, ανάμεσα σε οπαδούς και διαιτητή, όπου τα διάφορα «επεισόδια» αντανακλούν την αρρενωπή «αταξία» και παραβατικότητα απέναντι στην εξουσία. Το γήπεδο είναι άλλωστε συχνά χώρος κοινωνικής διαμαρτυρίας των κατώτερων στρωμάτων και έκφρασης ή εκτόνωσης ποικίλων κοινωνικών κρίσεων και πιέσεων.


Με όλα αυτά τα δεδομένα είναι σχεδόν ουτοπικό να περιμένει κανείς να ανατραπούν όλοι οι ιδεολογικοί συμβολισμοί και η κοινωνική λειτουργία του ποδοσφαίρου ώστε να χρησιμοποιηθεί σε μια διαδικασία που του είναι ξένη και αταίριαστη. Οι οπαδοί πάνε στο γήπεδο για να μεθύσουν με τη νίκη της ομάδας τους, να ταπεινώσουν και να κατατροπώσουν τους αντιπάλους, να ζήσουν την εμπειρία του θεάματος και της συμμετοχής σε μια εντελώς ιδιαίτερη συλλογικότητα. Ευτυχώς ο διονυσιασμός δεν γίνεται με το σαβουάρ βιβρ στο χέρι.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.