Ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή η 8η Διεθνής Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία. Εκατόν σαράντα μελέτες από 90 αρχιτεκτονικά γραφεία παρουσιάστηκαν στους χώρους των παλαιών Ναυπηγείων της πόλης. Ο ίδιος ο τίτλος της Μπιενάλε, «The Next», ήταν δηλωτικός του σκοπού της: να ανιχνεύσει το προσεχές αρχιτεκτονικό τοπίο το οποίο θα επηρεάσει τους διεθνείς σχεδιαστικούς προσανατολισμούς. Η ελληνική συμμετοχή υπό την ονομασία «Απόλυτος Ρεαλισμός» παρουσίασε, μέσα από μία σειρά οπτικοακουστικών στοιχείων, την Αθήνα τού σήμερα: ένα μοναδικό φαινόμενο άναρχης ανάπτυξης, πρότυπο ίσως για τις μητροπόλεις του μέλλοντος. Τι προσέφερε όμως η εφετινή Μπιενάλε; Δύο ειδικοί απαντούν και κρίνουν τη διεθνή διοργάνωση και την ελληνική συμμετοχή σε αυτήν.


Φαίνεται ότι το κλίμα της 11ης Σεπτεμβρίου, μετά την τελευταία Dokumenta στο Κάσελ, επηρέασε και την πρόσφατη Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Φαντάζουν σήμερα σχεδόν αδιανόητα τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα μιας πραγματικότητας εικονικής, που πρότεινε μόλις πριν από δύο χρόνια η διεθνή έκθεση υπό τη διεύθυνση του Ιταλού Μ. Fuksas. Η φετινή έκδοση ωστόσο της Μπιενάλε δεν έσπευσε να αποποιηθεί το κτίριο του ουρανοξύστη υπό το βάρος της κριτικής για την καταλληλότητά του μετά την τραγωδία των δίδυμων πύργων. Το κτιριακό αυτό θέμα, με τη νέα σχεδιαστική προσπάθεια εξανθρωπισμού του από αρχιτέκτονες όπως ο Foster, o Piano και o Nouvel, βρέθηκε αντίθετα στο κέντρο του ενδιαφέροντος (και της έκθεσης). Το κλίμα μετά την καταστροφή υπαγόρευσε απλώς μια προσέγγιση χωρίς υπεκφυγές και την απτή κατανόηση του αρχιτεκτονικού γεγονότος ως αποτελέσματος μιας εργασίας σχεδιασμού και πραγματοποίησης σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και με συγκεκριμένα υλικά.


* Σύγχρονα προβλήματα


Ο πενηντάρης Αγγλομαυροβούνιος Deyan Sudjic, ήδη διακεκριμένος κριτικός και διευθυντής σήμερα του περιοδικού «Domus», άψογος εκφραστής του βρετανικού αναλυτικού πνεύματος, ρεαλιστής και μινιμαλιστής ταυτόχρονα, επιχείρησε ως διευθυντής της 8ης διεθνούς Μπιενάλε αρχιτεκτονικής την ανακάλυψη του εκθεσιακού αβγού του Κολόμβου. Είναι γεγονός, ισχυρίζεται, ότι η πραγματοποίηση ενός κτιρίου στοιχειωδών απαιτήσεων χρειάζεται πολύ χρόνο, με αποτέλεσμα η αποπεράτωσή του να το μετατρέπει συχνά σε ξεπερασμένο αντικείμενο, τουλάχιστον όσον αφορά τις λειτουργικές απαιτήσεις. Στο χρονικό διάστημα πέντε ας πούμε ετών από τον σχεδιασμό ως την πραγματοποίηση ενός συγκροτήματος γραφείων, η χρήση των υπολογιστών και η τεχνολογία των δικτύων και των επικοινωνιών εξελίσσονται σε τέτοιο βαθμό ώστε οι τυπολογικές λύσεις να μην ανταποκρίνονται πλέον στις αντίστοιχες ανάγκες.


Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με άλλα τυπολογικά θέματα, από τα συγκροτήματα κατοικιών σχεδιασμένα για ένα παραδοσιακό μοντέλο οικογένειας σε πλήρη εξέλιξη, ως τα αεροδρόμια τα οποία καλούνται να εξυπηρετήσουν νέους τύπους αεροπλάνων. Ενα από τα εγγενή προβλήματα της αρχιτεκτονικής είναι άλλωστε η ένδεια στο πεδίο των νέων υλικών και των τεχνικών που η κατασκευαστική βιομηχανία είναι σε θέση να προσφέρει. Ταυτόχρονα όμως λέει ο Sudjic, και μάλιστα χάρη στην παραπάνω αντίφαση, αν στα επόμενα πέντε χρόνια ανεγερθεί ένα νέο μουσείο Γκούγκενχαιμ όπως αυτό στο Μπιλμπάο, είμαστε σήμερα σε θέση να το γνωρίζουμε σχεδόν με σιγουριά. Γιατί ήδη κάπου υπάρχουν τα σχέδια, οι εικονικές αναπαραστάσεις και οι μακέτες που αν δεν αποδεικνύουν την απόλυτη υλική σημασία του κτιρίου και το είδος της σχέσης του με το περιβάλλον, επιτρέπουν εν τούτοις την κατανόηση της προσέγγισης του αρχιτέκτονα και της αντίστοιχης σχεδιαστικής επεξεργασίας.


* Τυπολογική οργάνωση


Με αυτή τη στοιχειώδη και ταυτόχρονα καρτεσιανή λογική ο Sudjic, επαρκέστατος γνώστης της διεθνούς πραγματικότητας, επέλεξε τις 140 μελέτες των 90 αρχιτεκτονικών γραφείων που παρουσίασε στους χώρους των παλαιών Ναυπηγείων, με τη σχεδιαστική υποστήριξη του John Pawson, ο οποίος οργάνωσε τον εκθεσιακό χώρο με τρόπο αντίστοιχα μινιμαλιστικό και άψογα κατανοητό. Καμία υπέρβαση στην έκθεση αυτή, καμία «μεταφορά». Ο ίδιος ο τίτλος της Μπιενάλε, «Next», δεν υπαινίσσεται καμία φουτουριστική προσέγγιση, καμία «μετάβαση» σε χώρους καλλιτεχνικής έρευνας που κατά περίπτωση θεωρούνται όμοροι της αρχιτεκτονικής, όπως επιχείρησαν σε προηγούμενες Μπιενάλε ο Hans Hollein και ο Fuksas (1996 και 2000), ούτε καταφεύγει στα εκθεσιακά τεχνάσματα μιας εικονικής, ψηφιακής πραγματικότητας, αλλά απλά επιχειρεί να ανιχνεύσει το προσεχές αρχιτεκτονικό τοπίο που θα επηρεάσει αναπόφευκτα τους διεθνείς σχεδιαστικούς προσανατολισμούς και θα φιλοξενηθεί στις σελίδες των περιοδικών μεγαλύτερης επιρροής.


Η αναλυτική αυτή προσέγγιση ενισχύεται ακόμα περισσότερο με την εκθεσιακή οργάνωση κατά τυπολογίες, από την κατοικία, τις εκκλησίες, τα μουσεία, τις αίθουσες θεαμάτων και τη δημόσια αρχιτεκτονική ως τα εμπορικά κέντρα, τους χώρους εργασίας, τους ουρανοξύστες και τις πολεοδομικές μελέτες. Ενα ακόμα τμήμα, αυτή τη φορά στο ιταλικό περίπτερο, παρουσιάζει τις αστικές αναπλάσεις και το έργο ιταλών και πολυάριθμων ξένων αρχιτεκτόνων πρώτης γραμμής σε διάφορες πόλεις του ιταλικού Βορρά και Νότου, αποδεικνύοντας ότι μετά από δεκαετίες ύπνωσης ο αρχιτεκτονικός και αστικός σχεδιασμός στη γειτονική χερσόνησο γνωρίζει μια νέα περίοδο εντυπωσιακής δραστηριοποίησης.


Η οργάνωση βεβαίως κατά τυπολογίες, αντιπροσωπευτικά αγγλοσαξονική, θα μπορούσε να θεωρηθεί ξεπερασμένη και συμβατική, με δεδομένο τον σύνθετο και κάποτε αντιφατικό χαρακτήρα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής που συχνά καλείται να ικανοποιήσει διαφορετικές ανάγκες και να ανταποκριθεί στο αίτημα της τυπολογικής ευελιξίας. Πολλά από τα κτίρια είχαν άλλωστε αυτά τα χαρακτηριστικά, η παρουσίαση εν τούτοις επέλεξε να ικανοποιήσει την ανάγκη της εκθεσιακής σαφήνειας και της κατανόησης από ένα κοινό που δεν όφειλε να αποτελείται αποκλειστικά από αρχιτέκτονες. Ειδικά ο τελευταίος στόχος βρίσκεται στο κέντρο των επιλογών της νέας διεύθυνσης της Μπιενάλε και αφορά ιδιαιτέρως την αρχιτεκτονική, που συχνά κατηγορείται για ερμητισμό και για υπόθεση ειδικών, ή με άλλα λόγια για σύνδρομο «ιδιωτικής θρησκείας».


* Το «στυλ» και οι «τάσεις»


Οι διάσημοι συμμετέχοντες στη φετινή Μπιενάλε, σύμφωνα με την οπτική του Sudjic, επικεντρώθηκαν στο να κάνουν αρχιτεκτονική απέχοντας από οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από «στυλ» και «τάσεις» και δίνοντας τη δική τους απάντηση στην υπερβολική παραγωγή θεωρίας – και ιδεολογίας – που χαρακτήρισε τελευταία τον χώρο της αρχιτεκτονικής. Ηταν όλοι εκεί με εξαιρετικής ευρηματικότητας μακέτες και με κατασκευές σε φυσική κλίμακα: μεταξύ αυτών οι Eisenman, Hadid, Piano, Libeskind, Ando, Behnisch, Foster, Nouvel, Hollein, Tschumi, Diller & Scofidio, Isozaki, Zumthor, Herzog & Meuron, o Α. Siza που κέρδισε τον χρυσό Λέοντα για τη μελέτη του μουσείου του ιδρύματος Ibere Camargo στο Porto Alegre, καθώς και ο Τ. Ito, που απέσπασε φέτος το βραβείο για τη συνολική σταδιοδρομία του. Από την Ελλάδα επιλέχθηκε επίσης η ομάδα Anamorphosis με τη μελέτη για το μουσείο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας (στην οδό Πειραιώς), η οποία με τον νεοεξπρεσιονιστικό ιδεαλισμό της προκάλεσε το ενδιαφέρον του διεθνούς Τύπου, ενδιαφέρον σπάνιο για ελληνική συμμετοχή. Αντίθετα, εκτός από τον S. Calatrava, είναι χαρακτηριστική η απουσία ενός αστέρα όπως ο Rem Coolhaas, ο οποίος υιοθετεί μια εφήμερη επικοινωνιακή γλώσσα και μια πολιτισμική προσέγγιση ασύμβατη με το πνεύμα της έκθεσης.


* Το ελληνικό περίπτερο


Η αρχιτεκτονική στη φετινή Μπιενάλε δικαιολόγησε πειστικά την ύπαρξή της, επιβεβαίωσε τη ζωτικότητά της και ανάδειξε νέες ποιότητες. Το ίδιο θετικό κλίμα επικράτησε και στα περισσότερα εθνικά περίπτερα και ιδιαιτέρως σε εκείνο της Ολλανδίας που απέσπασε το βραβείο για την καλύτερη εθνική συμμετοχή. Αντίθετα στο ελληνικό περίπτερο το υπουργείο Πολιτισμού και ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων της Αθήνας υποστήριξαν μια πρόταση εσωστρεφή, αδιέξοδη και αυτοκαταστροφική. Στο κατά τα άλλα καλοσχεδιασμένο περίπτερο τοποθετήθηκαν 12 προβολές διαφανειών της Αθήνας «όπως είναι σήμερα», με την ανάλογη ηχητική επένδυση μιας καταθλιπτικής πραγματικότητας της πόλης που σε δύο χρόνια φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο σχεδιασμός, η αρχιτεκτονική, ήταν παντού, όχι όμως εδώ. Εδώ ήταν μόνο η «ανώνυμη αρχιτεκτονική», ένας πρωτοφανής λαϊκιστικός νεολογισμός που υπονοεί την κάθε τυχούσα ασχήμια η οποία ρυθμίζει ουσιαστικά τη σημερινή εικόνα και τις λειτουργίες του αστικού μορφώματος. Γιατί η ελληνική αρχιτεκτονική – παγκόσμια πρωτοτυπία – απελευθερώνεται σιγά σιγά «από την πρωταρχική συνθήκη που είχε συνάψει με την εξουσία»! Ποιων την αυτογνωσία (των δικών μας ή των ξένων) εξυπηρέτησε αυτή η εκθεσιακή επιλογή αποτελεί ακόμη ζητούμενο. Το χειρότερο είναι ότι από καιρό επιχειρείται η θεωρητικοποίηση του απαράδεκτου, ενδεικτική απλώς του διαχειριστικού αδιέξοδου της πόλης την οποία δεν κυβερνούν ασφαλώς οι αρχιτέκτονες οι οποίοι ωστόσο κλήθηκαν να ασκήσουν «αυτοκριτική»! Ετσι λοιπόν οι κάθε λογής αυθαίρετοι και οι άγιοι εργολάβοι μπορούν με τις επίσημες πλέον ευλογίες και με «απόλυτο ρεαλισμό» να συνεχίσουν απρόσκοπτα το έργο τους.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η αρχιτεκτονική και η κριτική».