Την περασμένη εβδομάδα ένα ιστορικό συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία βρέθηκε στο επίκεντρο της ειδησεογραφίας. Οχι για λόγους που σχετίζονται με εξαιρετικά ευρήματα ή ρηξικέλευθες απόψεις. Ούτε γιατί επιστήμονες διαφώνησαν μεταξύ τους – έστω και με οξύτητα – για την εγκυρότητα νεωτερικών θέσεων. Αλλά γιατί, όπως αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά, θέσεις για την Ιστορία θεωρούν ότι νομιμοποιούνται να εκφράσουν άνθρωποι που όχι μόνο δεν είναι ιστορικοί αλλά που πιθανώς ούτε ένα ιστορικό βιβλίο δεν έχουν διαβάσει. Το συμβάν δεν είναι βεβαίως καινοφανές. Παρ’ όλο που αυτή τη φορά φαίνεται φαιδρότερο λόγω του θέματος και η άγνοια είναι πιο εξόφθαλμη, η σύνδεση της Ιστορίας με την πολιτική και η ιδεολογική κατάχρηση του ιστορικού παρελθόντος αποτελούν χαρακτηριστικά του δημόσιου βίου μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να παρατηρήσουμε ότι η σχέση γνώσης και κατάχρησης είναι αντιστρόφως ανάλογη: όσο πιο μικρή η γνώση τόσο μεγαλύτερη η κατάχρηση – και το αντίθετο βεβαίως.


Είναι προφανές ότι ζητήματα όπως αν ένας ομιλητής είναι καλός επιστήμων και αν η ομιλία του βασίζεται σε στέρεη τεκμηρίωση δεν αποτελούν αντικείμενο δημοσιογραφικού ρεπορτάζ ούτε σχολιασμού σε τηλεοπτικά παράθυρα. Ο όποιος αντίλογος θα πρέπει να προέλθει μέσα από την επιστημονική κοινότητα των ιστορικών και όχι από ομάδες «αγανακτισμένων πολιτών» ακαθόριστου επαγγέλματος και μόρφωσης. Εν τούτοις, οι αυτονόητες αυτές παραδοχές δεν έτυχαν ευρύτερης προβολής ή στήριξης από όλους εκείνους που λειτουργούν ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης ή διεκδικούν κάποιον ρόλο στον δημόσιο βίο. Αυτό οφείλεται προφανώς στην «άτυχη» στιγμή της προεκλογικής περιόδου, όπου ο φόβος του πολιτικού κόστους φαίνεται ότι υπαγορεύει τη σιωπή και φιμώνει την κοινή λογική.


Στον σχολιασμό του συγκεκριμένου συμβάντος λοιπόν υπήρξε σύγχυση ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικά θέματα: πρώτον, ποια ήταν η επιστημονική εγκυρότητα των απόψεων που εκφράστηκαν· και, δεύτερον, γιατί επιστημονικές απόψεις συνεγείρουν συναισθηματικές, μη επιστημονικές αντιδράσεις. Με μια περίεργη συνειρμική διαδικασία, εκείνοι που αντέδρασαν ανορθολογικά προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ήταν λάθος τα επιστημονικά επιχειρήματα που διατυπώθηκαν. Εχει, νομίζω, ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να «αναγνώσουμε» τα διαφορετικά επίπεδα αυτών των αντιδράσεων αφήνοντας σε ειδικότερους το θέμα της επιστημονικής εγκυρότητας.


Το πρώτο επίπεδο αφορά τη σχέση μας με τους «ξένους». Το γεγονός ότι ένας «ξένος» επιστήμονας αμφισβήτησε την εθνική μας ουσία συναντά τη μακρά παράδοση των «εχθρών» του έθνους όπως άρχισαν να περιγράφονται από την εποχή του Διαφωτισμού. Η ταξινόμηση σε «φιλέλληνες» και «μισέλληνες» γινόταν αυτομάτως ανάλογα με τις θέσεις που εξέφραζαν στα κείμενά τους οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν την Ελλάδα τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Το βλέμμα των ξένων αποτελούσε από τότε έναν αμφίσημο κριτή για τους σύγχρονους Ελληνες, οι οποίοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να αποδείξουν στη Δυτική Ευρώπη ότι είναι άξιοι απόγονοι των ένδοξων προγόνων τους.


Το δεύτερο επίπεδο αφορά ακριβώς τη σχέση με τους προγόνους, η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως «ανασφαλής αλαζονεία». Αυτή εκφράστηκε εύγλωττα με το σύνθημα «ο Φίλιππος ήταν παππούς μου», όπου λανθάνει η παραδοχή ότι όσο σπουδαίος ήταν ο παππούς προφανώς τόσο σπουδαίος είναι και ο εγγονός. Και αντίστροφα βεβαίως, αν ο παππούς δεν ήταν τέλειος, ο εγγονός αποδέχεται ότι ούτε ο ίδιος είναι και ότι έχει τα ίδια ελαττώματα με τον παππού. Φυσικά δεν έχει νόημα να σχολιάσουμε την άποψη ότι όλοι οι πρόγονοί μας υπήρξαν άμεμπτοι, αλάνθαστοι, χωρίς προσωπικά πάθη και ότι ακολουθούσαν τις ηθικές αξίες της δικής μας εποχής και κοινωνίας. Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι οι αντιδράσεις συνδέθηκαν με το θέμα της ομοφυλοφιλίας. Η ομοφυλοφιλία έχει βεβαίως τελείως διαφορετική θέση σε κοινωνίες απομακρυσμένες στον χώρο και στον χρόνο, ιδιαίτερα δε στην αρχαία ελληνική κοινωνία, όπου και έχει μελετηθεί διεξοδικά. Φαίνεται όμως ότι μέσα από προφανείς συνειρμούς ο πατριωτισμός συνδέεται με τον ανδρισμό και ότι οι εθνικοί ήρωες δεν μπορούν παρά να είναι άνδρες κατά κυριολεξία.


Το τρίτο επίπεδο αφορά τη «χρησιμότητα» της διαστρέβλωσης της Ιστορίας και της υποκατάστασής της από τον μύθο. Η «αγιογραφική» παρουσίαση των μεγάλων ανδρών αποτελεί μια από τις εκδοχές της μυθοποιημένης ιστορίας. Ο εθνικός ήρωας δεν μπορεί να έχει ελαττώματα και πάθη και, αν παρ’ ελπίδα η επιστημονική έρευνα αναδείξει τέτοιες πτυχές, αυτές αποσιωπούνται και η επιστήμη λογοκρίνεται – κάποτε και αυτολογοκρίνεται. Αυτή η μυθοποιημένη αφήγηση είναι «χρήσιμη».


Ο εθνικισμός μετατρέπει πράγματι τον μυθολογικό λόγο για το παρελθόν σε πολιτικό εργαλείο και μέσο προπαγάνδας: ο μύθος υπερισχύει της ορθολογικής, επιστημονικής κατανόησης γιατί απευθύνεται στο συναίσθημα και γιατί, σε αντίθεση με την επιστήμη, δίνει συνολική και τελική ερμηνεία. Γι’ αυτό, όπως έγραφε ο Αρ. Βαλαωρίτης το 1867, «απαγορεύεται η διά τοιούτων ερευνών καταστροφή των θελκτικών μύθων» (το αναφέρει ο Α. Πολίτης στο βιβλίο του Το μυθολογικό κενό, εκδόσεις Πόλις, 2000, σελ. 11). Ο μύθος είναι θελκτικός και παραμυθητικός γιατί μπορεί να κολακέψει και να νανουρίσει, ενώ η γνώση – και η αυτογνωσία – είναι συχνά οδυνηρή.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.