Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90 έφερε πάλι στο προσκήνιο του διεθνούς ενδιαφέροντος τα Βαλκάνια, με όλες τις αρνητικές συνδηλώσεις που συνόδευαν τον γεωγραφικό αυτόν όρο από τις αρχές του 20ού αιώνα. Πράγματι ο 20ός αιώνας έμοιαζε να αρχίζει και να τελειώνει με έναν βαλκανικό πόλεμο. Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας αναμεταδόθηκε, περιγράφηκε και αναλύθηκε ως ο Βαλκανικός Πόλεμος του τέλους του 20ού αιώνα. Για πολλούς αναλυτές η «επανάληψη» αυτή υπήρξε ένα είδος ειρωνείας της Ιστορίας αλλά και αφορμή για την επιβεβαίωση σχηματικών και στερεοτυπικών ερμηνειών σχετικά με την «ιδιαιτερότητα» των Βαλκανίων. Τότε δημιουργήθηκε και ένας εκδοτικός συρμός για καθετί βαλκανικό, με έμφαση αφενός στις σύγχρονες πολιτικές αναλύσεις και αφετέρου στις ιστορικές μελέτες – όχι βεβαίως πάντα με τελεολογικό περιεχόμενο. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι λοιπόν ευνοήθηκαν από αυτή τη συγκυρία και αναδείχθηκαν αντικείμενο έρευνας – δεδομένου μάλιστα ότι υπήρξαν η ιστορική στιγμή της διαμόρφωσης των σύγχρονων Βαλκανίων. Στις άλλες βαλκανικές χώρες η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια νέα ανάγνωση του ιστορικού παρελθόντος, ανάγνωση που συχνά νομιμοποιούνταν ακριβώς μέσα από την πλήρη διαφοροποίησή της από τις προηγούμενες «καθεστωτικές» ερμηνείες. Η ελληνική ιστοριογραφία δεν έμεινε οπωσδήποτε ανεπηρέαστη από την επαναστατική αλλαγή του 1989 ούτε από τον πόλεμο που μαινόταν απειλητικός στη γειτονιά μας. Παράλληλα ωστόσο οι συνέχειες αποδείχθηκαν εξίσου ισχυρές και η ανάγκη για ουσιαστικές αλλαγές περιορισμένη. Η επανεμφάνιση εξάλλου του «Μακεδονικού» ζητήματος περιέπλεξε τα πράγματα ως προς τη διαπραγμάτευση της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου από την ελληνική ιστοριογραφία.


Από την επομένη της Συνθήκης του Βουκουρεστίου οι Βαλκανικοί Πόλεμοι συμβόλιζαν οπωσδήποτε μια στιγμή επικής εθνικής αυτοεπιβεβαίωσης. Είναι άλλωστε αναμφισβήτητο ότι υπήρξαν γεγονός σημαντικό για την ελληνική ιστορία για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα, μετά το τέλος τους είχε αυξηθεί κατά 80% ο πληθυσμός και κατά 90% η έκταση του ελληνικού κράτους. Δεύτερον, ήταν η πρώτη φορά που φάνηκε να πραγματοποιείται η Μεγάλη Ιδέα και μάλιστα όχι όπως το 1881, με παραχώρηση, αλλά με κατάκτηση. Τρίτον, οι βαλκανικοί λαοί παρουσιάστηκαν να παίρνουν τις τύχες τους στα χέρια τους ανατρέποντας τους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων.


Εν τούτοις για τη μετέπειτα ελληνική ιστοριογραφία δεν απετέλεσαν αυτοδύναμο ή αυτοτελές γεγονός. Εντάχθηκαν σε μια μακρά σειρά γεγονότων, η οποία ξεκινά με την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και καταλήγει στη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Στην πορεία που οδηγεί από την πρώτη ήττα της Μεγάλης Ιδέας στην οριστική της ήττα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι εγγράφηκαν ως η στιγμή της ευφορίας, παρ’ όλο που στην ουσία εγκαινίασαν μια περίοδο δεκαετούς πολεμικής δοκιμασίας. Ταυτόχρονα, λόγω του Διχασμού που ακολούθησε, καταγράφηκαν ως περίοδος εθνικής ομοψυχίας για να υπογραμμίζουν – έστω και εμμέσως – την Καταστροφή που προκάλεσε η διχόνοια.


Η καταλυτική παρουσία του Διχασμού στην περιγραφή της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων αποκαλύπτεται και από τα απομνημονεύματα μεγάλων ή μικρών πρωταγωνιστών της εποχής. Στα απομνημονεύματα αυτά, που εκδίδονται σε όλες τις δεκαετίες που ακολουθούν το τέλος των Πολέμων, δεν αποτυπώνονται μόνο η χαρά για τη νίκη και ο κυρίαρχος μεγαλοϊδεατισμός αλλά και ο διχασμός της εσωτερικής πολιτικής ζωής, με τις διαφορετικές επιλογές κυβέρνησης (Βενιζέλου) και επιτελείου (διαδόχου). Εχει ενδιαφέρον η ανάγνωση μέσα από αυτό το πρίσμα του ημερολογίου του αντιβενιζελικού Φιλίππου Δραγούμη (εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα, 1988). Τα ημερολόγια και τα απομνημονεύματα καλύπτουν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής σχετικά με τους Βαλκανικούς Πολέμους, αν συνδυαστούν μάλιστα με την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα που νοείται ως ένα είδος προοιμίου στους Πολέμους. Η αυθεντικότητα των μαρτυριών εν τούτοις δε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη γιατί διαμεσολαβείται από την προσωπική αυτολογοκρισία αφενός αλλά και από τη λογοκρισία των επιμελητών και εκδοτών αυτών των κειμένων αφετέρου. Ο «εξευγενισμός» των αναμνήσεων του Κ. Μαζαράκη-Αινιάνος, του καπετάν Ακρίτα του Μακεδονικού Αγώνα, μέσω νοηματικών αλλοιώσεων, αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα αυτής της εκδοτικής πρακτικής. Η ίδια τακτική ακολουθείται εξάλλου και στην έκδοση πηγών, όπου επίσης οι παραλείψεις, οι σιωπές και η επιλεκτική παρουσίαση των εγγράφων αλλοιώνουν τα ιστορικά δεδομένα και υπηρετούν τις σκοπιμότητες της ιστορικής στιγμής της δημοσίευσής τους.


Εκτός από τα απομνημονεύματα και τις εκδόσεις πηγών, τα δημοσιεύματα για τους Βαλκανικούς Πολέμους περιλαμβάνουν μελέτες στρατιωτικής, πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας, μεταφράσεις ξένων έργων και γενικές βαλκανικές ιστορίες. Στα πρόσφατα χρόνια θα πρέπει να προσθέσουμε και τα επετειακά αφιερώματα των εφημερίδων, τα οποία έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι διαδίδουν πλέον την ιστορική γνώση σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό από εκείνο που διαβάζει ιστορικά βιβλία.


Τα βασικά θέματα που θίγονται στη σχετική βιβλιογραφία είναι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, το ζήτημα των συνόρων, ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός, η διπλωματία και ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων, η ελληνική εσωτερική και εξωτερική πολιτική και ο ρόλος των προσωπικοτήτων. Ειδικότερα για το θέμα της ένταξης της Ελλάδας στο διεθνές πλαίσιο για πολλά χρόνια – και εν μέρει ακόμη και σήμερα – ήταν κυρίαρχη η έννοια της «εξάρτησης» που χρησίμευε ως ερμηνευτικό εργαλείο για τις εξελίξεις στη σφαίρα όχι μόνο της πολιτικής αλλά και της οικονομίας.


Τομή στην ως τότε ιστοριογραφία για τους Βαλκανικούς Πολέμους υπήρξαν κάποια δημοσιεύματα των αρχών της δεκαετίας του ’90. Ακριβώς μέσα στο πλαίσιο του ανανεωμένου ενδιαφέροντος για τα Βαλκάνια λόγω της βαλκανικής «έκρηξης», στο οποίο αναφερθήκαμε, αλλά και έχοντας ενσωματώσει τις εξελίξεις στην επιστήμη της Ιστορίας, τα βιβλία αυτά κομίζουν μια νέα προσέγγιση για την περίοδο αυτή της ελληνικής ιστορίας. Πρόκειται για τη διατριβή της Ελένης Γαρδίκα-Κατσιαδάκη (εκδόσεις Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα, 1995) και για τη σειρά των εκδόσεων του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ). Εκτός από τις εκδόσεις, εξάλλου, το ΕΛΙΑ οργάνωσε το 1993 έκθεση με θέμα «Η Αθήνα των Βαλκανικών Πολέμων» και παρήγαγε εκπαιδευτικό υλικό για τους μαθητές που επισκέπτονταν την έκθεση.


Η θεματολογία έχει πλέον αλλάξει και η έμφαση δίνεται στην καθημερινή ζωή, στις οικονομικές και δημογραφικές επιπτώσεις των πολέμων, ενώ διαφορετική είναι η ανάλυση της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές πλαίσιο. Παράλληλα μέσα από άλλες μελέτες της ίδιας δεκαετίας τίθενται ζητήματα εθνοτικών και εθνικών ταυτοτήτων στην Οθωμανική Μακεδονία, προσφέροντας έτσι ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο κατανόησης της βαλκανικής σύρραξης, η οποία όχι μόνο σήμανε την αρχή της οριστικής διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους-κράτους αλλά και δημιούργησε τα σύγχρονα Βαλκάνια.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.