Η δύναμη και το κύρος της ελληνικής οικονομίας αναμφίβολα εδράζονται στην ιδιότητά της ως μέλους της δεύτερης σε οικονομική και πολιτική ισχύ περιοχής του πλανήτη, δηλαδή της ΟΝΕ. Εκ των πραγμάτων όμως, ο χώρος που εκδηλώνεται με απτά αποτελέσματα για το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αυτή η ορμή της οικονομίας μας, είναι τα Βαλκάνια. Ούτε στη Γερμανία ούτε στη Γαλλία θα δούμε ελληνικές επενδύσεις τα προσεχή χρόνια, στη Ρουμανία όμως και στη Βουλγαρία αυτές που ήδη έχουν γίνει ξεπερνούν τα 2,5 δισ. δολάρια και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες εκτιμά ότι μέσα σε μια δεκαετία η Ελλάδα θα είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη στα Βαλκάνια. Αυτή λοιπόν είναι η πλούσια προίκα που συνεισφέρουμε στην ΟΝΕ και η οποία κάνει τους άλλες εταίρους μας να μας υπολογίζουν στις αποφάσεις τους, αφού εκφράζουμε τα συμφέροντα μιας αγοράς όχι δέκα αλλά πενήντα εκατομμυρίων πολιτών.


Για να στεριώσουν όμως τα εντυπωσιακά βήματα που έχουν κάνει οι ελληνικές τράπεζες, βιομηχανίες και άλλες επιχειρήσεις στην περιοχή πρέπει να διαμορφώσουμε ως κράτος και φορείς μια κουλτούρα αλληλεγγύης και συνεργασίας. Μόνο αν δρούμε συλλογικά και συντονισμένα θα διευρύνουμε την επιρροή μας στη βαλκανική ενδοχώρα, όπου το οικονομικό περιβάλλον είναι δυσμενές και γεμάτο παγίδες ενώ η γραφειοκρατία και η διαφθορά κυριαρχούν στις συναλλαγές με τους ξένους.


Ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κ. Θ. Καρατζάς, όταν μου εξηγούσε παλαιότερα αυτή την «κουλτούρα αλληλεγγύης», μου ανέφερε το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Οι γερμανικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό έχουν οι ίδιες αλλά και τα στελέχη τους αυτοκίνητα Mercedes, ασφαλίζονται και αυτές και οι υπάλληλοί τους στην Allianz, χρηματοδοτούνται από την Deutsche ή την Dresdner Bank κτλ.». Και θα προσέθετα στο παράδειγμα αυτό, ως την πιο σημαντική ίσως συνιστώσα της συλλογικής δύναμης, την κρατική βοήθεια. Το γεγονός δηλαδή ότι οι ευρωπαϊκές ή οι αμερικανικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό μπορούν να υπολογίζουν στην αμέριστη διπλωματική στήριξη της χώρας τους. Είναι πασίγνωστο άλλωστε ότι ο κ. Τόμας Μίλερ ή ο γερμανός πρέσβης στην Αθήνα συζητούν τις περισσότερες ώρες με τον υπουργό Εξωτερικών μας κ. Γ. Παπανδρέου για παραγγελίες όπλων ή για προβλήματα φορολογικά ή άλλης φύσεως των αμερικανικών ή γερμανικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, παρά για θέματα ασφάλειας ή συνεργασίας στην εξωτερική πολιτική. Και τις πιο πολλές φορές μάλιστα τα προβλήματα αυτά τίθενται πιεστικά και οι ξένοι πρεσβευτές αξιώνουν άμεση επίλυσή τους την οποία και επιτυγχάνουν.


Και εμείς; Ελληνας επιχειρηματίας που μου διεκτραγωδούσε τα προβλήματά του σε βαλκανική χώρα, όταν του είπα γιατί δεν ζητεί τη συνδρομή της πρεσβείας μας ή του υπουργείου Εξωτερικών, μου απάντησε μελαγχολικά: «Η κυρία πρέσβειρα με είχε προειδοποιήσει να μην την ενοχλήσω ουδέποτε με οικονομικής φύσεως προβλήματα με την κυβέρνηση στην οποία ήταν διαπιστευμένη». Προφανώς πολλοί έλληνες πρέσβεις ζουν ακόμη την εποχή της υψηλής διπλωματίας των δεξιώσεων και δεν έχουν αντιληφθεί ότι σήμερα, με την παγκοσμιοποίηση εξωτερική πολιτική, είναι πρωτίστως η οικονομική διπλωματία.


Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά; Μα γιατί διαβάζω για τις περιπέτειες του ΟΤΕ στη Ρουμανία και έχω εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι οι αρμόδιοι υπουργοί της κυβέρνησής μας κρύβονται ή σιωπούν!


Δεν αντιλαμβάνονται ότι η επένδυση του ΟΤΕ είναι συνδεδεμένη με μεγάλες επενδύσεις ελληνικών επιχειρήσεων και επομένως μια αποτυχία στο θέμα αυτό θα συνεπάγεται εθνική ήττα;