Η βία δεν έχει εγγενή απαξία. Ασκείται κακώς από τους κακούργους και τους δικτάτορες αλλά καλώς από πολιτικά συστήματα που προστατεύουν την ελευθερία και την ισότητα. Εν όψει της διαρκούς απειλής της άσκησης βίας από τρομοκράτες, φανατικούς, μπράβους ή κακοποιούς, κάθε κοινωνία έχει ανάγκη την οργανωμένη βία. Συνεπώς δεν θα πρέπει να συγχέουμε τη συμπόνια ή τον οίκτο που φυσιολογικά νιώθουμε για τα θύματα της βίας, π.χ. τους νεκρούς στρατιώτες και τις οικογένειές τους ή τους τιμωρημένους κακοποιούς, με την απόλυτη αποδοκιμασία της. Η βία πολλές φορές, όταν δηλαδή σημαίνει την αντίσταση έναντι στο κακό και ασκείται σε αναλογία με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ενδέχεται να κατοχυρώνει την ελευθερία.


Αυτό που κάνει τελικά τη βία σήμερα να έχει απαξία δεν είναι η συμπόνια αλλά η δημοκρατία. Το γεγονός δηλαδή ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί που έχουν εγκαθιδρυθεί στη χώρα μας και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο (ύστερα από αιώνες απολυταρχίας, δικτατορίας και πολέμων) έχουν καταφέρει μια εν πολλοίς δίκαιη κατανομή της εξουσίας. Με όλες τις ατέλειές της στην πράξη, η δημοκρατία που γνωρίζουμε σήμερα είναι το κοινωνικό συμβόλαιο που υπόσχεται την ισότητα όλων, δηλαδή ανδρών ή γυναικών, πλουσίων ή φτωχών, αγράμματων ή σπουδαγμένων, σοφών ή ιδιοτελών, στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Εχοντας όλοι ίσα δικαιώματα, οι πολίτες μιας δημοκρατίας συμμετέχουν όσο θέλουν και όσο μπορούν στη διεκδίκηση και στην απονομή της πολιτικής εξουσίας σε ανοιχτές διαδικασίες που τελειώνουν με γενικές εκλογές. Οι διαδικασίες αυτές επιτρέπουν τελικά την εναλλαγή στην εξουσία με τρόπο ειρηνικό και την άσκηση του πολιτικού αγώνα με απόλυτη ελευθερία έκφρασης.


* Η τραγική πτυχή


Γι’ αυτό και η αποδοκιμασία της βίας των οργανώσεων του τύπου «17 Νοέμβρη», που θεωρούν το ισχύον καθεστώς καταπιεστικό και άδικο, πρέπει να είναι διπλή. Πρώτον, διότι προκάλεσαν τεράστιο κακό στα θύματά τους παραβιάζοντας τις βασικότερες αρχές της κοινωνικής συμβίωσης· αλλά και, δεύτερον, διότι απορρίπτοντας το δημοκρατικό καθεστώς επιτέθηκαν εναντίον του με άλλα μέσα από αυτά που το ίδιο απλόχερα τους παρέχει, δηλαδή τις εκλογές, την ελευθερία του λόγου και την πειθώ. Πώς εξηγείται αυτή η απόρριψη; Νομίζω ότι η απόρριψη του κοινοβουλευτισμού από την άκρα Αριστερά πηγάζει από ένα συγκεκριμένο σφάλμα. Εμπνεόμενη από ορισμένες μαρξιστικές παραδοχές περί της φύσης του ανθρώπου η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά αρνείται τελικά την ανάλυση της ανθρώπινης κοινωνίας ως ατελούς συμβιβασμού.


Πρόκειται ίσως για την τραγικότερη πτυχή του μαρξισμού. Στις ατυχέστερες σελίδες του (π.χ. στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα) ο Μαρξ υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν έχει φύση αναλλοίωτη και απαράλλακτη ανά τους αιώνες, αλλά ότι τα χαρακτηριστικά του εξαρτώνται από τις εκάστοτε υλικές και κοινωνικές συνθήκες. Συνεπώς, αν και όταν αυτές οι συνθήκες αλλάξουν με τον κατάλληλο τρόπο (π.χ., αν καταργηθούν η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η μισθωτή εργασία), τότε και ο άνθρωπος ο ίδιος θα αλλάξει και θα σταματήσει να είναι ιδιοτελής – ή «αλλοτριωμένος» -, ιδιότροπος ή επιθετικός προς τους άλλους. Αυτή η σκέψη εξηγεί την τεράστια έλξη και γοητεία του μαρξισμού ως οιονεί κοσμικής θρησκείας. Γι’ αυτό και πολλοί διανοούμενοι, ιδίως σε Γαλλία και Γερμανία, πίστεψαν ότι μπορούσαν να βρεθούν στην πρωτοπορία κάποιας κοινωνικής επανάστασης και εργάστηκαν για την επιτυχία της ως απολογητές της σταλινικής ή μαοϊκής τυραννίας (όπως πολύ ωραία δείχνει ο Mark Lilla στο βιβλίο του The Reckless Mind: Intellectuals in Politics, New York Review Books, 2001).


* Η αξία της καθημερινότητας


Η υπερβολική αισιοδοξία είναι συνεπώς ο εχθρός της δημοκρατίας από τα αριστερά, όπως αντίστοιχα η υπερβολική απαισιοδοξία από τα δεξιά. Η ουτοπική Αριστερά αρνείται τελικά την αξία της σημερινής ελευθερίας επειδή τη ζει, όπως όλοι μας, καθημερινά ως ατελέσφορη, επώδυνη, εξαντλητική και έτσι δικαιολογεί τον περιορισμό της. Ελπίζει στη νέα κοινωνία που θα προκύψει μέσα από την επαναστατική βία, στην οποία η ελευθερία θα είναι τέλεια. Και όμως τέτοια κοινωνία δεν υπάρχει. Η απόλυτη αρμονία και ευτυχία των πάντων συνεχώς είναι αδύνατη. Η ποικιλομορφία και ελευθερία των ανθρώπων αποκλείει την αρμονία αυτή. Η ίδια σημερινή καθημερινότητα θα αναπαραχθεί σε μια κοινωνία χωρίς μισθωτή εργασία ή χωρίς ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.


Η ανάλυση του μαρξιστικού υποβάθρου της «17 Νοέμβρη» δεν παρατίθεται εδώ φυσικά για να δικαιολογήσει τα εγκλήματά της. Το αντίθετο. Πιστεύω ότι η διάπραξη τέτοιων πράξεων υπό την σκέπην μιας ουτοπίας δεν διαφέρει καθόλου από τη διάπραξή τους για τον πλουτισμό ή την εκδίκηση, που μου φαίνονται πολύ περισσότερο θεμιτοί ως στόχοι. Απλώς θα ήταν χρήσιμο, στο πλαίσιο του σημερινού πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα, να γνωρίζουμε πού οδηγούν ορισμένα από τα σοκάκια του μαρξισμού και γιατί είναι τόσο αναγκαία η καλλιέργεια της πολιτικής δημοκρατίας τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.


* Πανηγυρική δικαίωση


Θα είναι πολύ ειρωνικό, τέλος, αν πράγματι αυτοί οι κατηγορούμενοι είναι η «17 Νοέμβρη». Διότι ζώντας, καθώς φαίνεται, απλές καθημερινές ζωές και υιοθετώντας τις επιθυμίες που συμμεριζόμαστε όλοι μας για ένα καλύτερο σπίτι, ένα ωραίο εξοχικό, μια καλύτερη επιχείρηση, ένα μαγαζί ή ένα εργαστήριο, έδειξαν πόσο άδεια ήταν η επίκληση της ουτοπίας από μέρους τους. Ούτε σε κοινόβια ζούσαν ούτε σε στρατιωτικού τύπου μονάδες ούτε και απέρριπταν στην πράξη την κοινωνία της καθημερινότητας. Οπως όλοι μας, επεδίωκαν και αυτοί τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, την άνεση και την οικογενειακή ευτυχία, άλλοι με επιτυχία και άλλοι λιγότερο. Γιατί τι άλλο σημαίνουν τα όμορφα σχεδιασμένα σπίτια τους στα Μεσόγεια ή στους Λειψούς παρά την πεποίθηση ότι η ζωή με τις καθημερινές ατέλειές της και τις πολλαπλές απογοητεύσεις της μπορεί να γίνει κάπως καλύτερη με προσπάθεια, κόπο και με τη βοήθεια και παρουσία των άλλων;


Αυτή θα είναι και η πανηγυρική δικαίωση των θυμάτων τους. Ο τρόπος ζωής που διάλεξαν ως επιχειρηματίες, πολιτικοί, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, διπλωμάτες ή δικαστικοί στο πλαίσιο της οργανωμένης κοινωνίας και ο συναισθηματικός δεσμός τους με τις οικογένειές τους (που σε ορισμένες περιπτώσεις αποδείχθηκε τόσο πιο δυνατός από τις σφαίρες) ήταν πράγματι ο τρόπος με τον οποίο η ζωή γίνεται καλύτερη. Και οι επίδοξοι επαναστάτες έψαχναν το περιεχόμενο της ζωής τους όχι σε κάποια μεσσιανική συλλογική ανατροπή αλλά στα μικρά καθημερινά πράγματα και στα προσωπικά σχέδια που μπορούν να κάνουν τη ζωή όμορφη ή υποφερτή. Γι’ αυτό και η δίκαιη τιμωρία τους θα είναι τώρα να στερηθούν την ελευθερία της καθημερινότητας που τόσο απερίσκεπτα στέρησαν από τα θύματά τους.


Ο κ. Παύλος Ζ. Ελευθεριάδης είναι λέκτωρ Νομικής στη London School of Economics.