Πολλή κουβέντα γίνεται στις ημέρες μας ως προς το αν η «17 Νοέμβρη» (17Ν) αποτελεί ή όχι απόφυση της Αριστεράς και ποιου ειδικότερα ρεύματός της στον βαθμό που ισχύει κάτι τέτοιο. Να λοιπόν μια καλή ευκαιρία να θυμίσει κανείς πρόσωπα, γεγονότα και απόψεις που όχι μόνο άπτονται όλων αυτών αλλά και φωτίζουν γενικότερα το θέμα της τρομοκρατίας και της ιστορικής διαδρομής της.


Και καλά τον Γιωτόπουλο. Τον γερο-Μπλανκί, όμως, τον θρυλικό enferme [τον «έγκλειστο», λόγω των 33(!) χρόνων που πέρασε στις γαλλικές φυλακές] του 19ου αιώνα, πού πήγα και τον θυμήθηκα; Μα με αφορμή μια φράση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία είχε γράψει ότι ο Λένιν είναι «περισσότερο μπλανκιστής παρά μαρξιστής», θέλοντας ακριβώς να επικρίνει έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του λενινισμού: την άποψη ότι μια σφιχτή, δυναμική, έστω και ολιγομελής ομάδα μπορεί να αφυπνίσει μια ολόκληρη κοινωνία, «αποκαλύπτοντας» με τη δράση της την πραγματική φύση της κυρίαρχης τάξης και επομένως συμβάλλοντας καταλυτικά στην ανατροπή της.


Αλλά ας αφήσουμε τα ίδια τα κείμενα του Λένιν να μιλήσουν και κυρίως το Τι να κάνουμε; (1902) και το Ενα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω (1904):


«Η επαναστατική θεωρία και η σοσιαλιστική συνείδηση έρχονται στο προλεταριάτο απ’ έξω. Το πρώτο και επιτακτικό καθήκον είναι… η δημιουργία μιας οργάνωσης επαναστατών, ικανής να εξασφαλίσει σταθερότητα και συνέχεια στην πολιτική πάλη. Η οργάνωση αυτή πρέπει να αποτελείται πριν απ’ όλα και κυρίως από ανθρώπους που έχουν για επάγγελμα την επαναστατική δράση. Δεν μπορεί, επομένως, να είναι πλατιά αλλά όσο το δυνατόν περισσότερο συνωμοτική…».


Είναι προφανές ότι παρόμοιες απόψεις ελάχιστα εμπνέονται από τον Μαρξ, ο οποίος, ως γνωστόν, καταδίκαζε ρητά κάθε είδους «υποκατάσταση» της εργατικής τάξης από μια ομάδα αποφασισμένων επαναστατών, μιλώντας μάλιστα για «αλχημιστές» που «προσπαθούν να επισπεύσουν την επαναστατική διαδικασία» ή που «αυτοαναγορεύονται σε γενικό επιτελείο της επανάστασης».


Δεν είναι λοιπόν ο Μαρξ αυτός από τον οποίον ο Λένιν και πολύ περισσότερο βέβαια η 17Ν άντλησαν τα βασικά στοιχεία της θεωρίας τους για την επαναστατική οργάνωση. Αν ήθελε κανείς να εντοπίσει τις ρίζες παρόμοιων απόψεων, θα έπρεπε μάλλον να πάει πιο πίσω, στις αντιλήψεις και στις πρακτικές της ομάδας του Μπλανκί στη Γαλλία, αλλά και της Ζεμλιά-ι-Βόλια (= Γη και Ελευθερία), προδρομικής οργάνωσης των ρώσων ναρόντνικων, η οποία χρησιμοποιούσε κατ’ εξοχήν τις μεθόδους εκείνες που σήμερα αποκαλούμε «τρομοκρατία». Στο Τι να κάνουμε; και πάλι ο Λένιν δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τις συνωμοτικές αρχές λειτουργίας των ζεμλιεβόλτσι, προσάπτοντάς τους μόνο ότι στηρίζονταν σε λάθος θεωρία: «Εκείνη η εξαίρετη οργάνωση που είχαν οι επαναστάτες του 1870-80 και που θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο για όλους μας».


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μάλιστα παρουσιάζει σε αυτό το σημείο και ένα λιγότερο γνωστό γεγονός από την ιστορία των μπολσεβίκων. Το 1905-08 δρούσαν στον Καύκασο ένοπλα αποσπάσματα, με επικεφαλής τον Στάλιν, τα οποία πραγματοποιούσαν επιθέσεις κατά χρηματαποστολών και ένοπλες ληστείες (τις αποκαλούμενες «απαλλοτριώσεις») ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του κόμματος! Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν και για τη δική μας οργάνωση, θα σκέφτηκαν, φαντάζομαι, και ο Κουφοντίνας με την παρέα του.


Η ακτινοβολία που προσέδωσε στον Λένιν και στο κόμμα του η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα να καθαγιαστεί και να αποκτήσει το κύρος της «επιβεβαιωμένης από την πράξη και τη ζωή» αλήθειας το (τόσο έντονα επηρεασμένο από τις ιδιαίτερες συνθήκες της Ρωσίας) μπολσεβίκικο μοντέλο. Και όμως ήδη από το 1918 η Ρόζα Λούξεμπουργκ, που μόνο για «αστικές» ή «δεξιές» αποκλίσεις δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει κανείς, είχε ασκήσει εντονότατη κριτική στον Λένιν και στους μπολσεβίκους για την εκ μέρους τους κατάλυση των λεγομένων αστικών πολιτικών ελευθεριών και των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά και για την κατάπνιξη κάθε αντιπολιτευτικής ή ετερόδοξης φωνής. Αλλωστε, σε αντιδιαστολή με ό,τι συνέβαινε στην τσαρική Ρωσία, στη Δυτική Ευρώπη υπήρχε μια βαθιά ριζωμένη, συχνά με σκληρούς αγώνες κατακτημένη, παράδοση δημοκρατικών ελευθεριών και κοινοβουλευτικών θεσμών που το προλεταριάτο και τα άλλα απαραίτητα για τις συμμαχίες της εργατικής τάξης στρώματα δεν είχαν καμιά διάθεση να την αναιρέσουν ή να την αποκηρύξουν· αντιθέτως, αν κάτι επιθυμούσαν, αυτό ήταν να εμπλουτίσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και να τους προσδώσουν νέο κοινωνικό περιεχόμενο.


Αν θέλουμε πάντως να είμαστε απολύτως δίκαιοι, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε στα παλιότερα εκείνα κινήματα ή ακόμη και στους μπολσεβίκους τουλάχιστον ένα «ελαφρυντικό»: όντας αναγκασμένοι να δρουν σε συνθήκες και σε κοινωνίες απ’ όπου απουσίαζαν σχεδόν εντελώς οι δημοκρατικοί θεσμοί, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, είναι ερμηνεύσιμη – αν μη τι άλλο – η ευκολία με την οποία διολίσθησαν στην άποψη υπέρ μιας μικρής, σφιχτοδεμένης οργάνωσης «επαγγελματιών επαναστατών». Σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όμως ανάλογες με αυτές που επικρατούν στις χώρες της Δύσης, ό,τι πριν από 100 ή 150 χρόνια θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς λαθεμένος ή ολισθηρός δρόμος σήμερα καταλήγει κατά κανόνα όχι (δυστυχώς) σε φάρσα, κατά τη γνωστή ρήση του Μαρξ, αλλά σε τραγωδία της πιο αποτρόπαιης και εφιαλτικής μορφής.


Κατά τα άλλα, υπάρχει αναμφισβήτητα ένα κοινό νήμα που διαπερνά όλες τις οργανώσεις της εν ευρεία εννοία κομμουνιστικής Αριστεράς. Είτε πρόκειται για ορθόδοξα ΚΚ είτε για τροτσκιστικά ή μαοϊκά γκρουπούσκουλα, είτε για τον Πολ Ποτ είτε για τη RAF, είτε για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες είτε για τη 17Ν, το φάντασμα του μπολσεβικισμού, και μέσω αυτού του μπλανκισμού και των ρώσων ναρόντνικων, πλανάται επάνω από τη θεωρητική – και όχι μόνο – σκευή τους. Μπορεί οι μέθοδοι ενός σταλινικού ΚΚ και μιας τρομοκρατικής οργάνωσης να διαφέρουν μεταξύ τους ριζικά, αλλά το ίδιο όραμα(!) στοιχειώνει τις πολιτικές ονειροφαντασίες και των δύο: αυτό μιας επαναστατικής πρωτοπορίας, a priori ταγμένης και προορισμένης να οδηγήσει την κοινωνία στον σοσιαλιστικό παράδεισο, ο οποίος αναπόδραστα περιμένει στο τέρμα του δρόμου – μάλιστα, είτε η εκπεφρασμένη θέληση των πολιτών δηλοί ότι πράγματι αυτό επιθυμούν είτε όχι! Και ασφαλώς, για να προλάβω τυχόν παρεξηγήσεις και (υποκριτικές ή μη) διαμαρτυρίες, όλοι γνωρίζουμε ότι το θέμα των μεθόδων κάθε άλλο παρά δευτερεύον είναι στην πολιτική.


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.