Λίγες ημέρες μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου έγραφα στο κυριακάτικο «Βήμα» ότι, εκτός από τα άμεσα αστυνομικά / κατασταλτικά μέτρα για την ανεύρεση των υπευθύνων, οι ΗΠΑ έχουν την εξής επιλογή: «Είτε να αγνοήσουν το παρόν «τρομοκρατικογενές» παγκόσμιο πλαίσιο και να επικεντρώσουν όλη τους την προσοχή στην πιο εντατική αστυνόμευση της Αμερικής και του πλανήτη είτε να προσπαθήσουν, σε συνδυασμό με τα άμεσα μέτρα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, να αλλάξουν το γενικό πλαίσιο που αυτή τη στιγμή κάνει την ένταση και γεωμετρική κλιμάκωση τρομοκρατικών επιθέσεων αναπόφευκτη» (16.11.2001).


Η δεύτερη επιλογή συνεπάγεται τη ριζική αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής όχι μόνο έναντι των Παλαιστινίων αλλά και έναντι των περιθωριοποιημένων και εξαθλιωμένων πληθυσμών του πλανήτη. Συνεπάγεται επίσης το ξεπέρασμα της εθνοκεντρικής και άκρως μυωπικής πολιτικής του προέδρου Μπους έναντι των περιβαλλοντικών προβλημάτων της υφηλίου.


* Αλλαγή πλεύσης


Μετά το πρώτο σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου η αμερικανική κυβέρνηση φάνηκε να αλλάζει γραμμή πλεύσεως, τουλάχιστον στο Μεσανατολικό. Φαινόταν να υποστηρίζει στα σοβαρά την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους και την επιβολή μιας πιο δίκαιης λύσης στη διαμάχη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Μόλις όμως τα πράγματα καταλάγιασαν, ο αμερικανός πρόεδρος επέστρεψε στην καθαρά φιλοϊσραηλινή στάση του υποστηρίζοντας ανεπιφύλακτα την αδιάλλακτη πολιτική του Σαρόν. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για το θέμα της παγκόσμιας φτώχειας και της περιβαλλοντικής κρίσης, που αντιμετωπίστηκαν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται από τη μόνη υπερδύναμη με πλήρη αδιαφορία. Με αυτόν τον τρόπο και τα ουσιαστικά συμφέροντα του αμερικανικού λαού και αυτά της οικουμένης θυσιάζονται στον βωμό ενός στρουθοκαμηλικού εθνικισμού στο γεωπολιτικό επίπεδο και ενός στενόμυαλου, βραχυχρόνιου ωφελιμισμού στο οικονομικό. Ετσι, από τη μη αναγνώριση της συνθήκης του Κιότο ως την αρνητική αμερικανική στάση στα προβλήματα της παγκόσμιας φτώχειας, που συζητήθηκαν στο Γιοχάνεσμπουργκ, ο πρόεδρος Μπους αρνείται να κάνει οποιαδήποτε διασύνδεση της τρομοκρατίας με το Μεσανατολικό και με τα εκρηκτικά κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιουργεί.


Η διπλή στρατηγική αστυνόμευσης / καταστολής, από τη μια μεριά, και θετικής αντιμετώπισης των προβλημάτων των Παλαιστινίων και των άλλων εξαθλιωμένων πληθυσμών της γης, από την άλλη, αγνοείται παντελώς – ή μάλλον το θετικό / εποικοδομητικό σκέλος αγνοείται, ενώ το αρνητικό / κατασταλτικό παίρνει με την προγραμματισμένη επίθεση εναντίον του Ιράκ τεράστιες διαστάσεις.


* Ενταση των προβλημάτων


Το μόνο θετικό σημείο σε αυτή τη θλιβερή κατάσταση είναι ότι οι χώρες της ΕΕ, και κυρίως η Γαλλία και η Γερμανία, αρνούνται να ακολουθήσουν παθητικά τις ΗΠΑ και στο θέμα του Ιράκ και στα προβλήματα της παγκόσμιας φτώχειας και περιβαλλοντικής καταστροφής. Είναι ακριβώς σε αυτή τη συγκυρία που φάνηκε καθαρά πόσο διαφορετικά γίνονται αντιληπτά και άρα κατασκευάζονται τα αμερικανικά σε σχέση με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Είτε κοιτάξουμε τη γεωπολιτική διάσταση (Ιράκ, Παλαιστίνη) είτε αυτή του διεθνούς δικαίου (Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο) ή ακόμη την κοινωνικοοικονομική (παγκόσμια φτώχεια, κράτος πρόνοιας), την οικολογική (Κιότο, Γιοχάνεσμπουργκ), την πολιτισμική (αμερικανοποίηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας), παντού παρατηρούμε ότι η Ευρώπη και η Αμερική όλο και περισσότερο βλέπουν τον κόσμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Παρατηρούμε επίσης ότι ένα χρόνο μετά το δράμα της 11ης Σεπτεμβρίου η αμερικανική πολιτική δεν οδηγεί στην άμβλυνση αλλά στην ένταση των προβλημάτων που συνδέονται με την τρομοκρατία.


Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ήρθε η ώρα η Ευρώπη να αποκτήσει την αυτονομία της και να αρθρώσει τον δικό της λόγο, τη δική της ενεργό πολιτική έναντι της τρομοκρατίας και των άλλων προβλημάτων του σύγχρονου, μεταβιομηχανικού κόσμου.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.